Υπάρχει ένα παιχνίδι που παίζω με την δισκοθήκη μου. Ή μάλλον, δεν ξέρω αν είναι σωστό να το πω παιχνίδι. Είναι περισσότερο τρόπος χρήσης της. Έχει ενδιαφέρον να σας το περιγράψω και θα το κάνω στο επόμενο κείμενο της στήλης. Για το σημερινό όμως κείμενο αρκεί για αρχήνα σας πω ότι την τελευταία φορά που έπαιξα αυτό το παιχνίδι έπεσα πάνω στη Λάσπη.
Είχα σχηματισμένη από τότε γνώμη για το άλμπουμ αυτό. Από τότε που έπεσε στα χέρια μου. Είχε κυκλοφορήσει από την Hitch-Hyke το 2002, χρονιά που ετοιμαζόμουν να μπω στο στούντιο για το 3ο προσωπικό μου άλμπουμ Και Μετά; που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά. Η Λάσπη ήταν ένα άλμπουμ συνεργασίας της Μαρίας Αριστοπούλου με τον Ηλία Τσαγκάρη, ο οποίος είχε έντονη δραστηριότητα εκείνα τα χρόνια σε σχήματα όπως Νότιος Ήχος, Άλλα Μαντάτα, στους βραχύβιους Dubient και άλλα.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε που βγήκε το είχα ακούσει κάποιες λίγες φορές. Από επιλογή, επειδή κάποιος/κάτι μου το θύμισε κλπ. Αυτή τη φορά «κλήρωσε» να το ακούσω χωρίς αφορμή, μέσα από την διαδικασία του «παιχνιδιού» που ανέφερα παραπάνω και θα σας περιγράψω την επόμενη φορά. Είχα να το ακούσω πολλά χρόνια.
Για αρχή να πω ότι η ακρόαση άλλαξε κατά τι, τη γνώμη που είχα για το άλμπουμ. Το εκτίμησα περισσότερο από ότι στην εποχή του. Αλλά δεν θα ήθελα να σταθώ σε αυτό, όσο στις σκέψεις που πυροδότησε η ακρόαση.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τότε υπήρξε μια φουρνιά. «Τότε», δηλαδή στα πολύ τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1990 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000. Ήμασταν μια φουρνιά δημιουργών όπως ο Τσαγκάρης (η ακρόαση του Λάσπη του οποίου έδωσε την αφορμή για αυτές τις σκέψεις), ο υπογράφων με τα πρώτα τρία άλμπουμ μου επίσης στην Ηitch-Hyke, ο Μανώλης Αγγελάκης και ο Αντώνης Λιβιεράτος στην ίδια εταιρεία, η Κρίστη Στασινοπούλου από την συνεργασία της με τον Στάθη Καλυβιώτη και πέρα (στη Lyra), η Μαρία Βουμβάκη με το – άδικα παραγνωρισμένο – εξαιρετικό άλμπουμ της «Το Τερραίν του Παραδείσου» στον Σείριο, ο Ντίνος Σαδίκης που ακόμη τότε δεν ξέραμε ότι κρύβονταν μέσα στο συγκρότημα- μυστήριο της εποχής, τους Εν Πλω και άλλοι αρκετοί που δεν μου έρχονται στο νου αυτή τη στιγμή (και αυτό, ναι, είναι πρόβλημα).
Υπήρξε μία φουρνιά λοιπόν, που για πρώτη φορά έβαλε τον ελληνικό στίχο στο τραπέζι με έναν τρόπο που το αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε «έντεχνο», ούτε «ροκ», ούτε πολύ περισσότερο «ποπ». Δεν χώραγε σε καμία ήδη υπάρχουσα ταμπέλα, όχι από επιτήδευση, αλλά επειδή ακριβώς ήταν κάτι δημιουργικό και καινούργιο. Δημιουργοί που παρά το γεγονός ότι παρακολουθούσαν στενά το διεθνές μουσικό γίγνεσθαι, ίσως μάλιστα στενότερα από όσο το ελληνικό αντίστοιχο, εκφράστηκαν δημιουργώντας πράγματα που διαλέγονταν τόσο με τις αναζητήσεις τις διεθνούς μουσικής σκηνής όσο και με την ελληνική μουσική παράδοση και την ελληνική σκηνή γενικότερα. Αυτό συνέβαινε όμως με έναν τρόπο που δεν φαίνονταν οι «ραφές». Μακριά από λογικές και πρακτικές – και εδώ θα χρησιμοποιήσω, χάριν επιχειρήματος, ένα εσκεμμένα υπεραπλουστευτικό παράδειγμα – βορειοηπηρώτικο κλαρίνο πάνω από techno beat.
Είχε συμβεί και στο παρελθόν κάτι ανάλογο φυσικά, σε προηγούμενες δεκαετίες, αλλά σε εκείνες τις περιπτώσεις το διακύβευμα ήταν περισσότερο το πώς θα «εκσυγχρονιζόταν» η ελληνική μουσική πραγματικότητα (βλέπε τα πρώιμα ροκ σχήματα με ελληνικό στίχο) ή η τελείως προσωπική εκφραστική γλώσσα, όπως για παράδειγμα συνέβη με την Λένα Πλάτωνος.
Εκείνη τη φορά συνέβαινε διαφορετικά. Εκείνη την φορά δεν ήταν ούτε «ροκ», ούτε «έντεχνο», ούτε οποιοδήποτε «File Under» που λένε και στη διεθνή σκηνή.
Τα χρόνια πέρασαν. Κάποιοι εγκατέλειψαν, κάποιοι είμαστε ακόμη εδώ.
Με την εξαίρεση των Στασινοπούλου/Καλυβιώτη κανείς δεν γνώρισε εμπορική επιτυχία, παρά μόνο καλλιτεχνική. Και η καλλιτεχνική επιτυχία ήταν μάλιστα μεγάλη, με καλές ως και διθυραμβικές κριτικές. Και ναι μεν, οι Στασινοπούλου/Καλυβιώτης γνώρισαν και εμπορική επιτυχία, αλλά αυτό συνέβη κυρίως στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό έχουν γνωρίσει επιτυχία μεν, πολύ λιγότερη δε από αυτή που θα άξιζαν.
Κάποιοι άλλοι πάλι, όπως το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Χρήστου Οικονομίδη που μετά την διάλυση του συγκροτήματος Επόμενη Κίνηση κυκλοφόρησε το εξαίρετο σόλο άλμπουμ «Γλυκειά Ζωή» (2002) όχι απλώς δεν είχαν εμπορική επιτυχία, αλλά δεν είχαν καν την ευκαιρία στην καλλιτεχνική επιτυχία. Ο συγκεκριμένος δίσκος κυκλοφόρησε ως τελείως ανεξάρτητη έκδοση (σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο) με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα μέσα, τα εργαλεία και η τεχνογνωσία να φτάσει τουλάχιστον στα χέρια της κριτικής, πόσο μάλλον οπουδήποτε αλλού.).
Από τότε, και παρά τα περίπου 20 χρόνια που μεσολάβησαν, ακόμη δεν έχει καθιερωθεί μία «ταμπέλα» που να ομαδοποιεί αυτό το κομμάτι της ελληνικής μουσικής δημιουργίας.
Δεν έχει καν επιχειρηθεί να καθιερωθεί μια τέτοια «ταμπέλα». Απλώς κάποια στιγμή μεταφράστηκε στα ελληνικά ο διεθνής όρος «alternative». Μεταφράστηκε σε «εναλλακτικό» και ελλείψει άλλης κατηγοριοποίησης, μπήκαμε και όλοι εμείς εκεί. Εκεί όμως τοποθετήθηκαν για παράδειγμα και οι Μπλε, ή/και το οποιοδήποτε άλλο όνομα παρεκκλίνει από τα στενά πλαίσια του όρου «έντεχνο» ή και τις εμπορικής «ποπ» ακόμα.
Ελπίζω να είναι κατανοητό ότι δεν μου φταίνε οι Μπλε σε κάτι (τυχαίο έτσι κι αλλιώς το παράδειγμα). Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όλες οι ταμπέλες λειτουργούν σε ένα βαθμό σαν ομπρέλα, απλώς στο «εναλλακτικό» η ομπρέλα αυτή παραείναι μεγάλη. Περιλαμβάνει δηλαδή πράγματα τελείως ετερόκλητα σε σημείο τέτοιο που στην Ελλάδα κατάντησε ο όρος «εναλλακτικό» να είναι σχεδόν κενός περιεχομένου.
Θα μου πεις «και από πότε μας ενδιαφέρουν οι ταμπέλες;», «εμάς μας ενδιαφέρει η μουσική» και άλλα όμορφα. Και δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «όμορφα» καθόλου ειρωνικά. Κυριολεκτώ.
Θα σας απαντήσω ό,τι τα πλεονεκτήματα στη χρήση τέτοιων όρων, σε πρακτικό επίπεδο, είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα.
Για να αναφέρω το απλούστερο μόνο από τα πλεονεκτήματα, η χρήση ενός τέτοιου όρου θα κατέγραφε το περί ου ο λόγος ρεύμα και αυτό θα βοηθούσε τόσο στο να γίνει ευρύτερα γνωστή, τόσο η ίδια η ύπαρξη αυτών των ήχων σε ένα ευρύτερο κοινό, όσο και να καταγραφεί με περισσότερη σαφήνεια στη μουσική ιστορία αυτού του τόπου.
Και βέβαια, όπως είναι φυσικό, αυτές οι αναζητήσεις, αυτό το μη-καταγεγραμμένο ρεύμα, από τη στιγμή που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στο γύρισμα του αιώνα, εξελίχθηκε. Εξελίχθηκε όχι επειδή απαραίτητα οι νεότεροι επηρεάστηκαν από τους παλαιότερους, αλλά επειδή αυτό το ρεύμα εξέφραζε την κυρίαρχη καλλιτεχνική ανάγκη της μουσικής στο γύρισμα του αιώνα. Τον συγκερασμό των ειδών με έναν τρόπο οργανικό (όπως organic, όχι όπως instrumental) με ελληνικό στίχο. Εξ άλλου, δεν υπήρχε ποτέ η αίσθηση στους καλλιτέχνες αυτού του ρεύματος ότι συγκροτούν ένα σώμα, ότι αποτελούν μία «σκήνη». Όπως και να έχει, το δια ταύτα είναι ό,τι επειδή αυτή η ανάγκη του οργανικού συγκερασμού των ειδών εξακολουθεί να υπάρχει, υπάρχει και σήμερα (στο «τώρα») μία ανάλογη φουρνιά δημιουργών που κινούνται δημιουργικά και αποτελεσματικά σε αυτή τη γραμμή του συνδυασμού φαινομενικά μόνο ετερόκλητων μουσικών ειδών παράγοντας συχνά εξαιρετικά αποτελέσματα. Και αν όχι πάντα εξαιρετικά, πάντως σίγουρα ενδιαφέροντα και άξια ευρύτερης προσοχής.
Στις μέρες μας αυτό το ρεύμα εκφράζεται από καλλιτέχνες όπως Σωτήρες, Σείριος Σαββαΐδης, Αστρογόνο , Λάμδα, Νεφέλη Λιούτα, Ορέστης Ντάντος. Και εννοείται ότι η λίστα αυτή δεν είναι καν πλήρης. Απλώς ενδεικτική. Από τους «παλιούς» συνεχίζουν σε αυτό το ρεύμα – μεταξύ άλλων – ο Μανώλης Αγγελάκης , ο Αντώνης Λιβιεράτος (αν και έχουν αραιώσει ιδιαίτερα τις δισκογραφικές καταθέσεις των σόλο άλμπουμ τους) ο υπογράφων μέσα από το σχήμα Μαρία Λατσίνου & Mokita (του οποίου τα μέλη έχουμε σημαντικές διαφορές ηλικίας μεταξύ μας με αποτέλεσμα να συνεργάζονται διαφορετικές γενιές μουσικών) και βέβαια οι Κρίστη Στασινοπούλου και Στάθης Καλυβιώτης. Επίσης ο Μπάμπης Παπαδόπουλος (που στο παρελθόν εκφράζονταν μέσα από το ροκ) στα τρία προσωπικά του άλμπουμ που κυκλοφόρησε από το 2004 και μετά (ιδιαιτέρως στα δύο πιο πρόσφατα), αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι καταθέτει μόνο κομμάτια χωρίς στίχο, στην ουσία κινείται σε μία ανάλογη κατεύθυνση.
Δεν μοιάζουν όλα τα παραπάνω σχήματα μεταξύ τους. Δεν έχουν τον ίδιο ήχο. Π.χ. ο Ντάντος έχει μια πιο ποπ/ροκ κατεύθυνση στο ένδυμα του ήχου του από όλους τους υπόλοιπους, αλλά π.χ. τα δημιουργικά αφομοιωμένα στοιχεία της ελληνικής μουσικής παράδοσης είναι σαφώς παρόντα. Γενικώς τα στοιχεία παραδοσιακής ελληνικής μουσικής υπάρχουν με εμφανή ή έστω με λανθάνοντα τρόπο στις δουλειές όλων τα παραπάνω. Αλλά είναι περισσότερο εμφανή ας πούμε στις δουλειές του Σείριου Σαββαΐδη. Στους Μαρία Λατσίνου & Mokita η σταθερή χρήση λύρας και ακορντεόν ντύνουν το όλο αποτέλεσμα με ένα μεσογειακό μανδύα. Οι Στασινοπούλου / Καλυβιώτης έχουν πάρει μια πιο world κατεύθυνση μεν , η οποία όμως ενσωματώνει περισσότερα ψυχεδελικά στοιχεία δε από όσα ενσωματώνουν όλοι οι υπόλοιποι. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος από τη στιγμή που εκφράζεται χωρίς στίχο καταλήγει σε πιο ανοιχτές φόρμες που δεν δεσμεύονται από τα πλαίσια που θέτει το τραγούδι. Στη δουλειά της Νεφέλης Λιούτα φαίνεται περισσότερο η κλασσική της παιδεία από ότι ίσως φαίνεται στις δουλειές των υπολοίπων. Στους Λάμδα ο στίχος, αλλά και η όλη ατμόσφαιρα, είναι πιο σκοτεινά από ότι στα υπόλοιπα σχήματα, κ.ο.κ.
Όλοι οι παραπάνω όμως, και άλλοι που λείπουν, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό.
Φτιάχνουν με πηγαίο και όχι επιτηδευμένο τρόπο τραγούδια με ελληνικό στίχο (ή σπανιότερα instrumental μουσική) την οποία δεν μπορείς να κατάταξεις. Μουσική που δεν μπορείς να τη βάλεις κάτω από μία ταμπέλα. Ακατάκτατη, αλλά όχι … ακατάστατη. Τραγούδια που μπορείς να τραγουδήσεις. Τραγούδια που μπορούν να σου μιλήσουν.
Όπου όλα τα παραπάνω, είναι ζητούμενα της εποχής.
Και όλο αυτό το πράγμα, παρότι έχει αρχίσει να συμβαίνει εδώ και 20 περίπου χρόνια, παρότι εξακολουθεί να συμβαίνει παρότι η λίστα των καλλιτεχνών όλο και μεγαλώνει, δεν έχει καταγραφεί ως ρεύμα και ακόμη μας ρωτάνε τι είδος μουσικής παίζουμε. Αφού πρώτα μας έχουν ακούσει.
Λοιπόν, εσείς τι λέτε;
Τι είδους μουσική παίζουμε;
Ποιος θα γράψει κάτι στην άδεια ταμπέλα της φωτογραφίας;
Το τραγούδι των Πειρατών – Αντώνης Λιβιεράτος
Φωτογραφία: © Lord Jim