Το ενδιαφέρον του Πεσσόα για την Ιαπωνία γεννήθηκε γύρω στο 1910. Στα χειρόγραφά του εκείνης της εποχής βρέθηκαν κείμενα από (ή σχετικά με) τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου και, όταν το 1921 ο Pessoa ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Olisipo, ένα από τα πρώτα του σχέδια –που δεν πρόλαβε να ευοδωθεί– ήταν η κυκλοφορία ενός βιβλίου με χαϊκού και άλλα ιαπωνικά ποιήματα, τα οποία είχε επιμεληθεί ο ίδιος.
Δεν αρκέστηκε όμως σε αυτό: η αγάπη του για τα ιαπωνικά γράμματα και, ειδικότερα, για τη συγκεκριμένη μορφή ποίησης, που είχε αρχίσει να διαδίδεται στην Ευρώπη ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, τον ώθησε να συνθέσει και ο ίδιος είκοσι ένα χαϊκού, δεκαέξι από τα οποία γράφτηκαν στην αγγλική και πέντε στην πορτογαλική γλώσσα. Το εν λόγω corpus ποιημάτων είδε το φως της δημοσιότητας πριν από ελάχιστα χρόνια.
Τα χαϊκού του Πεσσόα, ενδεικτικά του πνεύματος αυτού του τόσο ιαπωνικού αλλά και τόσο οικουμενικού ποιητικού είδους, δεν αποκαλύπτουν, απλώς, μία ακόμη πτυχή της πολύπλευρης λογοτεχνικής δραστηριότητας του δημιουργού τους· μοιάζουν, απεναντίας, να αντικατοπτρίζουν την πεμπτουσία της σκέψης και της ποιητικής του. Πράγματι ο Πεσσόα, μέσω των περίφημων ετερωνύμων του, δήλωνε ότι σκεφτόταν «με τα μάτια και τ’ αυτιά» –όπως απαιτεί το χαϊκού–, ενώ με αφοπλιστική απλότητα παραδεχόταν «δεν υπάρχω» – ακριβώς όπως ο ποιητής που συνθέτει χαϊκού δεν υφίσταται στα ποιήματά του.
Αν «η λογοτεχνία είναι ο πιο ευχάριστος τρόπος να αγνοούμε τη ζωή», καθώς έγραψε στο διάσημο Βιβλίο της ανησυχίας, ο σπουδαίος Πορτογάλος βρήκε στο χαϊκού, το λιγότερο «λογοτεχνικό» ποιητικό είδος, ένα μέσο να αιχμαλωτίσει, και να διατηρήσει ατόφια, θραύσματα της ζωής, στιγμές στο χρόνο, που, κατά παράδοξο και συνάμα καθησυχαστικό τρόπο, μας μεταδίδουν την αίσθηση του φευγαλέου και του αιώνιου μαζί…