ΦΑΕ 2024: Το πρώτο Κοντσέρτο του Τσαϊκόφσκι δια χειρός Αλεξέι Βολόντιν στο Ηρώδειο

Ο Αλεξέι Βολόντιν (Alexei Volodin), θεωρείται ένας από τους πιο ευαίσθητους, εκφραστικούς και τεχνικά λαμπερούς πιανίστες. Γεννημένος στις 17 Ιουλίου…

Ο Αλεξέι Βολόντιν (Alexei Volodin), θεωρείται ένας από τους πιο ευαίσθητους, εκφραστικούς και τεχνικά λαμπερούς πιανίστες. Γεννημένος στις 17 Ιουλίου 1977 στην Αγία Πετρούπολη ξεχωρίζει για τις εκρηκτικές όσο και βαθιά στοχαστικές ερμηνείες του.

Ο Volodin δεν έχει χρόνο για επιφανειακούς εντυπωσιασμούς αφού «Το παίξιμό του ξεχωρίζει για την ακρίβεια και τις λεπτές αποχρώσεις των ερμηνειών έργων από διαφορετικές περιόδους και στιλ».

Ξεκίνησε μαθήματα πιάνου σε ηλικία εννέα ετών και θυμάται: «Άκουγα μουσική παντού, ηχογραφήσεις, συναυλίες, τηλεόραση και στη συνέχεια η μουσική κυριάρχησε. Σύντομα συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι που αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο». Ένα χρόνο αργότερα μετακόμισε στη Μόσχα και σπούδασε αρχικά με την I. Chaklina και αργότερα με την T. Zelikman στη Μουσική Σχολή Gnessin. Ο ίδιος θυμάται, «Όλοι οι δάσκαλοί μου με τους οποίους σπούδασα όλοι τους, με έχουν επηρεάσει πάρα πολύ. Προσπάθησα να μάθω, να αποκομίσω όσο περισσότερα μπορούσα».

Θεωρούμενο ένα από τα καλύτερα μουσικά σχολεία στη Ρωσία, το διάσημο Gnessin School of Music ιδρύθηκε με στόχο «να μετατρέψει τα ιδιαίτερα ταλαντούχα παιδιά σε μια μελλοντική μουσική ελίτ». Όπως θα μπορούσαμε να φανταστούμε, μεταξύ των αποφοίτων του είναι νικητές των πιο διάσημων διαγωνισμών διεθνώς και ο Volodin έγινε μαθητής της Tatiana Zelikman.

Η Tatiana Zelikman θεωρείται «μία από τις καλύτερες Ρωσίδες δασκάλες, γιατί δίνει πραγματικά στους μαθητές της αυτό που αποκαλούμε μουσικές βάσεις». Πρόκειται για μουσικό που προέρχεται από τη μακρά σειρά της γερμανικής/ρωσικής Σχολής που δίδαξε ο Heinrich Neuhaus. Οι σπουδές της με τον Theodor Gutman, έναν διακεκριμένο μαθητή του Neuhaus, εκπαίδευσαν πολλές γενιές εξαιρετικά ταλαντούχων μουσικών. Παρόλο που ήταν μία απαιτητική και εξαιρετικά επικριτική δασκάλα, η Zelikman «ενστάλαξε αφοσίωση και αμείλικτη εργασιακή ηθική στους μαθητές της, μια ηθική που απαιτούσε συνεχή προσπάθεια για πρόοδο». Σύμφωνα με τον Volodin, «η Zelikman απαιτούσε μια αδιάκοπη αναζήτηση για νόημα και συναισθηματική ατμόσφαιρα σε κάθε κομμάτι».

Το πιο σημαντικό πράγμα για τον Volodin είναι «να φέρω στη ζωή με τα χέρια μου τα μουσικά έργα και να φτάσω στις καρδιές των ακροατών, να τους αγγίξω και να τους συγκινήσω». Ο Volodin συνέχισε τις σπουδές του στο πιάνο στο Ωδείο της Μόσχας με την Eliso Virsaladze και ομολογεί σεμνά ότι οι δάσκαλοί του «είναι άνθρωποι στους οποίους οφείλω τα πάντα. Πέρα από τις επαγγελματικές δεξιότητες του πιάνου, που δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει μόνος του, μου έμαθαν να αγαπώ τη μουσική. Ξεδίπλωσαν μπροστά μου αυτόν τον ατελείωτο μαγικό κόσμο. Ένας κακός δάσκαλος μπορεί εύκολα να σκοτώσει την αγάπη για τη μουσική για πάντα, μόνο μέσα από την ρουτίνα και την πλήξη». Το 2001, συνέχισε τις σπουδές του στη Διεθνή Ακαδημία Πιάνου Lake Como και κέρδισε παγκόσμια αναγνώριση μετά τη νίκη του στον Διεθνή Διαγωνισμό Géza Anda στη Ζυρίχη το 2003.

Ο Volodin είναι διάσημος για το εντυπωσιακό εύρος του ρεπερτορίου που κατέχει ερμηνεύοντας με άνεση (και δίνοντας το προσωπικό του στίγμα) σε συνθέσεις που περιλαμβάνουν από Beethoven, Brahms, Tchaikovsky, Rachmaninoff, Prokofiev και Scriabin μέχρι Gershwin και Medtner. Στην πραγματικότητα, βλέπει τον εαυτό του ως παγκόσμιο πιανίστα, αφού όπως λέει ο ίδιος «ερμηνεύω μουσική από το μπαρόκ μέχρι τον Schnittke. Παίζω σόλο με ορχήστρες, καθώς και σε ρεσιτάλ. Λατρεύω τη μουσική δωματίου, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο να βρεις συνεργάτες με τους οποίους να σε συνδέει η τεχνική, η ηθική κι οι ίδιες αξίες».

Ο Volodin δίνει περί τις 80 συναυλίες κάθε χρόνο, εμφανιζόμενος στους σημαντικότερους συναυλιακούς χώρους του κόσμου συμπράττοντας με τις μεγαλύτερες ορχήστρες και μαέστρους υψηλής αναγνώρισης. Κι ενώ το όνομά του αποτελεί ατού για τα πιο έγκριτα φεστιβάλ παγκοσμίως , παραμένει ανένδοτος ότι η καριέρα του είναι ακόμα ένα…έργο σε εξέλιξη. «Προσπαθούσα, και προσπαθώ», εξηγεί, «να μάθω από τους μεγάλους μουσικούς ακούγοντάς τους. Νομίζω ότι όλοι πρέπει να το κάνουν αυτό. Είναι το καλύτερο σχολείο».

Το πρόγραμμα με μια ματιά:

Συντελεστές:

Για την ιστορία…

Αναζητώντας διέξοδο από τη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπάρτοκ εγκατέλειψε την Ουγγαρία το φθινόπωρο του 1940 για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σφραγίστηκαν από οικονομική δυσπραγία και σοβαρά προβλήματα υγείας (λευχαιμία). Οι φίλοι και συμπατριώτες του Μπάρτοκ, ο αρχιμουσικός Φριτς Ράινερ και ο βιολονίστας Γιόζεφ Σίγκετι, σε μία προσπάθειά τους να τονώσουν το ηθικό του συνθέτη, απευθύνθηκαν το καλοκαίρι του 1943 στον μαέστρο της Συμφωνικής της Βοστόνης Σερζ Κουσεβίτσκυ ζητώντας του να παραγγείλει ένα συμφωνικό έργο στον Μπάρτοκ. Εκείνος όντως προέβη σε σχετική παραγγελία, προϊόν της οποίας ήταν το Κοντσέρτο για ορχήστρα, γραμμένο μεταξύ της 15ης Αυγούστου και της 8ης Οκτωβρίου 1943. Η πρεμιέρα του δόθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1944 από την Συμφωνική της Βοστόνης υπό τη διεύθυνση του Κουσεβίτσκυ. Το έργο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και έκτοτε έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πιο αγαπητά και εύληπτα έργα του Μπάρτοκ.

Ο όρος «Κοντσέρτο για ορχήστρα» φαινομενικά είναι παράδοξος, αφού ένα κοντσέρτο παραδοσιακά γράφεται για ένα σολιστικό όργανο (ή σπανιότερα για περισσότερα) και ορχήστρα. Η ιδιαιτερότητα ενός κοντσέρτου για ορχήστρα έγκειται στον συστηματικό χειρισμό μεμονωμένων οργάνων ή ομάδων της ορχήστρας εκ περιτροπής κατά τρόπο σολιστικό. Το Κοντσέρτο για ορχήστρα του Μπάρτοκ έχει πέντε μέρη, που κατά τον συνθέτη «μεταβαίνουν σταδιακά από την αυστηρότητα του πρώτου μέρους και το πένθιμο τραγούδι του τρίτου προς το ολοζώντανο φινάλε». Έτσι, οι πυλώνες του αψιδωτού αυτού μουσικού οικοδομήματος είναι το πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο μέρος, ανάμεσα στα οποία το δεύτερο και το τέταρτο λειτουργούν ως ανάλαφρα ιντερμέδια.

Η αργή εισαγωγή του πρώτου μέρους στηρίζεται σε ένα μελαγχολικό θέμα, που διαδοχικά εμφανίζεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση σε φλάουτα, τρομπέτες και έγχορδα. Από εκεί και ύστερα εκτυλίσσεται μία λίγο-πολύ τυπική φόρμα σονάτας. Το δεύτερο μέρος («παιχνίδι των ζευγαριών») παρουσιάζει το ένα μετά το άλλο ζευγάρια πνευστών, οι γραμμές των οποίων κινούνται παράλληλα: τα φαγκότα σε έκτες, τα όμποε σε τρίτες, τα κλαρινέτα σε έβδομες, τα φλάουτα σε πέμπτες, οι τρομπέτες σε δεύτερες. Θεματικά οι πέντε ενότητες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, ενώ στο κέντρο του μέρους παρεμβάλλεται ένα απροσδόκητα τονικό χορικό των χάλκινων πνευστών, πριν την επανέκθεση των πέντε ενοτήτων με πιο σύνθετη ενορχήστρωση. Η ακόλουθη Ελεγεία είναι χαρακτηριστική της λεγόμενης «νυχτερινής μουσικής» του Μπάρτοκ. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο για να αποδώσει μία μουσική που αποσκοπεί στο να αποτυπώσει τους ήχους αλλά και τη γενικότερη αίσθηση της νύχτας στη φύση. Το όμποε εισάγει το ανάλαφρο θέμα του σύντομου ιντερμέτζου, που στην πορεία του διακόπτεται από μία ειρωνική, καυστική παρωδία ενός θέματος από την Έβδομη Συμφωνία του Σοστακόβιτς. Το φινάλε αποτελεί ένα ορχηστρικό tour de force. Η διάθεση είναι χορευτική και εξωστρεφής σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του μέρους, που σύμφωνα με τον Μπάρτοκ εκφράζει «έναν χορευτικό παροξυσμό, μες στον οποίο όλοι οι λαοί του κόσμου δίνουν τα χέρια».

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1874, ο Τσαϊκόφσκυ, επισκέφτηκε τον φίλο του Νικολάι Ρουμπινστάιν (σημαντικό πιανίστα, συνθέτη και ιδρυτή του Ωδείου της Μόσχας), προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη του για το μόλις γραμμένο Κοντσέρτο του για πιάνο, το οποίο ήθελε να του αφιερώσει. Ο Ρουμπινστάιν το αποδοκίμασε με άκρως αρνητικούς χαρακτηρισμούς και ο Τσαϊκόφσκυ, μη θέλοντας να αλλάξει κάτι στο έργο, το έστειλε κατόπιν στον μεγάλο πιανίστα και αρχιμουσικό Χανς φον Μπύλοφ, ο οποίος εξαρχής διείδε σε αυτό «πρωτοτυπία, δύναμη, μεγαλείο και ωριμότητα». Έτσι, έγινε ο αποδέκτης της σχετικής αφιέρωσης από το συνθέτη και παράλληλα είχε την τιμή της πρώτης του εκτέλεσης, η οποία έλαβε χώρα στις 25 Οκτωβρίου 1875 στη Βοστόνη (υπό τη διεύθυνση του Μπέντζαμιν Τζόνσον Λανγκ) κατά τη διάρκεια περιοδείας του στην Αμερική. Αυτή υπήρξε η αρχή της πορείας ενός Κοντσέρτου, που μέχρι σήμερα έχει αγαπηθεί, ερμηνευθεί και ηχογραφηθεί όσο ελάχιστα έργα στην ιστορία.

Πάντως για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί, ότι λίγο αργότερα ο Νικολάι Ρουμπινστάιν αναθεώρησε έμπρακτα τις αρχικές του απόψεις γινόμενος ένας από τους πρώτους πιανίστες που το ενέταξαν στο ρεπερτόριό τους αλλά και διδάσκοντάς το σε λαμπρούς μαθητές του. Τελικά η φιλία του πιανίστα με τον συνθέτη ξεπέρασε την πρόσκαιρη σκιά πλήρως, με επιστέγασμα την απόφαση του Τσαϊκόφσκυ να αφιερώσει το επόμενο κοντσέρτο του για πιάνο στον Ρουμπινστάιν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την σπουδαία ερμηνεία του στο Πρώτο.

Για τους πιανίστες το Κοντσέρτο αποτελεί διαχρονικά μία ύψιστη δεξιοτεχνική πρόκληση· ο Τσαϊκόφσκυ δεν υπήρξε βαθύς γνώστης του πιάνου και ίσως γι’ αυτό το έργο βρίθει περασμάτων εξόχως «άβολων» πλην αφάνταστα λαμπερών και ισχυρών. Από την άλλη, οι μοναδικά λυρικές μελωδίες του απαιτούν μία απόλυτη ηχητική ευαισθησία στην προσέγγισή τους.

Η εισαγωγή του πρώτου μέρους αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα σημεία όλου του έργου, με το πιάνο αρχικά να συνοδεύει δυναμικά τη διάσημη μελωδία της ορχήστρας και στη συνέχεια να εκθέτει μία δεξιοτεχνική καντέντσα. Μετά την επανεμφάνιση της αρχικής μελωδίας εκτυλίσσεται μία τυπική φόρμα σονάτας κοντσέρτου, το κύριο θέμα της οποίας έλκει την καταγωγή του από μία λαϊκή μελωδία, που ο Τσαϊκόφσκυ είχε ακούσει να τραγουδά ένας τυφλός επαίτης στον δρόμο. Μετά από την παρουσίαση (από το κλαρινέτο) του δεύτερου θέματος και την ανάπτυξή του, ακολουθεί μία συγκλονιστική αντιπαράθεση πιάνου και ορχήστρας στην ενότητα της επεξεργασίας και η επανέκθεση του θεματικού υλικού με την αναμενόμενη προσθήκη μίας δεξιοτεχνικότατης και εκτενούς καντέντσας.

Το δεύτερο μέρος ανοίγει -και ολοκληρώνεται- με μία αιθέρια μουσική ενότητα. Σε πλήρη αντίθεση, το γρήγορο μεσαίο τμήμα έχει το χαρακτήρα ενός δυναμικού σκέρτσου. Η βασική του μελωδία προέρχεται από το γαλλικό τραγούδι «Il faut s’amuser, danser et rire” («Κανείς πρέπει να διασκεδάζει χορεύοντας και γελώντας»). Το φινάλε, που αναθεωρήθηκε από τον συνθέτη το 1889, πρόκειται για ένα χορευτικό μέρος όλο φρεσκάδα και ενεργητικότητα, με το κύριο θέμα του να βασίζεται σε παραδοσιακό τραγούδι της Ουκρανίας.

Συμπαραγωγή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.

Η ανακοίνωση για την αλλαγή σολίστ

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι σοβαροί λόγοι υγείας δεν επιτρέπουν στην Khatia Buniatishvili να συμπράξει μαζί μας την Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024.

Το 1ο Κοντσέρτο για πιάνο του Π.Ι. Τσαϊκόφσκι στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού θα ερμηνεύσει o βαθιά εκφραστικός βιρτουόζος Alexei Volodin (Αλεξέι Βολόντιν) στην πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα.

Σε περίπτωση που επιθυμείτε την επιστροφή του αντιτίμου του εισιτηρίου σας, μπορείτε να στείλετε σχετικό αίτημα στο boxoffice@aefestival.gr

Photo Credit: Marco Borggreve

Διαβάστε επίσης:

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου: Η οπτική ταυτότητα και το Καλλιτεχνικό Πρόγραμμα 2024
Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024: Οι παραγωγές που θα παρουσιαστούν στο Ηρώδειο

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ