Μετά τη συναυλία-αφιέρωμα στο κίνημα του Μινιμαλισμού, το Ergon Ensemble, αυτή τη φορά, εστιάζει την προσοχή του σε μία από τις κορυφαίες μορφές της σύγχρονης μουσικής, στον Ιταλό Λουτσιάνο Μπέριο (1925-2003), καθώς και σε σημαντικούς ομότεχνούς του όπως οι Καστιλιόνι, Νταλλαπίκκολα και Φραντσεσκόνι. Η συναυλία του γνωστού μουσικού συνόλου, το οποίο συνεργάζεται με τη Διεθνή Ακαδημία του Ensemble Modern (IEMA) και το Φεστιβάλ Παξών, εντάσσεται στις εκδηλώσεις της Σειράς «Μουσικές του 20ού και 21ου αιώνα» και θα φιλοξενηθεί την Πέμπτη 5 Απριλίου (ώρα έναρξης: 20.30) στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος. Το Ergon Ensemble θα διευθύνει ο Γερμανός μαέστρος Χάρτμουτ Κάιλ. Συμπράττουν: η μέτζο σοπράνο Μαργαρίτα Συγγενιώτου και ο Ανδρέας Ρολάνδος Θεοδώρου, τρομπόνι.

Στη συναυλία μετέχουν οι μουσικοί: Χρυσή Δημητρίου, (φλάουτο), Χριστίνα Παντελίδου (όμποε), Κώστας και Σπύρος Τζέκος, (κλαρινέτο), Δημήτρης Ντακοβάνος (φαγκότο), Μάνος Βεντούρας (κόρνο), Θοδωρής Βαζάκας (κρουστά), Ai Motohashi (πιάνο), Στέφανος Νάσος (πιάνο), Γιώργος και Κώστας Παναγιωτίδης (βιολί), Παναγιώτης Τζιώτης (βιολί), Ali Başeğmezler (βιόλα), Αντώνης Πρατσινάκης (τσέλο), Δημήτρης Τραυλός (τσέλο) και Μαρία Μπιλντέα (άρπα).

Το Ergon Ensemble είναι ένα ευέλικτο σχήμα που συγκροτείται από έμπειρους μουσικούς. Στηρίζεται σε έναν βασικό πυρήνα καλλιτεχνών ο οποίος, αναλόγως με τις ανάγκες ενορχήστρωσης του ρεπερτορίου που παρουσιάζεται κάθε φορά, ενισχύεται από προικισμένους νεαρούς ερμηνευτές. Πρωτοεμφανίστηκε στο Φεστιβάλ Παξών το 2004, υποστηρίζεται από το Paxos Trust Festival και συνεργάζεται με την Διεθνή Ακαδημία του Ensemble Modern (ΙΕΜΑ) που εδρεύει στην Φρανκφούρτη. Υπεύθυνος του συγκροτήματος είναι ο Αλέξανδρος Μούζας. Σκοπός του συνόλου είναι η προώθηση των αριστουργημάτων της ελληνικής και ξένης σύγχρονης μουσικής και η παρουσίασή τους σε όσο το δυνατόν ευρύτερο ακροατήριο. Οι προσπάθειές του Ergon Ensemble στοχεύουν στην εξερεύνηση και ανάδειξη της μουσικής τού καιρού μας, μέσα από εκτελέσεις υψηλού επιπέδου, απολύτως πιστές στο «γράμμα του συνθέτη». Ως εγχώριο μουσικό σύνολο, με συγκριτικό πλεονέκτημα τη δυνατότητα της άμεσης πρόσβασης στη σύγχρονη ελληνική εργογραφία, αποβλέπει στην προώθηση της ελληνικής δημιουργίας στη διεθνή σκηνή. Έχει εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και σε άλλους χώρους λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές για την αρτιότητα των εκτελέσεών του. Οι προτεραιότητες του συνόλου, πέραν των συναυλιών, περιλαμβάνουν: δισκογραφία, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και παραγωγές που συνδυάζονται με άλλες μορφές τέχνης, όπως με τον χορό, το μουσικό θέατρο και τα πολυμέσα.

Πριν και  μετά τον Μπέριο


Νικολό Καστιλιόνι
(1932-1996) και Tropi για ενόργανο σύνολο (1960)  Το εναρκτήριο έργο της συναυλίας του Ergon Ensemble φέρει την υπογραφή του Μιλανέζου συνθέτη και πιανίστα Νικολό Καστιλιόνι, ο οποίος, κατά τη νεανική του ηλικία, επηρεάστηκε από τον νεοκλασικισμό του Στραβίνσκι και από τη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης. Στη συνέχεια της συνθετικής του πορείας, εγκατέλειψε τον εξπρεσιονισμό και εντρύφησε στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Ο Καστιλιόνι γνωρίστηκε με τον Μπέριο στα στούντιο ηλεκτρονικής μουσικής της Ιταλικής Ραδιοτηλεόρασης, από τον οποίο δέχθηκε ισχυρές επιρροές. Τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και η δεκαετία του ’60 τον βρίσκουν αρχικά στην Γερμανία και αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δίδαξε σύνθεση στα Πανεπιστήμια του Μπάφαλο, του Μίσιγκαν, του Σαν Ντιέγκο και του Σιάτλ, περίοδο κατά την οποία πήρε τις αποστάσεις του από την ευρωπαϊκή αισθητική. Επέστρεψε στην Ιταλία, το 1970, για να ασχοληθεί με τη διδασκαλία του μαθήματος της σύνθεσης σε ωδεία του Μιλάνου, του Κόμο και του Τρέντο και για να πειραματιστεί με τη χρήση τονικών υλικών στις δημιουργίες του. Ο Καστιλιόνι συνέθεσε το έργο Tropi  για φλάουτο, κλαρινέτο, βιολί, τσέλο, πιάνο και κρουστά, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Ντάρμσταντ. Η δημιουργία του αυτή είναι επηρεασμένη από τα κοντσέρτα του Βέμπερν, όπου η σχέση της παύσης με τις παροξυσμικά σύντομες νότες είναι ζωτικής σημασίας.

Λουίτζι Νταλλαπίκκολα (1904-1975) και Piccola musica notturna  για ενόργανο σύνολο (1961) Ο Νταλλαπίκκολα, που υπήρξε δάσκαλος του Μπέριο, ήθελε, στην αρχή της μουσικής του σταδιοδρομίας, να ασχοληθεί με το πιάνο σε σολιστικό επίπεδο. Όμως, τα σχέδια του ανατράπηκαν άρδην όταν άκουσε, σε ηλικία 20 ετών, τον ίδιο τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ να διευθύνει στην Φλωρεντία το έργο του « Pierrot lunaire ».  Κι έτσι, τον κέρδισε για πάντα η σύνθεση. Ωστόσο, η καλλιτεχνική του πορεία δεν ήταν ανέφελη λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, παρότι η όπερά του «Νυχτερινή πτήση», που βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Σαιντ-Εξυπερύ, του χάρισε αναπάντεχη δημοτικότητα. Στη  δεκαετία του 1950, ο Νταλλαπίκκολα σύσφιγξε τους δεσμούς του με τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου είχε αναλάβει καθήκοντα διδασκαλίας, ενώ παράλληλα τα έργα του παρουσιάζονταν πλέον σε όλη την Αμερική. Υπήρξε ανάμεσα στους πρώτους Ιταλούς συνθέτες που ενστερνίστηκαν και αφομοίωσαν τις αρχές του Σαίνμπεργκ, κάνοντας χρήση όλων των μεταγενέστερων σειριακών τεχνικών.

Ο τίτλος Piccola musica notturna θυμίζει τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική του Μότσαρτ, αν και το περιεχόμενο της σύνθεσης δεν παραπέμπει τόσο στην παρτιτούρα του μεγάλου Αυστριακού όσο στα ατμοσφαιρικά νυχτερινά τοπία του Μπάρτοκ. Το απόκοσμο και μοναχικό μουσικό σκηνικό του κομματιού υποβάλλεται από τους στίχους του ποιήματος «Καλοκαιρινή νύχτα»του Ισπανού ποιητή Αντόνιο Ματσάδο, το οποίο παραθέτει ο συνθέτης στην αρχή της παρτιτούρας του, μια παρτιτούρα που χαρακτηρίζεται από υπερφυσική λεπτότητα και ποιητική εκφραστικότητα. Η σύνθεση αποτελεί παραγγελία του μεγάλου υποστηρικτή της σύγχρονης μουσικής Χέρμαν Σέρχεν για το  Φεστιβάλ «Jeunesse Musicale» (1954, Ανόβερο). Άλλωστε, σε αυτόν είναι αφιερωμένη.

Λούκα Φραντσεσκόνι (γεν. 1956) και Da capo II για οκτώ όργανα (2007) Μαθητής και βοηθός επί τέσσερα χρόνια του Μπέριο αλλά και του Στοκχάουζεν, ο πολυβραβευμένος Λούκα Φραντσεσκόνι σπούδασε σύνθεση και τζαζ στην Ιταλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει τιμηθεί με πολυάριθμα διεθνή βραβεία σε διάφορες χώρες αλλά και στην πατρίδα του, όπου ίδρυσε το 1990  το κέντρο Agon Acustica Informatica Musica (Μιλάνο) για τη μουσική παραγωγή και έρευνα και τις νέες τεχνολογίες. Μέχρι στιγμής έχει συνθέσει περισσότερα από 70 έργα, τα οποία παρουσιάζονται συχνά σε όλο τον κόσμο από διακεκριμένους μουσικούς και ορχήστρες διεθνούς φήμης. Ο Ιταλός δημιουργός έχει στο ενεργητικό του συνεργασίες με την ορχήστρα της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης, την Κοντσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ, την Φιλαρμονική του Μπέργκεν, την Σκάλα του Μιλάνου, την Όπερα «Σαν Κάρλο» της Νάπολης, κ.ά. Πολλά έργα του αποτελούν παραγγελίες σημαντικών καλλιτεχνικών και οπτικοακουστικών φορέων. Ο Φραντσεσκόνι έχει διακριθεί ακόμη για την πρωτοτυπία των οπερατικών συνθέσεών του, στις οποίες χρησιμοποιεί πολυμέσα, μετασχηματισμούς βίντεο, ζωντανό ήχο, καθώς και άλλα σκηνικά και τεχνολογικά ευρήματα. Η παιδαγωγική του δραστηριότητα είναι πλούσια και διεθνής, όπως άλλωστε και η δραστηριότητά του ως αρχιμουσικού. Είναι πρόεδρος του Τμήματος Σύνθεσης της Ανώτερης Μουσικής Σχολής του Μάλμε της Σουηδίας.
Η αρχική μορφή του Da capo γράφτηκε τη διετία 1985-86 για ενόργανο σύνολο. Στόχος του Φραντσεσκόνι  ήταν να μετατρέψει τη σύνθεσή του σε μια «ζωγραφική χειρονομία», η ενέργεια της οποίας, όπως εξηγεί ο ίδιος, «ξεδιπλώνεται και εξελίσσεται σταδιακά από το αόριστο προς το συγκεκριμένο και προς μία μεγάλη επιβράδυνση του χώρου και του χρόνου».

Λουτσιάνο Μπέριο (1925-2003)
Ricorrenze (1987) για κουιντέτο πνευστών, Sequenza V (1966) για σόλο τρομπόνι και
O King (1968) για φωνή και πέντε εκτελεστές

Όλο το δεύτερο μέρος της συναυλίας του Ergon Ensemble είναι αφιερωμένο στον Λουτσιάνο Μπέριο, που συνιστά αναντίρρητα μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της διεθνούς μουσικής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα. Ήταν γόνος καλλιτεχνικής οικογένειας και, παρά τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν στην Ιταλία κατά τους πρώτους μεταπολεμικούς χρόνους, ο Μπέριο κατάφερε να μπει το 1954 στο Ωδείο Βέρντι του Μιλάνου όπου μελέτησε σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας. Με υποτροφία του Ιδρύματος Κουσεβίτσκυ συνέχισε τις σπουδές του με τον Νταλλαπίκκολα στην Μασσαχουσέτη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες μυήθηκε στην ηλεκτρονική και ηλεκτροακουστική μουσική, αφού προηγουμένως είχε ασχοληθεί με τον σειραϊσμό. Επιστρέφοντας στο Μιλάνο, ίδρυσε το 1955 το Studio di Fonologia της Ιταλικής Ραδιοτηλεόρασης με το οποίο συνεργάστηκαν, μεταξύ άλλων, οι Νόνο, Κέιτζ, Πουσσέρ και άλλοι. Ένα χρόνο αργότερα, ο Μπέριο δίδαξε στην Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες (Χάρβαρντ, Τζούλλιαρντ, κ.ά.).

Τη δεκαετία του ’60 μελέτησε έθνικ και παραδοσιακές λαϊκές μουσικές, τα τραγούδια των Beatles, το ιαπωνικό θέατρο Νο και πολλές άλλες μορφές τέχνης. Από το 1974 έως το 1980 διετέλεσε διευθυντής του ηλεκτροακουστικού τμήματος του γαλλικού μουσικοερευνητικού κέντρου IRCAM, κατόπιν πρόσκλησης του Πιερ Μπουλέζ. Το 1987 ίδρυσε ένα νέο φορέα μουσικής έρευνας και νέων τεχνολογιών στην Φλωρεντία. Ασχολήθηκε με πολλά μουσικά είδη, έγραψε αρκετές όπερες και επεξεργάστηκε για καιρό το προβληματικό φινάλε της όπερας «Τουραντότ» του Πουτσίνι το οποίο και παρουσίασε το 2002. Ο πολυβραβευμένος συνθέτης και πανεπιστημιακός διδάσκαλος συνέθετε διαρκώς, σχεδόν μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.

Αναφορικά με το κουιντέτο πνευστών Ricorrenze, o Μπέριο σημειώνει: «είναι η ανάπτυξη ενός σπόρου που φυτεύτηκε την άνοιξη του 1985 για τα εξηκοστά γενέθλια του Πιέρ Μπουλέζ. Αυτός ο σπόρος που ονομαζόταν Γη ζεστή (από τον φερώνυμο τίτλο της λιθογραφίας του Ντυμπυφέ) έχει πλέον βλαστήσει». Το έργο γράφτηκε για φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, κόρνο και φαγκότο και παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρώτη τον Απρίλιο του 1988 στο Παρίσι.

Με την Sequenza V (1966) για σόλο τρομπόνι, ο Λουτσιάνο Μπέριο παρακολουθεί την αρμονική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον δεξιοτέχνη και στο όργανο μεταμορφώνοντάς τη σε ένα θέατρο φωνητικών και οργανικών χειρονομιών, καθώς ο τρομπονίστας πρέπει να κάνει ταυτόχρονα δύο πράγματα: να παίζει και να τραγουδά. Επί της ουσίας, πρόκειται για έναν προσωπικό φόρο τιμής του Μπέριο στον ιδιόρρυθμο γείτονά του Αντριάνο Βέταχ, κατά κόσμον Γκροκ, ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος μεγαλύτερος κλόουν του 20ού αιώνα. Ο Γκροκ έμενε κοντά στον Μπέριο και σημάδεψε την παιδική ηλικία του Ιταλού συνθέτη.

Το τελευταίο έργο της βραδιάς, που τιτλοφορείται O King και προορίζεται για μετζοσοπράνο, κλαρινέτο, βιολί, τσέλο και πιάνο, αποτελεί φόρο τιμής στον αφροαμερικανό πολιτικό Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Το κείμενο αποτελεί απλή εκφορά του ονόματός του μαρτυρικού πάστορα. Το έργο ερμηνεύθηκε για πρώτη φορά στο Μέιν των Ηνωμένων Πολιτειών το 1968 (έτος δολοφονίας του Κινγκ στο Μέμφις του Τενεσσί). Στην παρουσίασή του έργου στο Μέγαρο, τα φωνητικά μέρη θα αποδώσει η μέτζο Μαργαρίτα Συγγενιώτου.