Πρόκειται για μια σειρά νέων, ευφάνταστων έργων που δημιούργησε η Εριέττα Βορδώνη τα δύο τελευταία χρόνια και λειτουργούν «σαν φυλαχτά για όποιον τα έχει στον χώρο του και μπορεί να τα χαίρεται καθημερινά», όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει στο κείμενο του στον κατάλογο της έκθεσης ο ιστορικός τέχνης Χριστόφορος Μαρίνος.
Με σαφείς αναφορές στην επικούρεια φιλοσοφία, τις οποίες ενσωματώνει περίτεχνα στους «καμβάδες» της, η Εριέττα Βορδώνη αναζητά το αληθινό νόημα της ζωής. Τα έργα της αποπνέουν γαλήνη, έχουν θεραπευτική επίδραση στον αποδέκτη τους και χαρακτηρίζονται από διάθεση απόδρασης σε έναν ονειρικό κόσμο, όπου κυριαρχεί η αρμονία, η ανθρωπιά, το συναίσθημα, η αγάπη, η ευφροσύνη και η αγαλλίαση.
«Σκοπός μου, μέσα από τη δουλειά μου, είναι να εναρμονιστούμε όσο το δυνατόν περισσότερο με την αντιφατική, μετέωρη πραγματικότητά μας διατηρώντας τις ισορροπίες μας – γι’ αυτό παντρεύω διαφορετικά υλικά. Για εμένα η τέχνη είναι κάθαρση και γιατρειά, όπως ήταν εδώ και χιλιετηρίδες», σημειώνει η Εριέττα Βορδώνη και συνεχίζει:
«Καθώς ζωγραφίζω το φως μέσα μου και γύρο μου πυκνώνει, γίνεται έντονο, αποκαλυπτικό, συμπαρασύρει όλες τις αισθήσεις μου, με μαγεύει …! Οι άνθρωποι, τα σχήματα, η φύση όλη, κολυμπούν μέσα του. Έρχεται η κορύφωση!!!»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Η ζωγραφική της Βορδώνη προειδοποιεί και προστατεύει… Η ζωγραφική της είναι ανθρωπιστική με έντονη μεταφυσική διάθεση. Είναι μια ζωγραφική με οραματικό χαρακτήρα που βασίζεται στην ενσυναίσθηση και αποστρέφεται τον εγωκεντρισμό…», γράφει ο Χριστόφορος Μαρίνος και συνεχίζει: «Αν θέλαμε να αποδώσουμε συνοπτικά το βασικό γνώρισμα της ζωγραφικής της Εριέττας Βορδώνη, θα λέγαμε ότι είναι η αναζήτηση της αρμονίας σε έναν μονοδιάστατο κόσμο όπου κυριαρχούν η αμετρία, η εγωπάθεια και η απληστία. Το έργο της χαρακτηρίζεται από στοχαστική διάθεση, διαλογικότητα, (συγκρατημένο) ερωτισμό, τρυφερότητα και λυρισμό (σκέφτεται κανείς τον Marc Chagall). Για τη Βορδώνη το ιδεώδες της ομορφιάς δεν είναι μια αφηρημένη -και παρεξηγημένη στις μέρες μας- ιδέα· αντιθέτως, αποτελεί βασικό συστατικό της τέχνης και συμβάλλει στην κατανόησή της. Και είναι αυτό ακριβώς το ιδεώδες που διατρέχει τη ζωγραφική της Βορδώνη, μια ζωγραφική καμωμένη με ιδιαίτερη ευαισθησία, φροντίδα και αφοσίωση.»
«Παρατηρώντας τα έργα της Εριέττας αισθάνεσαι να πηγάζει μια δύναμη εσωτερική, ένα δυσθεώρητο βάθος και ένα φως που μπορεί να σου κόψει την ανάσα…», σημειώνει η Αναστασία Παπαμανώλη.
«Το χρώμα -πάνω απ’ όλα- στη ζωγραφική της Εριέττας Βορδώνη αποκαλύπτει, ξεδιπλώνει μυστικά μορφών, ιδέες που συνθέτουν πολλές φορές μια υπόγεια δραματουργία. Το σχήμα δεν είναι ευκρινές, φανερώνεται πάντα με κάποιο υπονοούμενο: υποψίες και ψίθυροι σκέψεων, στιγμιαίες εντυπώσεις οι οποίες προέρχονται από τον υπαρκτό κόσμο, για να μετουσιωθούν σε μια ιδιάζουσα μεταφυσική. Τα μοντέλα, είτε είναι άνθρωποι, άλογα, δέντρα, φυτά ή απλώς ένα κάθισμα κάπου, μεταξύ χάους και υπαρκτού τοπίου (ανάμνηση τοπίου), περιλούζονται από το διάχυτο φως των χρωμάτων της», γράφει στο δικό του σημείωμα ο δραματουργός, σκηνοθέτης, ποιητής, βραβευμένος με το βραβείο δραματουργίας Κάρολος Κουν 2021, Χριστόφορος Χριστοφής και συνεχίζει:
«Παρακολουθώ τις μεταμορφώσεις της Εριέττας Βορδώνη πολύ καιρό τώρα, από τα χρόνια του Παρισιού, στα τέλη του 20ού αιώνα, και αναρωτιέμαι πώς τα καταφέρνει να συνδυάζει τον μετα-ιμπρεσιονισμό, τον εξπρεσιονισμό και την ποιητική αλληγορία!… Οι πρόσφατες δημιουργίες της ξεδιπλώνουν επικές εικόνες… Η δημιουργός Εριέττα Βορδώνη μας οδηγεί σε νέες σκέψεις μυστήριου και αινιγμάτων. Το εικαστικό αποτέλεσμα και η «συγκομιδή» των έργων της μου προκαλεί να σκεφτώ κάποιους παραλληλισμούς με άλλες φυσιογνωμίες της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, ιδίως των Γάλλων μετα-ιμπρεσιονιστών Pierre Bonnard (στην ιδιορρυθμία των ρευστών χρωμάτων σε κλειστούς χώρους) και Edouard Vuillard, στην απόδοση των χρωμάτων της φύσης (ο κήπος του Επίκουρου) με τεχνοτροπία δική της, καθαρά προσωπική, αντισυμβατική και παιγνιώδη. Τέλος, αν θα θέλαμε να συνοδέψουμε τα έργα της με μουσική, νομίζω πως ο Igor Stravinsky θα ήταν ιδανικός: πολύμορφος εικονοποιός του υποσυνείδητου», καταλήγει ο Χριστόφορος Χριστοφής.