Ο Ευθύμης Μπαλαγιάννης, ένας νεαρός σκηνοθέτης με σημαντικό παρόν και μέλλον, σκηνοθετεί το έργο της Ιρλανδής Ursula Rani με τίτλο «Καθόλου καλά» στο θέατρο Παραμυθίας. Είχαμε την ευκαιρία να τον «ανακρίνουμε», τόσο σχετικά με την παράσταση όσο και με την γενικότερη καλλιτεχνική του οπτική.
Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας
Culturenow.gr: Αφορμή της συνομιλίας μας είναι το έργο που σκηνοθετείτε στο θέατρο Παραμυθίας με τίτλο «Καθόλου καλά». Θα μας μιλήσετε για το έργο;
Ευθύμης Μπαλαγιάννης: Δυο ορφανά αδέρφια, η Κόρα και ο Μίκυ, μεγαλώνουν σ’ ένα χωριό της Ιρλανδίας, απ’ όπου ονειρεύονται να δραπετεύσουν. Έχουν μεγαλώσει σ’ ένα περιβάλλον αδιαφορίας και εγκατάλειψης, με μοναδική αχτίδα στοργής τη θολή ανάμνησή της πρόωρα χαμένης μητέρας τους. Η συστηματική σεξουαλική κακοποίηση της Κόρα από ένα μεσήλικα γιατρό, τον κ. Κλούγκασυ και η αδυναμία της να αντιδράσει αποτελεσματικά φέρνει το έγκλημα ως μόνη διέξοδο από τον καθωσπρεπισμό της τοπικής κοινωνίας. Τα δύο παιδιά σχεδιάζουν την εκδίκηση και τη φυγή τους, ξέροντας ότι μπορούν να βασιστούν μόνο ο ένας στον άλλον. Το σκάνε με κατεύθυνση την πρωτεύουσα, το Δουβλίνο, που συμβολίζει τη δική τους Γη της Επαγγελίας. Μια Γη της Επαγγελίας που, δυστυχώς, αποδεικνύεται ψεύτικη, γεμάτη παγίδες, απογοήτευση και κίνδυνο. Η μεγάλη πόλη απέχει κι αυτή πολύ από τον τόπο των ονείρων τους ή τα όνειρά τους δεν έχουν πουθενά τόπο να σταθούν. Εφηβικές, απελπισμένες, βίαιες συμπεριφορές τούς οδηγούν απ’ το κακό στο χειρότερο. Η Κόρα και ο Μίκυ θα μπλέξουν σε περιπέτειες και θα γνωρίσουν μια ακόμη πιο σκληρή όψη της πραγματικότητας. Ένα έργο για τη βία και την αδιαφορία των μεγάλων, που γίνεται τυφλή οργή των παιδιών κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η συγγραφέας, πρόκειται για μια «φανταστική αναπαράσταση ενός αληθινού εφιάλτη».
Cul.N.: Πρόκειται για ένα θέμα με καθολική και όχι μόνο, τοπικιστική ισχύ…
E.M.: Όχι μόνο. Νομίζω πως το θέμα δεν είναι αν ζεις τοπικά ή αστικά. Το θέμα είναι να αναγνωρίζεις τις παραβατικές συμπεριφορές σε όποιο είδος κοινωνίας κι αν ζεις, και να προσπαθείς να τις εξουδετερώσεις.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Cul.N.: Ποια ήταν η δική σας βάση, πάνω στην οποία σκηνοθετήσατε την παράσταση;
E.M.: Η βάση ήταν μία. Η αλήθεια. Μαζί με τους ηθοποιούς θελήσαμε να φτιάξουμε μια παράσταση βασισμένη στην αλήθεια, χωρίς θεατρινισμούς και θεατρικά ¨τερτίπια¨ . Σκοπός μας ήταν η παράστασή μας να έχει ¨αληθινές¨ ερμηνείες, ¨αληθινά¨ σκηνικά, ¨αληθινή¨ μουσική και ¨αληθινά¨ φώτα. Νομίζω πως η αλήθεια είναι η μόνη ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για όλους τους νέους και μη καλλιτέχνες. Και φυσικά, λόγω της πυκνής γραφής του έργου, μια κινηματογραφική προσέγγιση στην εξέλιξή του.
Cul.N.: Ο καθωσπρεπισμός της τοπικής κοινωνίας, είναι κάτι που μας απασχολεί και σήμερα, ή με την αστικοποίηση τα πράγματα άλλαξαν;
E.M.: Η αίσθησή μου είναι ότι όσο υπάρχουν άνθρωποι, πάντα θα υπάρχει και μια μορφή καθωσπρεπισμού. Όπου κι αν βρίσκεσαι. Σε όποια κοινωνική ομάδα κι αν ανήκεις. Θεωρώ το θέμα αστείρευτο. Η διαφορά των μεγάλων αστικών κέντρων από τις τοπικές κοινωνίες είναι η ευκολία ή η δυσκολία στο να το διακρίνεις. Στις μεγαλουπόλεις είναι πιο εύκολο να ¨χαθείς¨ ενώ στην τοπική κοινωνία είναι όλα πιο ¨καθαρά¨ μπροστά σου. Ακόμα κι αν δεν τα βλέπεις.
Cul.N.: Θεωρείτε πως υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στους Ιρλανδούς και στους Έλληνες. Αν ναι, ποιες χορδές των Ελλήνων νομίζετε πως χτυπά η παράσταση;
E.M.: Θεωρώ πως υπάρχουν κοινά στοιχεία ανάμεσα στους ανθρώπους. Ανεξαρτήτως φυλής και χρώματος. Ο βιασμός ενός παιδιού ,νομίζω, δημιουργεί τα ίδια συναισθήματα σε έναν Ιρλανδό, σε έναν Έλληνα, σε έναν Αμερικάνο, Άγγλο, Ιταλό, Γάλλο κ.λ.π. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπάρχουν σημαίες και χώρες. ΜΟΝΟ άνθρωποι. Όσο για τους Έλληνες νομίζω πως αυτό που τους προκαλεί περισσότερο είναι η προσβολή – καταστρατήγηση του θεσμού της οικογένειας που κατ’ επέκταση οδηγεί σε δύσβατα μονοπάτια. Ένα ιδεώδες το οποίο είναι πολύ ανεπτυγμένο στη χώρα μας. Η οικογένεια για τον Έλληνα είναι πολύ σημαντικό πράγμα και όταν κάποιος ¨εισβάλει¨ κακόβουλα σ’ αυτό, θεωρώ, οι ¨χορδές¨ του πάλλονται σε τρομερές συχνότητες.
Cul.N.: Είστε ένας νέος και νεαρός σκηνοθέτης. Πώς σας φαίνεται η κατάσταση στο ελληνικό θέατρο; Δίνονται επαρκείς ευκαιρίες σε νέους καλλιτέχνες να εκφραστούν;
E.M.: Η κατάσταση στο ελληνικό θέατρο είναι πάρα πολύ δύσκολη όπως και σε όλους τους χώρους, άλλωστε. Αλλά πιστεύω πως αν έχεις πίστη, επιμονή και υπομονή μπορείς να τα καταφέρεις. Το πιο εύκολο είναι να πέσουμε όλοι στην παγίδα της μιζέριας. Τότε σταματάει η ελπίδα και χωρίς ελπίδα δεν υπάρχει πάθος για δημιουργία. Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και κάθε χρόνο γίνονται και χειρότερα, ειδικά για τους νέους καλλιτέχνες. Πολύ δύσκολα θα βρεθούν άνθρωποι να πιστέψουν και κατ’ επέκταση να επενδύσουν στο όραμα ενός νέου καλλιτέχνη.
Cul.N.: Τι είδους έργα προτιμάτε να σκηνοθετείτε; Κοινωνικά όπως το «Καθόλου καλά» ή και άλλου είδους;
E.M.: Δεν έχει σημασία το είδος. Μου αρέσει να σκηνοθετώ ¨καλά¨ έργα. Χωρίς ταμπέλες. Έργα που μου εξάπτουν τη φαντασία. Έργα που με κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Cul.N.: Ποιες συνεργασίες ξεχωρίζετε από τη μέχρι τώρα σταδιοδρομία σας;
E.M.: Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια από τις συνεργασίες που είχα μέχρι τώρα γιατί πιστεύω πως ακόμα και σε μια κακή συνεργασία πάντα κάτι σου μένει στο τέλος. Έχεις μια βαλίτσα και σε κάθε δουλειά βάζεις και κάτι μέσα σ’ αυτήν. Το παίρνεις και το κουβαλάς μαζί σου. Μέχρι να την γεμίσεις… Πότε; Μπορεί και ποτέ… Άρα όλες οι συνεργασίες είναι ξεχωριστές και για τους δικούς τους λόγους η καθεμιά, ξεχωριστές.
Cul.N.: Με ποια κριτήρια επιλέγετε τις σκηνοθετικές σας δουλειές; Θα θέλατε να επεκταθείτε εκτός από το θέατρο και στον κινηματογράφο; Γιατί;
E.M.: Το κριτήριο της επιλογής είναι ένα και μοναδικό. Η έκφραση. Έργα που με εκφράζουν, ηθοποιοί και συντελεστές που με εκφράζουν. Σαν όλοι να είμαστε κομμάτια από το ίδιο πάζλ…Όσο για τον κινηματογράφο, παρ’ όλο που μου αρέσει πάρα πολύ, έχει μια τελείως διαφορετική φιλοσοφία και τεχνική από το θέατρο. Πρέπει να γνωρίζεις για να κάνεις κινηματογράφο. Δυστυχώς εμένα μου λείπει η τεχνογνωσία. Προς το παρόν…
Cul.N.: Μετά το τέλος της τωρινής παράστασης, ετοιμάζετε κάτι άλλο;
E.M.: Υπάρχουν δυο προτάσεις – σκέψεις για το επόμενο βήμα αλλά δυστυχώς είναι πολύ νωρίς για να το ανακοινώσω. Ελπίζω στην επόμενη κουβέντα μας να έχω περισσότερες πληροφορίες για σας.