Η ομάδα σύρμα παρουσιάζει στη σκηνή Black Box του Θεάτρου Επί Κολωνώ την παράσταση με τίτλο «6 βύσσινα στον κήπο» σε σκηνοθεσία Φιλιώς Λούβαρη. Η σκηνοθέτιδα της παράστασης – που ταυτόχρονα πρωταγωνιστεί σε αυτήν- απάντησε στις ερωτήσεις του www.culturenow.gr για τη σύλληψη και την παρουσίαση της παράστασης, σε μια άκρως ενδιαφέρουσα θεατρική διασκευή του περίφημου Βυσσινόκηπου του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Αντόν Τσέχωφ.
Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας
Φωτογραφία 2: Νίκος Κατσαρός
Culturenow.gr: Παρουσιάζετε στο θέατρο Επί Κολωνώ την παράσταση «6 βύσσινα στον κήπο». Πώς προέκυψε η σύλληψη του έργου;
Φιλιώ Λουβάρη: Ο Τσέχωφ είναι ένας συγγραφέας που πάντα μου έδινε πνευματική τροφή, όχι μόνο μέσα από τα θεατρικά του έργα, αλλά και από τα διηγήματά του, τις επιστολές του, ακόμα και μέσα από τη ζωή του, από τη θεώρησή του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και νομίζω ότι οι λόγοι που τρεις ομάδες αυτή την συγκεκριμένη εποχή που διανύει η Ευρώπη, εξερευνούν και ανεβάζουν στη σκηνή εκδοχές του «Βυσσινόκηπου» είναι αυτονόητοι: μια εποχή φεύγει και μια καινούργια τη διαδέχεται. Οι ήρωές του, ανίκανοι και φοβισμένοι για να αντιδράσουν, δεν έχουν παρά να αποδεχτούν την κατάσταση και να προχωρήσουν, όχι με θυμό, αλλά με μια βαθειά συναίσθηση ότι έφταιξαν. Η πρότασή μας “6 βύσσινα στον κήπο” πειραματίζεται στο “εδώ και τώρα” μιας παράστασης. Επιχειρούμε, δηλαδή, να ανεβάσουμε στη σκηνή την πραγματική συνθήκη: Πέντε ηθοποιοί μιας ομάδας θεάτρου, προσπαθούν να βρουν τον σωστό τρόπο να ανεβάσουν τον “Βυσσινόκηπο”, στην Ελλάδα του 2012. Θα χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα, όλες τις “σχολές” υποκριτικής, θα επενδύσουν όλο τους τον εαυτό για να τα καταφέρουν, παρόλες τις δυσκολίες. Κοινός παρανομαστής στην προσπάθειά τους είναι η απόλυτη αμεσότητα και ειλικρίνεια.
Cul.N.: Τι θέλετε να εκφράσετε, με αυτή τη -διαφορετική- εκδοχή του Βυσσινόκηπου, του Αντόν Τσέχοφ;
Φ.Λ.: Θέλουμε να πειραματιστούμε με τις έννοιες «φόβος», «αγωνιστικότητα» και «συνειδητότητα». Θέλουμε να εξερευνήσουμε τα όρια της ονειροπόλησης με την ανευθυνότητα, και τα όρια μεταξύ ατομικότητας και συλλογικότητας, μέσα από τα μάτια και σε απόλυτη επαφή με το κοινό
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Cul.N.: «Μια κωμωδία που τόσα χρόνια θεωρείται δράμα». Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ισχύει αυτό για το Βυσσινόκηπο;
Φ.Λ.: Δεν ισχύει μόνο για τον «Βυσσινόκηπο», αλλά για τα περισσότερα έργα του Τσέχωφ. Και δεν είναι η δική μου γνώμη, αυτή. Ο ίδιος ο Τσέχωφ, που μελετήσαμε όλη την επιστολογραφία του σε σχέση με τον “Βυσσινόκηπο”, γράφει χαρακτηριστικά, μετά την πρεμιέρα, στον Στανισλάφσκι: “Αυτό είναι το έργο μου; Μια σκηνή που θα έπρεπε να διαρκεί 5 λεπτά, εσείς την παίζετε σε είκοσι! Δεν έχετε καταλάβει τα αστεία μου, το έργο είναι σχεδόν φάρσα, πώς είναι δυνατόν να μην το καταλάβατε;” Ήταν πολύ πικραμένος που οι αφίσες το ανέφεραν σαν “δράμα”, ενώ ο ίδιος, στο εξώφυλλο σημειώνει: “κωμωδία σε τέσσερις πράξεις”. Ίσως αυτό συνέβη διότι ο Τσέχωφ είχε πάντα μια αδιόρατη ειρωνεία, ως προς τα δραματικά πρόσωπα και τις απελπιστικές καταστάσεις της καθημερινότητας. Τρανό παράδειγμα είναι ο μονόλογος της Μάσσα από τον «Γλάρο» (κι αυτή μια κωμωδία που ανεβαίνει συχνά σαν δράμα) όπου όταν την ρωτούν «γιατί φοράς μαύρα;» εκείνη απαντάει «πενθώ για τη ζωή μου». Είναι πολύ εύκολο να εκλάβει ένας σκηνοθέτης, και ειδικά εκείνης της εποχής, αυτή τη δήλωση ως δραματική…αυτό έγινε με τον Στανισλάφσκυ, στα πρώτα ανεβάσματα των έργων του Τσέχωφ, και παρόλες τις αντιρρήσεις του ίδιου του συγγραφέα, έγιναν κατά κάποιον τρόπο κατεστημένο. Μόνο τα τελευταία χρόνια άλλαξε αυτό και αξιοποιείται το κωμικό στοιχείο τους. Φυσικά το κωμικό στοιχείο στον Τσέχωφ δεν είναι ποτέ μονοδιάστατο, και υπάρχουν κρυμμένα νοήματα στις σιωπές, ή ανάμεσα από τις λέξεις. Είναι τόσο ανθρώπινο κι αληθινό αυτό, και μας γοήτευσε από την πρώτη στιγμή. Έτσι προσπαθήσαμε να διαφυλάξουμε αυτή τη λεπτή ισορροπία μεταξύ κωμικού και τραγικού.
Cul.N.: Σε σκηνοθετικό επίπεδο (από τη στιγμή που είστε και η σκηνοθέτις), που θελήσατε να δώσετε έμφαση; Ποια αντιπαραβολή μπορεί να γίνει σε αυτό το σημείο, σε σύγκριση με τον Βυσσινόκηπο;
Φ.Λ.: Η ραχοκοκαλιά της παράστασης είναι το πώς αντιδρά ο καθένας μας όταν χάνει κάτι αγαπημένο, τι του δημιουργεί αυτή η απώλεια, πώς την διαχειρίζεται και τελικά που οδηγείται από αυτήν. Αυτό φαίνεται επί σκηνής είτε με πολύ απλές δράσεις, είτε με πιο αφαιρετικές, κινησιολογικές σκηνές. Περνάμε, όλοι οι ηθοποιοί, από τον ρόλο του ηθοποιού, του αφηγητή και του χαρακτήρα από τον «Βυσσινόκηπο» πάνω στον οποίο δούλεψε ο καθένας. Η αντιπαραβολή με τον «Βυσσινόκηπο» δεν έχει να κάνει με μία γραμμική αφήγηση τη ιστορίας του, αλλά με μία σε βάθος παρατήρηση του αντίκτυπου των γεγονότων στους ήρωες. Ένας θεατής το εξέφρασε αυτό πολύ σωστά: Μας είπε ότι δεν είδε τα «επεισόδια» του «Βυσσινόκηπου», αλλά τα αντιλήφθηκε μέσα από το αποτέλεσμα που είχαν επάνω μας, σαν μέσα σε καθρέφτη. Σαν να αισθανόταν το γεγονός λόγω της κατάστασης που βιώνε ο καθένας μας επάνω στη σκηνή. Για μένα είναι σαν ένα μονοπάτι που άθελά τους οι ηθοποιοί καταλήγουν να “συναντηθούν” με τους ήρωες του έργου του Τσέχωφ, επειδή βιώνουν ανάλογες καταστάσεις. Και –γιατί να το κρύψουμε;- βιώνουν και οι πολίτες της Ελλάδας του σήμερα.
Cul.N.: Είστε ιδρυτικό μέλος της ομάδας σύρμα, όπου συνυπάρχουν το θέατρο και ο χορός. Ποιος είναι ο απώτερος στόχος αυτής της ομάδας, όσον αφορά στη συνύπαρξη των δυο τεχνών;
Φ.Λ.: Επειδή θεωρούμε ότι δεν υπάρχει, στην πραγματικότητα, διαχωρισμός “χορευτή” και “ηθοποιού”, κι ότι επάνω στη σκηνή χρειάζεται να υπάρχουν ζωντανοί οργανισμοί που εκφράζονται με όλα τους τα μέσα, προσπαθούμε να χρησιμοποιούμε ισάξια το σώμα και τον λόγο, χωρίς να σκεφτόμαστε ποιο θα είναι το “ποσοστό” λόγου ή κινησιολογίας μέσα σε μια παράσταση. Προσπαθούμε, με άλλα λόγια, να διατηρήσουμε, όσο είναι δυνατό, μια αλήθεια πραγματικότητας, ωστέ να επικοινωνούμε αληθινά με το κοινό, και όχι μέσα από θεατρικές συμβάσεις. Για αυτόν το λόγο, δίνουμε μεγάλη σημασία στην προφορικότητα και την απευθυντικότητα του λόγου μας και των δράσεών μας, αφαίρόντας κάθε τι “έντεχνο” και “δεξιοτεχνικό”.
Cul.N.: Στην τωρινή κοινωνική και οικονομική συγκυρία, θεωρείτε πως οι μικρές καλλιτεχνικές ομάδες μπορούν να αποτελέσουν μια διέξοδο;
Φ.Λ.: Ναι, μόνο όμως αν αυτές οι μικρές ομάδες λειτουργήσουν συλλογικά, βοηθώντας η μία την άλλη. Αυτό, ευτυχώς, έχει αρχίσει να γίνεται, γιατί τα προηγούμενα χρόνια είχα παρατηρήσει ότι ο καθένας ήταν τόσο απορροφημένος από τη δουλειά του, που στην ουσία δεν υπήρχε ίχνος διαλόγου στις παραστατικές τέχνες.
Cul.N.: Με ποια συναισθήματα θα θέλατε να φύγουν οι θεατές, αφού παρακολουθήσουν την παράσταση «6 βύσσινα στον κήπο»;
Φ.Λ.: Θα ήθελα (διακαώς!) να φύγουν με μια αίσθηση ότι του μιλήσαμε για τη δική του ζωή, ότι του είπαμε, με τον τρόπο μας, μια ιστορία που τον αφορά. Όσο για τα συναισθήματά του, θα ήθελα απλά να ξέρω ότι δεν τα “καθοδηγήσαμε”, αλλά τον αφήσαμε να νοιώσει ελεύθερα ό, τι ένοιωσε.
Cul.N.: Εκτός από το παρόν έργο, έχετε κάποια συγκεκριμένα σχέδια για τη συνέχεια, είτε ως ομάδα σύρμα, είτε προσωπικά ως Φιλιώ;
Φ.Λ.: Το μόνο συγκεκριμμένο σχέδιο προς το παρόν, είναι να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να δουλεύουμε μαζί, πράγμα δύσκολο λόγω οικονομικών συνθηκών. Θα ήθελα να οργανωθούμε ώστε η ομάδα να γίνει πιο “εξωστρεφής”, να πάρουμε μέρος σε φεστιβάλ, και στη Ελλάδα και στην Ευρώπη. Ως Φιλιώ, θέλω να επιμορφωθώ, να συναντήσω αξιόλογους δασκάλους, σκηνοθέτες και ομάδες από τους οποίους μπορώ να μάθω και να εξελιχθώ, για να έχω “τροφή” και για την ομάδα, στο μέλλον.