“Το μυθιστόρημα αυτό ολοκληρώθηκε στο μοναστήρι Neuville, στο Pas-de-Calais. Ευχαριστώ όλη την ομάδα που με υποδέχθηκε εκεί. Αφού υπήρξε μοναστήρι, το μέρος αυτό αργότερα μετατράπηκε σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, και σήμερα φιλοξενεί συγγραφείς. Μοναχοί, τρελοί, συγγραφείς – δεν είναι πάντα, λίγο πολύ, το ίδιο πράγμα;” αναρωτιέται η συγγραφέας Φλοράνς Νουαβίλ. Πόσοι και πόσοι δημιουργοί είχαν πράγματι αγγίξει τα όρια της τρέλας στο δρόμο για την επίτευξη των καλλιτεχνικών τους ανησυχιών και την έκφραση των πιο μύχιων αγωνιών τους; Μπορεί κάποιος να παραθέσει πλείστα ονόματα. Ασκώντας η ίδια το επάγγελμα ή καλύτερα το λειτούργημα της δημοσιογραφίας και βέβαια συγγραφέας, μέσω της πρωταγωνίστριάς της Λώρα, διεισδύει με τη βοήθεια της επιστήμης της ψυχιατρικής στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής θυμίζοντάς μας τον Τσέχοφ.
Ειδικά μέσω των περιπτώσεων που εξετάζει ο περίφημος ψυχίατρος Κλεραμπώ ειδικευμένος σε φρενοβλαβείς και ασθενείς με παραληρήματα πάθους, τα οποία και αναφέρονται στο μυθιστόρημα, η συγγραφέας θα αναφερθεί στην παθολογική σχέση ερωτομανίας που δέχεται η πρωταγωνίστριά της από την Κ. Παραθέτοντας και άλλα παραδείγματα ερωτομανίας που οδηγούν σε απρόβλεπτες καταστάσεις και συνέπειες, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μία πραγματικότητα που είναι εντός των όσων συμβαίνουν στην κανονική ζωή χωρίς καμία δόση ωραιοποίησης ή υπερβολής.
Μία επικίνδυνη σχέση
Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος για να υπερασπίσει την επιθυμία του να συσχετιστεί ερωτικά με το πρόσωπο που λαχταρά; Πόσο επικίνδυνος μπορεί να καταστεί εκείνος που επιθυμεί και πόσο ευάλωτος και απειλημένος μπορεί να αισθανθεί εκείνος που δέχεται τα βέλη της επιθυμίας αυτής; Αυτό πραγματεύεται η συγγραφέας, εκεί εστιάζεται η πάλη ανάμεσα στις δύο πλευρές σε αυτή την αντιπαλότητα με το βλέμμα στραμμένο στον υπόγειο πόλεμο μεταξύ φωνής και σιωπής. Η ερωτομανία της Κ. διατρέχει το είναι της, την κυριεύει, την θολώνει και της ξυπνάει τα πιο άγρια ένστικτα πόθου, τέτοια που η Λώρα νιώθει πως βάλλεται από ένα θηρίο έτοιμο να την κατασπαράξει και για αυτό εξαφανίζεται μήπως και μπορέσει να διασώσει ότι σώζεται από την κυριαρχία της προσωπικότητάς της, από την ύπαρξή της. Καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης θύμα και θύτης έρχονται αντιμέτωπες η μία με τον αρρωστημένο πόθο της και την με κάθε τρόπο έκφραση αυτού ενώ η άλλη επιχειρεί με κάθε τρόπο να αποκρούσει τον ορυμαγδό των ερωτικών μηνυμάτων που σαν χείμαρρος καταφθάνουν. Η Κ. είναι μία από αυτές τις ασθενείς που βιώνουν την απόρριψη ως μία τόνωση για μεγαλύτερη επιμονή και υπομονή, δεν λυγίζει σε καμία περίπτωση, δεν εγκαταλείπει τον στόχο της, δεν παραιτείται της επιθυμίας της.
Η ανατομία της σχέσης
Τελικά ποια είναι τα αίτια μιας τέτοιας ερωτικής σύγκρουσης; Από πού πηγάζει η ανεξήγητη συμπεριφορά της Κ. αφού η Λώρα ποτέ δεν της έδωσε ποτέ το δικαίωμα να ελπίζει πως κάτι θα μπορούσε να συμβεί ανάμεσά τους; Όλα είναι στο μυαλό της Κ. και κινείται από παραφροσύνη και ψύχωση έναντι του αντικειμένου του πόθου της. Πώς θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει αυτή την αντίδραση, αυτό το παραλήρημα και την δίχως άλλο ασίγαστη και φλογερή επιθυμία; Η Κ. νιώθει ισχυρή και κυρίαρχη ενώ η Λώρα αδύναμη και ευάλωτη. Η πρώτη περιμένει ένα νεύμα, το παραμικρό “παραστράτημα” ή λάθος από τη δεύτερη για να ορμήσει με νύχια και με δόντια στο θύμα της. “Η παραμικρή μη λεκτική επικοινωνία – μία κίνηση, ένα βλέμμα, ένα πετάρισμα του ματιού – ενεργοποιεί το παραλήρημα. Λοιπόν, όταν βρίσκεσαι σ’ ένα τέτοιο αδιέξοδο, σε διακατέχει κάτι πρωτόγονο. Μια επιθετικότητα που βγαίνει μέσα από το σωθικά σου. Εκείνη η οργή που σε κατακλύζει όταν η αποτυχία του λόγου δεν σου αφήνει πια άλλη διαφυγή από τη βία. Το ουρλιαχτό”. Η επιθυμία δεν θέλει πολύ για να μεταφραστεί σε απειλή, σε κίνδυνο πραγματικό αφού η Κ. φέρεται εντελώς αλλόκοτα και επιζητά έστω ένα δείγμα αναγνώρισης της επιθυμίας της και βέβαια είναι ικανή να φτάσει στα άκρα για να επιτύχει τον στόχο της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι η εμμονή της Κ. να μετατραπεί σε εμμονή της εμμονής για τη Λώρα, η ίδια να είναι εγκλωβισμένη σε μία κατάσταση αδιέξοδη και να αναγκαστεί να αλλάξει ακόμα και ήπειρο για να βγει μια και καλή από το τέλμα της επικίνδυνης αυτής σχέσης. Με κόστος θα το κάνει, με βάσανο ψυχής αφού πρέπει να αρνηθεί τη ζωή που μέχρι πρότινος είχε χτίσει, να εγκαταλείψει τον Εντουάρντο και να ξεκινήσει από την αρχή καθώς γνωρίζει καλά πως η παραμονή στο ίδιο περιβάλλον με την Κ. είναι πλέον κάτι παραπάνω από ριψοκίνδυνο. “Είχαμε μιλήσει για εμμονικές διαταραχές, για τον ψυχαναγκασμό, και ήταν η στιγμή που θα τον ρωτούσα πώς εξηγείται επιστημονικά ότι η εμμονή της Κ. μου δημιουργεί εμμονή σε σημείο να φτάνω να γίνω εμμονική με την ιδέα ότι η εμμονή της μου δημιουργεί εμμονή!”. Κοιτώντας όμως και από την άλλη πλευρά και όχθη του ποταμού τι συμβαίνει όταν ο επιτιθέμενος χάνει από προσώπου γης το στόχο του και δέχεται ξαφνικά και απρόοπτα μηνύματα πόθου από εκείνη που κάποτε δεν απαντούσε ούτε σε ένα από τα δικά της, θα επιστρατεύσει τη λογική ή θα χαθεί στα ερωτήματα και τις απορίες; Με ποιον τρόπο θα το διαχειριστεί και πόσο μία επικείμενη συνάντηση μπορεί να καταστεί θανάσιμη για κάποια από τις δύο;
Αποσπάσματα
“Είμαι φυλακισμένη στο μυαλό μιας άλλης. Φοβάμαι τι μπορεί να κάνει αυτό το μυαλό στο δικό μου”.
“Ο θάνατος. Τον δίνεις ή σου τον δίνουν. Η μόνη διέξοδος. Η τελεία”.