Το κείμενο
Ο «Κροκόδειλος», γραμμένος το 1865, αποτελεί ένα από τα διηγήματα του Ρώσου συγγραφέα. Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι με το κείμενό του σατιρίζει και σχολιάζει με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο την κατάσταση στη Ρωσία των τελών του 19ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στις διαφωνίες μεταξύ των διανοουμένων της εποχής, ενώ παράλληλα αναδεικνύει τον προβληματικό δημόσιο τομέα της χώρας του, καθώς και τη στρεβλή αντιμετώπιση των δημοσίων λειτουργών της.
Ο Ιβάν Ματβιέιτς μαζί με τη σύζυγό του, Γιελιένα Ιβάνοβνα, ταξιδεύει για αναψυχή. Καθώς επισκέπτονται μια στοά, βλέπουν έναν κροκόδειλο που βρίσκεται εκεί. Η μεγάλη περιέργεια του Ιβάν Ματβιέιτς τον οδηγεί στο στόμα του κροκόδειλου, ο οποίος και τον καταπίνει. Σοκαρισμένοι η γυναίκα του, αλλά και ο καλός του φίλος Σεμιόν Σεμιόνιτς που ήταν μαζί τους, αποφασίζουν να αναλάβουν δράση. Ο Σεμιόν Σεμιόνιτς βρίσκει τον προϊστάμενο του φίλου του στη δημόσια υπηρεσία όπου εργάζεται, ενώ μιλάει και με άλλους ανθρώπους, αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να τον βοηθήσει. Ράθυμοι και απρόθυμοι, φοβούμενοι ότι θα διασαλευτεί η «δημόσια τάξη» και ηρεμία, προτιμούν να αφήσουν τον Ματβιέιτς μέσα στον κροκόδειλο, παρά να διακινδυνεύσουν την ησυχία και τη βολή τους.
Αλληγορικό κείμενο, με νοήματα σε δεύτερο επίπεδο, ο Κροκόδειλος σατιρίζει και διακωμωδεί τόσο τη μονολιθικότητα της τότε ρωσικής ιντελιγκέντσιας, όσο και τις αγκυλώσεις των λειτουργών του δημόσιου τομέα. Παράλληλα, φωτίζει την τρυφηλή ζωή όσων ανήκαν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις, οι οποίοι επιδίδονταν σε εύκολες και ευκαιριακές απολαύσεις, αγνοώντας και αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους τους.
Η παράσταση
Οι Ορέστης και Δημήτρης Σταυρόπουλος σκηνοθέτησαν το κείμενο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι ιδωμένο μέσα από μια κωμική και ιδιαίτερα σατιρική και καυστική ματιά. Η παράσταση επιδεικνύει αρχικά σκηνικό ρεαλισμό, αλλά στη συνέχεια, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι, όπως καταδύεται ο Ιβάν Ματβιέιτς στον οισοφάγο του κροκόδειλου, έτσι και το κοινό καταδύεται στα έγκατα του σουρεαλισμού και της αλληγορίας. Η κωμωδία σκεπάζει, σαν πέπλο, τις παραδοξότητες και τις αγκυλώσεις, χωρίς όμως να αποκρύπτει τα προβλήματα της ρωσικής κοινωνίας των τελών του 19ου αιώνα. Οι σκηνοθέτες της παράστασης επιτυγχάνουν με λιτό, αλλά σαφή τρόπο, να δημιουργήσουν παραλληλίες με το σήμερα, ξεφεύγοντας της εντοπιότητας και καθιστώντας τη θεματολογία τόσο διαχρονική, όσο και παγκόσμια. Η σύγχρονη και φρέσκια ματιά των σκηνοθετών καθιστά τα μηνύματα του Ρώσου λογοτέχνη πιο επίκαιρα από ποτέ, ιδιαίτερα στην εποχή των social media και των κατασκευασμένων ειδήσεων: ενώ άλλοι άνθρωποι υποφέρουν και η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο, αυτοί συνεχίζουν ανενόχλητοι τη διασκέδασή τους, χωρίς καμία διάθεση ή πρόθεση να ταράξουν τη βολή και την άνεσή τους. Άλλωστε η συχνή άμεση απεύθυνση του Σεμιόν Σεμιόνιτς προς το κοινό, αφενός συμπεριλαμβάνει τους θεατές και αφετέρου, τους καθιστά συνένοχους, μέσω της απραξίας τους, των επί σκηνής τεκταινόμενων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι ηθοποιοί
Εξαιρετικός ο Αντώνης Χρήστου ως Σεμιόν Σεμιόνιτς και ως αφηγητής. Άμεσος, ισορρόπησε υπέροχα ανάμεσα στο ρόλο και τον αφηγητή, όπως επίσης στην κωμωδία και την ειρωνεία. Η ερμηνεία του απέπνεε φρέσκο αέρα, όπως και των άλλων τριών συμπρωταγωνιστών του. Η Ερατώ Μανδαλενάκη πάτησε υποκριτικά στο ρεαλισμό, χτίζοντας ωστόσο έναν απολαυστικό ρόλο, ο οποίος χάρισε αληθινή κωμωδία. Το ίδιο συνέβη και με τον Λάμπρο Γραμματικό, ιδιαίτερα όταν υποδύθηκε τον προϊστάμενο του δημόσιου υπαλλήλου, Ιβάν Ματβιέιτς, ο οποίος επίσης πυροδότησε την κωμωδία μέσα από την παραδοξότητα της δικής του ρεαλιστικής υποκριτικής, η οποία οδήγησε σε κωμική πρόσληψη, μέσα από την παραδοξότητα της αλήθειας του ρόλου. Τέλος, ο Ιβάν Ματβιέιτς της Μαρίας Μοσχούρη απέδωσε με ιλαρότητα, αλλά και τραγικότητα, ιδιαίτερα προς το τέλος, τον άνθρωπο, ο οποίος ενώ βρίσκεται εγκλωβισμένος, δεν υπάρχει κάποιος να τον βοηθήσει και όλοι τον εγκαταλείπουν, ο ένας μετά τον άλλον.
Οι Συντελεστές
Η λιτή, αλλά παράλληλα ευφάνταστη σκηνογραφία της Ελένης Νανοπούλου λειτούργησε ιδιαίτερα καλά στην παράσταση. Η σπειροειδής κατασκευή, η οποία παρέπεμπε άλλοτε στο εσωτερικό του κροκόδειλου και άλλοτε στις δαιδαλώδεις διαδρομές της γραφειοκρατίας της τότε (ή και της νυν;) ρωσικής (και όχι μόνον) κοινωνίας. Ταιριαστά στην παράσταση και το πνεύμα της ήταν επίσης τα κοστούμια (Όλγα Ευαγγελίδου) τα οποία έκλειναν το μάτι στον θεατή με το ρεαλισμό τους, αποτυπώνοντας την εικόνα του 19ου αιώνα, ενώ παράλληλα έπαιζαν και με σύγχρονες αναφορές. Τέλος, ο σχεδιασμός φωτισμών (Νίκος Βλασόπουλος) λειτούργησε επικουρικά μεν στα σκηνικά και τα κοστούμια, δημιουργώντας όμως ατμόσφαιρες στην παράσταση.
Εν κατακλείδι
Πρόκειται για μια φρέσκια παράσταση, με πολύ καλούς ηθοποιούς και ενδιαφέροντα μηνύματα. Με μοναδική παραφωνία το τέλος της παράστασης, το οποίο είναι ίσως περισσότερο φλύαρο από όσο θα χρειαζόταν, πρόκειται για μια αξιόλογη οπτική σε ένα κείμενο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, με παραλληλίες στο «εδώ» και το «τώρα» από έναν νεανικό και με αξιόλογη αισθητική και οπτική θίασο.
Photo Credit: © Karol Jarek
Διαβάστε επίσης:
Ο Κροκόδειλος, του Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Ορέστη και Δημήτρη Σταυρόπουλου στο Θέατρο Πόρτα