Πεταλούδες / Παπαρούνες / Πένες/ Πινέλα/ ότι Πιο εξωτικό
Σ᾽ έναν ομογενοποιημένο πλανήτη (χάμπουργκερ στο Τόκιο, νουντλς στα Πατήσια, λοβοτομημένη η ευαισθησία τόσο στον Παγασητικό όσο και στο Ρότερνταμ) το εξωτικό είναι αυτό που φέρεις μέσα σου ως εξωτικό — από παλιά διαβάσματα, από ταινίες της εφηβείας, από αφηγήσεις στην πρώτη νιότη. Και άρα μπορείς να το βρεις έξω, γύρω σου, ακόμα και σ᾽ έναν μικρό περίπατο.
Το εξωτικό, όπως και η γεύση, είναι πλέον ζήτημα (για κάποιους φλέγον) της μνήμης. Μόνο όσοι τη μνήμη θεράπευσαν, όσοι τη μνήμη διακονούν, να αντιλαμβάνονται το εξωτικό δίπλα τους μπορούν. Το εξωτικό μέσα στη μνήμη μίας γυναίκας που ζει σε συνθήκες εγκλεισμού επιχειρεί να ανακαλύψει μέσα στο Αθηναϊκό τοπίο, με τη δυνατότητα του Breeder Open Studio, η Αμερικανο-Νιγηριανή καλλιτέχνης Chioma Ebinama με την έκθεση Leave the thorns and take the rose στην αίθουσα τέχνης The Breeder. Ο κόσμος αλλάζει γύρω της μα εκείνη επιθυμεί να μαγεύσει την απρόσωπη και αποστασιοποιημένη νέα συνθήκη της ανθρώπινης επαφής. Τα γαιοχρώματα της Αφρικανικής Σαβάνας ταιριάζουν με την τοπική νοτιοευρωπαϊκή φλόρα, δίνες και ταλισμανικά αντικείμενα εμφανίζονται ως νεκρές φύσεις που εξορκίζουν το κακό. Η ζωγραφική της Ebinama είναι ελαφριά σαν την κραυγή της πεταλούδας, βαριά όμως και χθόνια μαζί, και εμποτισμένη με το υγρό της ιστορίας, μιας ιστορίας που στάζει στην ψυχική σέπια του κάθε θεατή ξεχωριστά και προσωπικά ώστε να την ερμηνεύσει ανάλογα με την δυνατότητα απορρόφησης της.
Το εξωτικό στην έκθεση του Γιώργου Τσεριώνη με τίτλο Saxa Loquuntur (οι πέτρες μιλούν), μέρος του Symptom Projects, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άμφισσας, με την υποστήριξη του ΝΕΟΝ, και υπό την επιμέλεια του Αποστόλη Αρτινού, είναι η ανοίκεια αίσθηση που φέρουν τα κεραμικά γλυπτά του ανάμεσα στα εκθέματα του Μουσείου. Αν και το υλικό είναι ο πηλός, διαχρονικός και χειροποιητικά εκφραστικός της πάλης με το μέσο, εντούτοις η αλλόκοτη ημι-παραστατικότητα τους, η τοτεμική τους φύση, η ηθελημένη αδρότητα και η αμφισημία των αναγνώσεων, συνομιλούν πιότερο με τον σημερινό κατακερματισμένο πολιτισμό μας παρά με την κυρίαρχη λογική που κηδεμόνευε την παραστατική Ωραιότητα της αρχαιότητας. Το έργο είναι ένα αντικείμενο, όχι αναγκαστικά ανακλαστικό του χώρου των Ιδεών, αλλά ένα απαύγασμα από δυναμικές όπως η αυτονομία του υλικού, η τυχαιότητα, η ερμητικότητα, ο πρωτογονισμός, η φαντασία, το όνειρο, η ψυχανάλυση, το μεταφυσικό, το αίνιγμα.
Ως εκ τούτου, οι τυχόν συνομιλίες με τα μόνιμα εκθέματα φέρουν μία fluxus, έκκεντρη και απροσδόκητη συνομιλία, εμπλουτίζοντας την εκθεσιακή γλώσσα με εκφραστικά επιφωνήματα αγνώστων συναισθημάτων, αν τυχόν μπορούσαν να μιλήσουν οι πέτρες, το χρώμα, το κάθε ‘άψυχο’ εμψυχωμένο υλικό. Οι ‘πέτρες’ αυτές, ίσως αγγεία, ίσως μορφές, από στερεοποιημένο πηλό μοιάζουν να αναδεύονται και να κυλούν, παίρνοντας μαζί τους τις βεβαιότητές μας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τι πιο εξωτικό από το να σταματάς κάθε δραστηριότητα και να αφιερώνεις ώρες ατελείωτες στο να απολαμβάνεις το φτερούγισμα μιας πεταλούδας (ή και δεκάδων εντός σου) σ᾽ ένα παρτἐρι στη Φωκίωνος Νέγρη την κοσμοβριθή, κι ύστερα, σαν τον μέγιστο Ματσούο Μπασό (1644-1694) να πιάνεις πένα και να γράφεις ένα χαϊκού: ῾῾Σε μια παπαρούνα / άφησε τα φτερά της/ μια πεταλούδα, ενθύμιο᾽᾽. Ή σαν τον Κομπαγιάσι Ίσσα (1763-1827) όταν μας προσφέρει τούτη τη μονοκονδυλιά: ῾Ἀπό τον θάμνο/ λαμπροστόλιστη, νά την:/ η πεταλούδα᾽᾽.
Εξωτικό μπορεί να είναι το άφατο και το αφαίο. Αυτό που όπως έλεγε ο Neruda μας έλκει όταν βρίσκεται ‘ανάμεσα στη σκιά και την ψυχή’. Ίσως όλοι οι δημιουργοί να πάσχουμε από νυχτοφιλία, γιατί εκεί, στις πρώτες πρωινές ώρες, πριν ξημέρωμα, ανάμεσα στις σκιές που αφουγκράζεται η ψυχή, όταν ησυχάζει η πλάση, να ανοίγουν τα λιγωτικά νυχτολούλουδα της οίησης. Η έκθεση Nyctophilia II στην CAN Gallery, γέμισε την ‘πλάση’ του εκθεσιακού χώρου με φωτεινό σκοτάδι. Με τα απομεινάρια από τους κοκκοφοίνικες, βουτηγμένους σε μαύρο υγρό γυαλί από την Κατερίνα Κομιανού, υπνωτιζόμαστε σιωπηλά από τα αιωρούμενα γλυπτικά φύλλα των μεγαλόπρεπων φυτών που δεν εγκληματίστηκαν ποτέ στην ‘εξωτική’ για αυτά Αθήνα. Τα νυχτερινά τοπία της Έφης Χαλιώρη δοκιμάζουν τη φοβία του σκοταδιού, καθώς περιδιαβαίνει μόνη με την κάμερά της στις πιο δραματικές νυχτερινές γωνιές της φύσης, που έξαφνα εμφανίζονται σαν αστραπές μπροστά της/μας.
Η Μαριάννα Ιγνατάκη χρησιμοποιεί τις σκούρες πλεξούδες από περούκες της Κινέζικής Όπερας υφαίνοντας σε εντυπωσιακά ανάγλυφα tapestries με τα πρότυπα της ομορφιάς μαζί με οπτικά σχόλια για την έμφυλη ταυτότητα, το Άλλο, το Εκθαμβωτικό, το Γκροτέσκο. Ο Αλέξης Βασιλικός αποτυπώνει εξαιρετικά το Sublime μέσα από το φωτογραφικό manipulation του Horror vacuui. Ο Λευτέρης Τάπας κόβει το χαρτί αποκαλύπτοντας cut out αραχνοειδή τοπία. Ο Anestis Anestis ανακαλύπτει έναν Αλγόριθμο από εικόνες που εμφανίζονται και υπερκαλύπτονται όταν ψάχνουμε τη λέξη Νύχτα σε Google και Flickr, δημιουργώντας έργα που συνομιλούν με τον Rothko και τον πουαντιγισμό. Η λευκή μαρμάρινη μονοκονδυλιά του Αλέξανδρου Λάιου έρχεται να ενώσει τις ‘μαύρες τελείες’ των έργων, δηλώνοντας ότι εν τέλει δεν υφίσταται τίποτα ανοίκειο γιατί τίποτα πιθανόν να μην μας ανήκει, στο This Land is your Land, this Land is not your Land, Flat Land, Flat Land.
Κι όμως τι πιο εξωτικό από το να περιηγείσαι τις ανεπαίσθητες αγγελικές ακουαρέλες, τις Καρτ Ποστάλ του Matthew Wong (1984-2019) στο χώρο τέχνης Arch. Γιατί άραγε η Roberta Smith των NY Times είχε χαρακτηρίσει τον Wong ως τον πιο υποσχόμενο της γενιάς του; Ίσως γιατί το αίσθημα που αποκομίζει κανείς από αυτά τα τοπία είναι ένα ξαφνικό ξεφλούδισμα οτιδήποτε επίπλαστου και ανούσιου, και μία καθάρια αντανάκλαση του πρωτογενούς τοπίου εντός. Τοπία-ψυχογραφήματα, τοπία ταξιδιών, φυσικών και νοητών, σε μία ιδεατή every-man’s land, ακουαρέλες σαν να απλώνονται πάνω τους διάφανα φτερά πεταλούδας, όπου συνυπάρχει το αναπόδραστο των Nabis, το συμβολικό χρώμα του Gauguin, το ατμοσφαιρικό stimmung του de Chirico, το λεπτοφυές angst του Peter Doig, και η γητευτική μοναξιά του Edward Hopper μαζί, μία ζωγραφική πρώτα όμως γαλουχημένη στο απαράμιλλο οριενταλιστικό σμίξιμο μελανογραμμής, γραφής και απαλών χαδιών νεροχρώματος, που ποτίζουν το μέσα μας μαλακά, σταγόνα-σταγόνα, όπως βουτάει ο ήλιος αργά μέσα στη θάλασσα σβήνοντας μέσα της τη θέρμη του, αφήνοντας χώρο για τις ψυχρές νότες της νύχτας.
Οι τίτλοι αναφέρονται στην ώρα της ημέρας ή την εποχή του χρόνου, σαν να θέλει κι ο ίδιος να προλάβει το χρόνο που τελικά αποδείχθηκε δυσβάσταχτος για τον νέο δημιουργό, που κάποια στιγμή αποφάσισε να σταματήσει να τρέχει πια πίσω του αφού διαρκώς ξεγλιστρά. Για αυτό η έκθεση αυτή αξίζει την εμβύθιση, γιατί μέσα από τη σπάνια αυτή συλλογή των έργων ενός καλλιτέχνη που έφυγε στην κορύφωση της δημιουργικής του πορείας, αντικρίζουμε το τοπίο σαν να είναι η πρώτη φορά, μια ήπια γεωμετρία αναβάσεων και καταβάσεων, σαν προσευχή.
Ανθοδέσμη Αναγνωσμάτων/ Πολυπολιτισμική Ικεμπάνα Εκθεμάτων
Όπως και ο Έρωτας, όπως και η Τέχνη, το Εξωτικό ορίζεται εκ νέου, ξανά και ξανά, ανάλογα με τον εκάστοτε χωρόχρονο, με την εκάστοτε ιστορική στιγμἠ. Τα δεκαεπτασύλλαβα χαϊκού και τα τετράστιχα ρουμπαγιάτ σήμερα είναι πολύτιμοι οδοδείκτες για όσους επισημαίνουν συνδέσεις του εξωτικού με το sublime, για τους παίκτες/ρέκτες που επιζητούν μια εκ νέου συνομιλία της καλλιτεχνικής δημιουργίας με την (τάχατες παλιομοδίτικη) αβρότητα, και των δύο μαζί με τη νοημοσύνη.
Μια άμυνα, φέρ᾽ ειπείν, απέναντι στον ταχύπλοο νεοκυνισμό, είναι ο επαναπροσδιορισμός ορισμένων εννοιών, και ταυτόχρονα η τροφοδότηση ορισμένων πολύτιμων συναισθημάτων με καύσιμη ύλη αντλημένη από το παρελθόν. Πολλές φωνές μιλάνε για μιαν επείγουσα επαναφορά ρομαντικών χειρονομιών στην τέχνη αλλά και (κυρίως) στο πεδίο της καθημερινής ζωής. Μια σημαίνουσα σιωπή αποτελεί αντίσταση/άμυνα στο ασυνάρτητο, αισθμένον, όχι από υπαρξιακό angst αλλά από αν-υπαρξιακό κενό, ποδοβολητό γύρω σου. Μια εξωτική ανθοδέσμη αναγνωσμάτων δεν είναι άραγε ένα νέου τύπου οδόφραγμα απέναντι στις δουλικές διμοιρίες της ευήθειας;
Διαβάζουμε την Ανθολογία Χαϊκού, μια λίαν πρωτότυπη, μίνι σχήματος, έκδοση της Bibliothèque, σε απόδοση του Βασίλη Λαλιώτη. Διαβάζουμε τον Κόσμο της Πάχνης, σαραντατρία χαϊκού του Ματσούο Μπασό και του Κομπαγιάσι Ίσσα, σε απόδοση του Διονύση Καψάλη, από τις εκδόσεις Άγρα.
Και για να τα εμπεδώσουμε, στις 25/9, δοκιμάζουμε μία απρόσμενη συνάντηση πολιτισμών στις Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς σε ένα ακόμα μουσείο, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στην έκθεση Προλεγόμενες, Ιστορίες που ντύθηκε το Σώμα, υπό την αιγίδα της Ιαπωνικής Πρεσβείας στην Ελλάδα και την υποστήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης. Εκεί θα έχουμε χρόνο να συλλογιστούμε επάνω στο γυναικείο σώμα, που διεκδικεί και διεκδικείται μέσα από τις ενδυόμενες εκδοχές και συμβολισμούς του, όπως και να δοκιμάσουμε νοερά το χειροποίητο κιμονό και τις ζώνες Obi εμπνευσμένες από ιαπωνικούς μύθους, της Μαρίας Παπατζέλου, που κάνει μία σταθερά εξαιρετική δουλειά εμπνεόμενη από τον ιαπωνικό πολιτισμό, όπως στο βιβλίο της συλλογής Inner Connections of the Liquid Sky, ένα χειροποίητο art book-κόσμημα με δικά της χειρόγραφα χαϊκού μαζί με τα χειροποίητα βιβλία της Βάγιας Πολίτη, όπου ξεχωρίσαμε το εξπρεσιονιστικά αφηγηματικό Κουτί της Πανδώρας. Το τελευταίο είναι εμπνευσμένο από την απαγορευμένη συλλογή Περί Κολάσεως των Γυναικών, και οικειοποιείται γνωστά έργα της Ιστορίας της Τέχνης με θέμα τη γυναίκα, με την καλλιτέχνιδα να διαπραγματεύεται εκ νέου τους διαφορετικούς ρόλους της ετερότητας του γυναικείου φύλου.
Στην γοητευτική αυτή έκθεση θα συναντήσουμε τα σύγχρονα χαϊκού του Σταύρου Παρχαρίδη και τον Ιάπωνα φωτογράφο Masashi Nakamura ο οποίος τον περασμένο Απρίλιο φωτογράφισε το κιμονό της Μαρίας με τις βαθιά συμβολικές χρυσές και λάπις αποχρώσεις επάνω στο ευγενές και κατάλευκο παραδοσιακό Washi χαρτί, στο ναό Hougonji στο Κυότο, συνθέτοντας έναν δραματικό δίαυλο μεταξύ ενός ηρωικού παρελθόντος και ενός παρόντος όπου αυτή η κουλτούρα φθίνει διαρκώς, όπως το παρουσιάζει και ο Everett Kennedy Brown, μέσα από την ευαίσθητη φιλοσοφία του Wabi-Sabi που εντοπίζει την ομορφιά στην ατέλεια, στις επιμελώς βιντάζ φωτογραφίες, ανεπτυγμένες επάνω σε γυαλί, των τελευταίων τοποτηρητών της μακραίωνης παράδοσης.
Επιστρέφουμε στη μελέτη, και ξεφυλλίζουμε τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, (1048-1123) μεταφρασμένα από τον Παύλο Γνευτό, σε κομψό δεμένο τόμο από τις εκδόσεις Ερατώ. Τι πιο εξωτικό από το να ανακαλύπτεις μιαν άγνωστη, λησμονημένη μετάφραση των θρυλικών αυτόν ρουμπαγιάτ και να φροντίζεις να εκδοθεί ώστε να μπορούν οι φίλοι να διαβάσουν: “Ὡ Έρωτα, να’ ταν βολετό να γίνει όπως το νιώθω. / Του κόσμου το σχεδίασμα να σπάσω μ’ έναν γρόθο / Και να το παίρναμε ύστερα εγώ κι εσύ στη Μοίρα. / Να μας το πλάσει αρμονιστά με της καρδιάς τον πόθο”.
Με αυτές τις εικόνες και αυτά τα αναγνώσματα ξεκουράζουμε τα μάτια μας στην Ομορφιά που ξαφνιάζει- ο par excellence ορισμός του Εξωτικού- η οποία, ελπίζουμε, ποτέ να μην πάψει να ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Ακόμα και όταν κάποιοι καμώνονται τους δύσπιστους, η Ομορφιά παραμένει ιαματική σε πείσμα της δυσπιστίας και των Καιρών.