Φώτης Δούσος: Το αστυνομικό τείνει να γίνει το απόλυτο «κοινωνικό» μυθιστόρημα της εποχής μας

Ο Φώτης Δούσος απαντά στις ερωτήσεις του CultureNow για το πρώτο του μυθιστόρημα ‘Η λίστα του Λεπορέλο’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.

Ένας σίριαλ κίλερ βάζει στο στόχαστρο εκδότες και ο Γιάννης Δημάδης έχει βάσιμες υποψίες ότι το όνομά του βρίσκεται στη λίστα του δολοφόνου. Ένα αστυνομικό που εκτυλίσσεται στον χώρο του βιβλίου είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Φώτη Δούσου, ο οποίος στο παρελθόν έχει καταπιαστεί με το παιδικό βιβλίο αλλά και με το δοκίμιο. Θεατρολόγος, μουσικός, συνάμα και ερευνητής μιας και αυτό το διάστημα εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή για τις τεχνικές της πλοκής στο νεοελληνικό μυθιστόρημα, ο πολυπράγμων συγγραφέας μάς μιλά για τη σπουδαιότητα της πλοκής στον κατακερματισμένο κόσμο που ζούμε, για το αστυνομικό μυθιστόρημα και πώς αυτό αναδεικνύεται στο «κοινωνικό» μυθιστόρημα της εποχής μας, για τον ρόλο της κριτικής, αλλά και για τα επόμενα σχέδιά του.


– Έχετε υπηρετήσει, και εξακολουθείτε να υπηρετείτε, εκτός από τη λογοτεχνία τόσο το θέατρο όσο και τη μουσική. Ποια είναι τα εκφραστικά μέσα της λογοτεχνίας που σας ελκύουν σε αυτή;

Το θέατρο διδάσκει οικονομία στην έκφραση, σαφήνεια στη διατύπωση, πυκνότητα λόγου και νοημάτων, δραματική ένταση και πολλά άλλα. Η μουσική μας δείχνει τη σημασία του αυτοσχεδιασμού, του ρυθμού, της αρμονίας, της εξάσκησης και των κανόνων. Με τη λογοτεχνία ασχολούμαι από 14 χρονών. Είναι η πιο παλιά μου αγάπη και η πιο μακρόχρονη. Θεωρώ ότι περικλείει πολλά από τα διδάγματα των άλλων τεχνών. Τι με ελκύει σε αυτήν δεν είναι εύκολο να πω. Σε κάθε περίοδο της ζωής μου πιθανόν να είναι κάτι διαφορετικό. Σίγουρα υπάρχει μια πειστική ψυχαναλυτική ερμηνεία στο πώς και γιατί διαλέγουμε το επάγγελμα ή το χόμπι μας. Σήμερα είναι για μένα ένας τρόπος να συνδέομαι με βαθύτερα κομμάτια του εαυτού μου καθώς και ένας δρόμος για να συναντώ τους άλλους.

– Το πρώτο σας μυθιστόρημα με τίτλο Η λίστα του Λεπορέλο ανήκει στην αστυνομική λογοτεχνία, λογοτεχνικό είδος το οποίο, όπως έχετε δηλώσει, αξιολογούσατε κάποτε ως “παραλογοτεχνία”. Τι είναι αυτό που σας έκανε να αλλάξετε γνώμη;

Όλοι μπορεί να περιπέσουμε σε πλάνη κάποια περίοδο της ζωή μας. Η έρευνα, τα ενδιαφέροντα, οι αναζητήσεις μου τα τελευταία χρόνια, από άποψη ακαδημαϊκή, διδακτική, προσωπική με έχουν οδηγήσει στην πλοκή. Ένα πεδίο που ακόμα και η αφηγηματολογία το περιφρόνησε για πολλές δεκαετίες, εξοβελίζοντάς το στις δομές επιφάνειας του κειμένου. Η πλοκή όμως είναι ένα πανάρχαιο αφηγηματικό όχημα με αρχετυπική δύναμη και βαθιές συμβολικές προεκτάσεις. Έλκει την καταγωγή της από αρχέγονες τελετουργίες και είναι παλαιότερη από τον χαρακτήρα και από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της αφήγησης. Θα πρέπει να τη σεβόμαστε λοιπόν σαν ένα κομμάτι της μυθοπλασίας με αξιοθαύμαστη δύναμη επιβίωσης. Μέσα από τις μεταμορφώσεις και τους μετασχηματισμούς της φωτίζει διαχρονικά κάθε επείγον ζήτημα της ανθρώπινης κατάστασης. Ειδικά σήμερα, μετά τη διάλυση κάθε αίσθησης ενότητας που έφερε η μετανεωτερικότητα, χρειαζόμαστε την πλοκή περισσότερο από ποτέ· όχι σαν πανάκεια ή κάποιο είδος ζωτικού ψεύδους, αλλά για να μας βοηθήσει να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας με τον κατακερματισμένο κόσμο στον οποίο βρισκόμαστε. Η μυθοπλασία είχε και έχει πάντα μια ιαματική διάσταση. Και η πλοκή με την ενδογενή της αισιοδοξία, παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε αυτήν.

Το αστυνομικό είναι η ναυαρχίδα της πλοκής. Άρα ένα πολύ καλό πεδίο εφαρμογής και ελέγχου των παραλλαγών της. Εδώ κοστίζουν τρομερά τα λάθη, οι ασυνέπειες, οι αυθαιρεσίες, οι τρύπες, η έλλειψη συνοχής. Επίσης το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το αστυνομικό τείνει να γίνει το απόλυτο «κοινωνικό» μυθιστόρημα της εποχής μας, δίνει τη δυνατότητα για διερεύνηση πολλών και διαφορετικών θεμάτων και έχει αναγκάσει να στραφούν προς το μέρος του όλο και περισσότεροι «σοβαροί» αναγνώστες.

– Είναι πολλοί αυτοί που εμπλέκονται στον χώρο του βιβλίου: ο συγγραφέας, ο επαγγελματίας αναγνώστης, ο επιμελητής, ο εκδότης, ο κριτικός, και φυσικά το αναγνωστικό κοινό. Γιατί επελέγησαν οι εκδότες ως στόχοι του σίριαλ κίλερ σας;

Όπως έχω αναφέρει κάπου, ο εκδότης είναι ένα νοητό σύνορο που χωρίζει (ή ενώνει) τον συγγραφέα από τον αναγνώστη του. Γίνεται έτσι «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» του συγγραφέα. Είναι ένας κλειδοκράτορας, πολλές φορές με την καφκική έννοια του όρου· είναι επόμενο η θέση του να δημιουργεί εμμονές, ακόμα και πάθη. Σε μια ακραία μυθοπλαστική συνθήκη όπως αυτή που βάζω στο βιβλίο, το όλο συναίσθημα μπορεί να εκτελωνιστεί και ως ξέσπασμα τυφλής βίας.

– “Δεν ήξερα κανέναν. Αλλά κατάλαβα ότι ήταν συγγραφείς από τα ρούχα, από το ύφος, από τη στάση του σώματος.” “Από το ντύσιμό της έβγαλα το συμπέρασμα ότι είναι ποιήτρια” “… αυτό που μου χρειαζόταν τώρα ήταν ψωμωμένοι και γυμνασμένοι συγγραφείς – είδος σπάνιο.” Φαίνεται ότι ο αφηγητής σας έχει μια προκαθορισμένη εικόνα για το πώς μοιάζει ένας συγγραφέας. Ποια είναι η εικόνα αυτή; Πιστεύετε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;

Αποσπασμένα από τα συμφραζόμενα τέτοια λόγια μπορεί να ακούγονται ρατσιστικά ή σεξιστικά. Ο αφηγητής, κυνικός και απογοητευμένος από τη ζωή του, μπορεί να μην είναι ο πιο συμπαθητικός άνθρωπος του κόσμου, αλλά έχει βαθιά μέσα του ριζωμένες τις αρχές της ανεκτικότητας και του σεβασμού προς τον άλλο. Κάποιοι χαρακτήρες παρουσιάζονται με τρόπο προσχηματικό για να τονιστεί το γκροτέσκο στοιχείο και η ιδιαιτερότητά τους. Το μυθιστόρημα δεν φωτογραφίζει την πραγματικότητα, αλλά την αντανακλά μέσα από παραμορφωτικούς καθρέφτες.

– “Η ερμηνεία είναι πάντοτε αυθαίρετη. Αλλά εξαρτάται από το πνευματικό βάθος, τη σκευή και τις ικανότητες του κριτικού να ανιχνεύσει κρυφά νοήματα που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά.” Σε ένα τοπίο όπου, κατά γενική ομολογία, η βιβλιοκριτική πάσχει, ποια είναι αυτή η σκευή και οι ικανότητες που ξεχωρίζουν τον καλό κριτικό και ποια τα χαρακτηριστικά της καλής κριτικής;

Ένα sine qua non χαρακτηριστικό του κριτικού, που στις μέρες μας τείνει να χαθεί,, είναι η ευθυκρισία και η τόλμη του να πει την αλήθεια. Ποιος θέλει όμως να αποκτήσει πολλούς εχθρούς; Πρέπει να εμφορείται κανείς από εριστικό πνεύμα για να ασκεί αυτό το λειτούργημα. Έχουμε βέβαια κριτικούς που είναι εξαιρετικά καταρτισμένοι, με τεράστια εμπειρία και γνώση, και με πολύ αποτελεσματικά μεθοδολογικά εργαλεία στη διάθεσή τους. Αλλά το κύριο στοιχείο της κριτικής είναι η σύγκρουση. Αν δεν υπάρχει αυτό η κριτική είναι χαϊδολόγημα.

– Οι αποθήκες των εκδοτικών οίκων που περιγράφετε στο βιβλίο σας ξεχειλίζουν από χειρόγραφα. Από την άλλη, οι νέες εκδόσεις πλέον περιλαμβάνουν εκτός από τη φυσική έκδοση και έκδοση σε ψηφιακή μορφή. Πώς βλέπετε το ψηφιακό βιβλίο τόσο ως συγγραφέας όσο και ως αναγνώστης;

Πολύ θετικά. Τα ψηφιακά βιβλία είναι πολύ χρήσιμα για μια μερίδα αναγνωστών που έχουν προβλήματα όρασης. Επίσης είναι πολύ βολικά για όλους τους υπόλοιπους. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι παραγκωνίζουν ή υπονομεύουν τα παραδοσιακά βιβλία.

– Τι καινούριο ετοιμάζετε αυτή την εποχή; Να περιμένουμε την επιστροφή κάποιων ηρώων από τη Λίστα του Λεπορέλο;

Όχι. Αλλά με ενδιαφέρει πολύ το σημείο όπου τέμνεται το έγκλημα με την τέχνη και τη διανόηση. Νομίζω ότι είναι μια θεματολογική γραμμή που μου την έχει εμπνεύσει ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ο Ρομπέρτο Μπολάνιο. Επομένως ο γενικότερος προβληματισμός και το σκωπτικό ύφος που υπάρχουν στη Λίστα του Λεπορέλο θα κρατηθούν. Η Λίστα είναι το πρώτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας που έχω στο μυαλό μου. Τα άλλα δυο βιβλία αφορούν τόσο από άποψη θέματος όσο και ως σέτινγκ το θέατρο και το Πανεπιστήμιο αντίστοιχα.


Διαβάστε επίσης:

Η Λίστα του Λεπορέλο: Το πρώτο βιβλίο του Φώτη Δούσου

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ