Στο πρώτο απαγορευτικό, την Άνοιξη του 2020 έπεσα τυχαία στο διαδύκτιο σε ένα βιβλίο που είχε ημερομηνία έκδοσης 1920, έναν αιώνα πριν ακριβώς. Ήταν το βιβλίο της Ιζαμπέλ Ρεμπώ, αδερφής του μεγάλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ. Το βιβλίο της Isabelle “Mon frère Arthur”, «ο αδερφός μου ο Αρθούρος» με ενέπνευσε να γράψω ένα θεατρικό έργο για εκείνην, όπως την φαντάστηκα. «Την είδα» να στέκεται εμπρός μου και να μού μιλάει για τη ζωή της, μια ταπεινή ζωή που έπαιρνε χρώμα και λάμψη από τη ζωή του σπουδαίου αδερφού της.
Το βιβλίο της ξεκινά με τις τραγικές στιγμές στο νοσοκομείο, στο προσκέφαλο του αδερφού της , όπου το κάθε λεπτό κυλούσε σαν αιώνας βιώνοντας την μαρτυρική του πορεία προς το θάνατο. Η Ιζαμπέλ υπήρξε ο μοναδικός άνθρωπος που στάθηκε στον Ρεμπώ μιας και η ίδια τους ακόμα η μάνα το απέφυγε. Αργότερα, με τον σύζυγό της Πατέρν Μπερισσόν θα μαζέψουν τα διάσπαρτα έργα του απόβλητου από την τότε κοινωνία αδερφού και θα τ’ αφήσουν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές.
Με ενδιέφερε να ασχοληθώ συγγραφικά με ένα πρόσωπο που δεν είναι «πρώτης γραμμής», δεν είναι φωτεινό, ούτε «σταρ» αλλά έχει κάνει όλη τη δύσκολη και άχαρη δουλειά, αυτή που οι περισσότεροι αποφεύγουμε.
Η Ιζαμπέλ Ρεμπώ είναι η καθαρίστρια, η αποκλειστική νοσοκόμος, η γυναίκα της διπλανής πόρτας που φροντίζει ηλικιωμένους, η σιωπηλή παρουσία με την ουσιαστική βοήθεια στις ευφάνταστες κοινωνίες που ακροβατούν στην ματαιοδοξία του «τίποτα». Η Ιζαμπέλ είναι μία από τις Μυροφόρες του Ιησού. Είναι η παρουσία της αγάπης.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Υπάρχει το μνημείο του αγνώστου στρατιώτου για τις τόσες ψυχές που θυσιαστήκαν στα πεδία των μαχών για την πατρίδα. Δίπλα θα έπρεπε να υπάρχει και το μνημείο της αγνώστου γυναικός σαν ένας φόρος τιμής, ελάχιστος για το πλήθος των αγνώστων εκείνων γυναικών που απλώνεται ανά τις χιλιετίες μέσα σε μια αιώνια ήρεμη κύμανση προσφοράς και αγάπης. Το μοναδικό όπλο απέναντι στην θνητότητα και την φθορά. Μάς δείχνουν με τις πράξεις τους τί είναι σημαντικό και τι περιττό, τί να κρατήσουμε και τί να πετάξουμε.
Το αριστούργημα της George Eliot, «Middlemarch» τελειώνει με αυτά τα λόγια: «Το καλό που επεκτείνεται μέσα στον κόσμο εν μέρει εξαρτάται από μη αναφερόμενες από την ιστορία πράξεις∙ και για το ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο δυσμενή για σας και για μένα όπως θα μπορούσαν να είναι, οφείλεται εν μέρει στα πλήθη εκείνων που έζησαν ευσυνείδητα μια κρυμμένη ζωή, και αναπαύονται σε τάφους δίχως επισκέπτες».
Όμως το θέατρο το κάνει κι αυτό: Ρίχνει τα φώτα του και σ’ αυτούς που οφείλουμε τη σωτηρία μας χωρίς να το ξέρουμε. Τους μικρούς μεγάλους. Και η Βίκυ Βολιώτη το γνωρίζει πολύ καλά. Και της είμαι ευγνώμων για πολλά αλλά περισσότερο γιατί με ανέβασε λίγο πιο ψηλά ώστε να έχω την «θεωρία» της αλήθειας του έργου που πια δεν είναι «μου» αλλά «μας». Η συνάντησή μου με τη Βίκυ Βολιώτη ήταν μια ευτυχής συγκυρία και ειδικότερα- όσον αφορά τη θεατρική μας σύμπλευση- με κάνει κάθε φορά που την βλέπω να παίζει τον δύσκολο αυτόν ρόλο της Ιζαμπέλ να χαίρομαι το ίδιο γιατί βλέπω μια διαφορετική παράσταση που προσπαθεί πάντα να υπερβεί την προηγούμενη.
Είθε ο κόσμος που θα μάς τιμήσει με την παρουσία του να νιώσει κι αυτός τη δική μας χαρά.
Διαβάστε επίσης:
«Ιζαμπέλ Ρεμπώ, ο δικός μου Αρθούρος», της Ευσταθίας στο θέατρο Μικρό Άνεσις