Του Γιάννη Αντωνιάδη
Αναμφισβήτητα είναι πολλά τα βιβλία που έχουν ως θεματική τους την τραγική περίοδο του ναζισμού και πολλές φορές εκφράζουμε την αποστροφή μας σε μία νέα προσέγγιση ή καταγραφή γεγονότων μέσα από μία μυθιστορηματική αφήγηση γιατί την κρίνουμε ως ξαναζεσταμένο φαγητό, κοινώς ως μία από τα ίδια. Συμβαίνει όμως το βιβλίο που πρόκειται να σας παρουσιάσω να έχει μία ιδιαιτερότητα και μία πρωτοτυπία τόσο στην γραφή του όσο και στην ιστορία του. Έχει μία ατμοσφαιρικότητα και μία παράθεση ιστορικών σημείων που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας ήδη από την πρώτη σελίδα. Η ανάγνωση είναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση και δεν σκοπεύω να σας παρασύρω σε κάτι που ενδεχομένως συγκίνησε μόνο εμένα. Σας προσκαλώ όμως να δοκιμάσετε εμένα και την κρίση μου διαβάζοντας το «Στον κήπο με τα θηρία». Που ξέρετε μπορεί και τα θηρία να σας εξάψουν τον κήπο της φαντασίας σας!
Ο Έρικ Λάρσον – καμία σχέση με τον Στιγκ Λάρσον (Κορίτσι με το τατουάζ) – έχει την ικανότητα να μας δίνει μια εικόνα του μεσοπολέμου και να μας μετατρέπει όχι μόνο σε αναγνώστες αλλά και σε συμπρωταγωνιστές μίας δύσκολης ιστορίας μιας εξ ίσου δύσκολης εποχής. Η ιστορία του εστιάζεται στον πρέσβη Ντοντ, ο οποίος, ως απεσταλμένος του προέδρου Ρούζβελτ στο Βερολίνο σε μία ταραγμένη περίοδο για το παγκόσμιο γίγνεσθαι, καλείται να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά. Η επιλογή του πρέσβη εκείνη την εποχή δεν μοιάζει σε τίποτα με την σημερινή, όπου η αποστολή και η εγκατάσταση ενός πρέσβη σε μία χώρα μπορεί να έχει μόνο προσωπικές προτιμήσεις και να εκφράσει τα πολιτικά τερτίπια των εκάστοτε κυβερνήσεων που είναι αν μη τι άλλο ανθρώπινα και λογικά. Ο Λάρσον μας περιγράφει τις κρίσιμες στιγμές επιλογής ενός ανθρώπου, ο οποίος καλείται να εκπροσωπήσει μία χώρα, την Αμερική, σε μία χώρα, την Γερμανία όπου η σκληρότητα, η βαναυσότητα και οι ακρότητες είναι καθημερινό φαινόμενο και τείνει να καταστεί μη αντιμετωπίσιμη.
Βρισκόμαστε στο 1933 λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τα πολιτικά μαγειρέματα στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό δίνουν και παίρνουν. Ο αδύναμος πρόεδρος Χίντεμπουργκ δεν μπορεί να ελέγξει το αντισημιτικό κύμα που πρόκειται να ξεσπάσει και οι εκδηλώσεις και οι αντιδράσεις κατά Εβραίων από όπου και αν προέρχονται έχουν θορυβήσει όλες τις ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών για αυτό που πρόκειται να επακολουθήσει και που μας είναι πια ευρέως γνωστό. Ο πρέσβης Ντοντ λοιπόν, ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, συγκαταβατικός, συναινετικός και ψύχραιμος στέλνεται στο Βερολίνο για να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Μαζί του θα πάρει και την οικογένειά του ως είθισται και εκεί θα ψάξει να βρει ισορροπίες για να μπορέσει και να σταθεί επάξια στην θέση που του έχουν αναθέσει χωρίς να βάλει σε κίνδυνο την γυναίκα του και τα παιδιά του. Θα βρεθεί μόνος του απέναντι σε αξιωματούχους αδιάλλακτους που θα πρέπει να αντιμετωπίσει, θα δέχεται πιέσεις από αυτούς για να μην αντιδρά στις συνεχείς ατιμώσεις τις οποίες υπομένουν Αμερικανοί υπήκοοι και το χειρότερο είναι πως ξέρει καλά ότι τα διαβήματά του προς τον Χίτλερ και τους υφιστάμενούς του για τα ατοπήματα και τις κακές συμπεριφορές προς Εβραίο-Αμερικανούς πολίτες δεν θα βρίσκουν μάλλον κανένα αντίκρισμα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η ιστορία όμως περιέχει και έντονο ρομαντικό στοιχείο μιας και η κόρη του Πρέσβη, η Μάρθα εμπλέκεται σε έρωτες και κρυφά ραντεβού με διαφόρων ειδών άντρες του καθεστώτος ή μη, ανάμεσα στους οποίους και ένας Ρώσος ονόματι Μπόρις, τον οποίο ερωτεύεται σφόδρα. Έχει έντονη επικοινωνία με Γερμανούς υψηλά ιστάμενους και συναντά μάλιστα και τον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος μαγεύεται από την ομορφιά της. Η παρουσία αυτή της Μάρθας «ενοχλεί» τον πατέρα της, καθώς η έντονη συναισθηματική και ερωτική της δραστηριότητα ανατρέπει ενίοτε την ισορροπία που ο ίδιος προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει. Η Μάρθα θυμίζει μία άλλη Μάτα Χάρι, ίσως και μία Ρίφενσταλ (σκηνοθέτης που έδρασε την περίοδο του Μεσοπολέμου, αγαπήθηκε από το καθεστώς αλλά μισήθηκε έντονα από τους υπόλοιπους) και είναι μία γυναίκα πολύ δυναμική, η οποία θέλει σε κάθε περίπτωση να δηλώνει παρούσα στις εξελίξεις μακριά όμως από τα πολιτικά δρώμενα και χωρίς να αναμειγνύεται σε αυτά. Απλά και ενδόμυχα ίσως προσπαθεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον όσων περισσότερων αντρών γίνεται και να κερδίσει και μία θέση στην πολύ διαταραγμένη βερολινέζικη κοινωνία.
Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να μην είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, διαθέτει όμως όλα εκείνα τα στοιχεία για να μας τραβήξει την προσοχή όπως κάνει σε ένα παιδάκι ένα καλό παραμύθι. Είναι σύνηθες εξάλλου οι μελετητές της ιστορίας όπως ο Λάρσον, οι οποίοι δεν επιθυμούν να συγγράψουν ένα αμιγώς ιστορικό βιβλίο, το οποίο δεν θα έχει απήχηση στο ευρύ κοινό καταφεύγουν στην εξιστόρηση μιας άγνωστης πλευράς της ιστορίας διανθίζοντάς την με ερωτισμό και έτσι κατορθώνουν να μας διδάξουν ιστορία μέσα από ένα άλλο πρίσμα, λιγότερο κουραστικό αλλά ελκυστικό για τον μέσο αναγνώστη. Αυτό το επιτυγχάνει ο Λάρσον για αυτό και το βιβλίο αυτό αξίζει να οριστεί ως λογοτεχνικά ιστορικό, η ματιά από την οποία βλέπει τα πράγματα έχει το συναίσθημα που αρκεί για να ζήσουμε την εποχή εκείνη.
Προσωπικά θεωρώ πως η ιστορία και κυρίως η πρόσφατη έχει πολλές διαστάσεις και πτυχές και κάθε τέτοια προσπάθεια που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, τα οποία καταγράφονται με σαφήνεια και ακρίβεια μπορεί να μας κάνει να αναθεωρήσουμε τα μέχρι στιγμής δεδομένα που έχουμε στο μυαλό μας. Το μόνο σίγουρο είναι πως το Τρίτο Ράιχ παίρνει και πάλι μορφή μέσα από το βιβλίο του Λάρσον και επιβεβαιώνεται το αδυσώπητο και το σκοτεινό πρόσωπο του ναζιστικού καθεστώτος που μόνο δυστυχία έφερε σε μία ήδη δύσκολη ιστορική συγκυρία μιας και οι μνήμες από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν ακόμα νωπές. Σας αφήνω λοιπόν να περιηγηθείτε νοερά στην εποχή σχηματίζοντας εικόνες και περιπλανώμενοι στους δρόμους της ιστορίας που τόση μαγεία κρύβει.