Από την τρυφερή του ηλικία, ο Φερνάντο Πεσσόα θα έρθει αντιμέτωπος με την εμπειρία της απώλεια στις πιο οδυνηρές της εκφάνσεις και η θεματική του θανάτου θα απασχολήσει εξίσου τον ορθώνυμο συγγραφέα και τους ετερώνυμούς του: τον Αλμπέρτο Καέιρο, τον Ρικάρντο Ρέις, τον Άλβαρο ντε Κάμπος, τον Μπερνάντο Σοάρες, τον Μπαράο ντε Τέιβε.
Σ’ αυτά τα ανέκδοτα μέχρι προσφάτως διηγήματα που φέρουν την υπογραφή του Φερνάντο Πεσσόα -ορισμένα εκ των οποίων συναγωνίζονται σε λυρικότητα την ποίησή του και άλλα μαρτυρούν τις κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και εν γένει επιστημολογικές ανησυχίες του- προαναγγέλλονται και αναπαριστώνται αυτοκτονίες, διαπράττονται φόνοι, συμβαίνουν θάνατοι αιτιολογημένοι και αναιτιολόγητοι, ενώ πάντα στο βάθος ακούγεται η απαράμιλλη φωνή του ποιητή που ορίζει:
Θάνατος είναι η στροφή του δρόμου,
Πεθαίνω είναι δεν με βλέπουν πια.
Φερνάντο Πεσσόα
Ο Φερνάντο Πεσσόα (Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa) ήταν Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα το 1888.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών επιστρέφει στη Λισαβώνα, που δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Διαλέγει το επάγγελμα του συντάκτη-μεταφραστή και αναλαμβάνει την εμπορική αλληλογραφία μερικών οίκων της εμπορικής Κάτω Πόλης της Λισαβώνας, εργασία με πενιχρές αποδοχές, που όμως τον απαλλάσσει από τις δεσμεύσεις του ωραρίου και του συγκεκριμένου χώρου.
Το μεγαλύτερο μέρος του σπουδαίου έργου του έμεινε αδημοσίευτο ως το θάνατο του, 30 Νοεμβρίου 1935. Ως τότε, ο Πεσσόα είχε δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο στα Πορτογαλικά, με τίτλο Mensagem, δύο πλακέτες με αγγλικά ποιήματα -γιατί ο Πεσσόα ήταν δίγλωσσος και έγραφε με μεγάλη άνεση στην αγγλική γλώσσα- καθώς και μερικά λογοτεχνικά και πολιτικά μανιφέστα. Ήταν επίσης γνωστός ως εκδότης της επιθεώρησης Athena (1924-25), και ως συνεργάτης σε διάφορα πρωτοποριακά έντυπα, και κυρίως στο Orpheu (1915), όργανο του μοντερνιστικού κινήματος.
Μετά το θάνατο του (από κολικό του νεφρού), τα άπαντα του εκδόθηκαν σε οκτώ τόμους, υπογραμμένα με τα διάφορα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς ο Πεσσόα και που, όπως έλεγε, εξέφραζαν τις διάφορες προσωπικότητες που συνυπήρχαν μέσα του: του “Αλβέρτο Καρέιρο”, του “Αλβάρο δε Κάμπος” και του “Ρικάρδο Ρέις”‘.