Ο χαράκτης επιστρέφει σε έναν χώρο οικείο όπου πέρυσι παρουσίασε δουλειά του δίπλα σε έργα των Α. Τάσσου και Γ. Κόρδη με θέμα το «Ρεμπέτικο». Στα τρία χρόνια λειτουργίας του ο εικαστικός χώρος του «Μετς» μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει συνδέσει την πορεία του με μια μαγιά νέων, εξαιρετικά ταλαντούχων δημιουργών που δείχνουν ότι θα αφήσουν βαθύ το ίχνος τους στα εικαστικά πράγματα του τόπου. Αναμφίβολα, ο Βάρθης (γ. 1983) είναι ένας από αυτούς.
Στη νέα ενότητα έργων του, ο καλλιτέχνης χαράζει τη δική του αφήγηση για το πάθος της γυναίκας διαχρονικά. Κάθε μια από τις μορφές του συναντά κάποια γυναίκα που πρωταγωνιστεί σε μία «Παραλογή» (παραλογές είναι τα δημοτικά τραγούδια μας που εμπεριέχουν στοιχεία μύθου). «Σκοπός, λέει ο χαράκτης, δεν είναι η εικονογράφηση των παραλογών, αλλά να γίνει μια ψηλάφηση του πόνου μέσα από αυτές τις φιγούρες ως συμβολικές αναπαραστάσεις».
Κάθε μια από τις γυναίκες λοιπόν πάσχει με τρόπο διαφορετικό: μια μάνα θρηνεί το χαμένο της παιδί, μια ερωτευμένη τον ανεκπλήρωτο πόθο, μια παντρεμένη τον αποχωρισμό ή την προδοσία κ.ο.κ. Τα χαραγμένα είδωλα του Φώτη Βάρθη δεν είναι πραγματικά αλλά δανείζονται από τη δημώδη παράδοση το μυθολογικό τους προσωπείο. Αν και δεν αντικατοπτρίζουν την εικόνα πραγματικού προσώπου, λειτουργούν κι αυτά σαν σύμβολα, σαν εικονικές παραλογές που δεν χορεύονται. Είναι κι αυτά με τον τρόπο τους εκτενή, αφηγηματικά τραγούδια, σαν παραμύθια και μάλιστα σκληρά, που απαγγέλλονται.
Τα εννιά χαράγματα του Βάρθη, το ένα πλάι στο άλλο, μοιάζει να συνομιλούν μεταξύ τους, ανταλάσσοντας την ανήκουστη σε μας φωνή τους μαζί με τον βουβό τους θρήνο. Η πρώτη ζωηρή εντύπωση που αποκομίζει κανείς από τις ξυλογραφίες (χάραξη σε όρθιο ξύλο), είναι η μαστοριά του Βάρθη. Ο δημιουργός έχει υποτάξει το υλικό του και αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες που του παρέχει. Το αίσθημα του καλλιτέχνη και το έντονο ψυχικό κλίμα των έργων του, βρίσκει στο ξύλο ένα στέρεο κι όμως εύπλαστο υλικό όπου μπορεί να το εκφράσει. Είναι μια ενότητα αληθινά ελευθερωμένη από κάθε χαρακτική συμβατικότητα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Συνθέσεις με τολμηρές λύσεις που υπακούουν στην εκφραστική τους αναγκαιότητα. Το λιτό σχέδιό του, μελετημένο και περιεκτικό, του επιτρέπει να προβαίνει σε τολμηρές αφαιρέσεις χωρίς να ζημιώνει τη φιγούρα του, χωρίς να της αφαιρεί κάτι από την ουσία της. Βασικό του βίωμα είναι το πάθος. Και το πάθος αυτό το μετουσιώνει σε μορφές μνημειακές, που πάλλονται ακόμη κι όταν είναι ορθές ή συστρέφονται με δραματική ένταση. Παρακολουθώντας δε τα video που έχει αναρτήσει στη διάρκεια της παραγωγής των χαρακτικών (αξίζει να αφιερώσετε χρόνο βλέποντας πώς χαράζει το ξύλο), το λεπίδι εισχωρεί με δύναμη αλλά και αποφασιστικότητα.
Δεν υπάρχει ένταση, μα σιγουριά που απηχεί την κατάκτηση του σχεδίου και τις βυζαντινές επιρροές. Εξοικειωμένος με την βυζαντινή τέχνη, ο χαράκτης αφομοιώνει την μνημειακότητα και τις λύσεις που μας έχει κληρονομήσει στην απόδοση της φιγούρας και του υπερβατικού χώρου. «Αποτελεί μια ολοκληρωμένη εικαστική γλώσσα που είναι ικανή να μεταφέρει το μήνυμα στο έπακρο», λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά. Επιπλέον ο Βάρθης παίρνει την σκυτάλη από τον πιο ουσιαστικό του «δάσκαλο», τον Α. Τάσσο. Έντονος σκιοφωτισμός, στέρεο χτίσιμο, ρυθμός, συγκίνηση και στοχασμός, είναι μερικά από τα καλλιτεχνικά εφόδια του Τάσσου.
Έτσι, στα πρόσωπα αυτά συναντάμε την ανθρώπινη οδύνη μέσα από μια έκφραση ισχυρή που δεν ξεπέφτει σε γλυκερούς μελοδραματισμούς. Οι γυναίκες του Βάρθη δεν είναι αλύγιστες εκφραστικά, όπως η εικόνα μιας αγίας, μα διατηρούν ένα μεγαλείο καθώς παραμένουν «όρθιες ακόμη κι όταν πέφτουν», όπως θά λεγε κι ο Τάσσος. Το γυναικείο πορτρέτο που τιτλοφορεί «Γυναίκες που ξεπληρώνουν πάθη»θεωρώ ότι συναντά την συγκλονιστική προσωπογραφία που αφιέρωσε ο Τάσσος στον Λόρκα. Επομένως, μιλάμε για μία γραφή που δεν εικονογραφεί αλλά εικονίζει. Δεν αφηγείται αλλά συλλέγει. Ο νους και η τέχνη του νεαρού χαράκτη είναι επικεντρωμένη στο ακαριαίο απείκασμα της έκφρασης, της αίσθησης.
Ο Βάρθης, όμως, δεν δείχνεται μόνο ικανός «επίγονος» του Τάσσου. Συνεπής στο δρόμο του, εξελίσσει το ταλέντο του αναζητώντας το προσωπικό του ύφος, αυτό που θα τον καθιερώσει ως μια φωνή που δεν μπερδεύεται με τίποτε άλλο. Και βέβαια, μια φωνή που απαντά στα αιτήματα του καιρού της. Σήμερα οι γυναίκες αναζητούν τη φωνή τους μέσα από κινήματα και διεκδικήσεις, μέσα από την απαίτηση της αναγνώρισης. Αυτό το έγκλημα έρχεται από τα παλιά, από τις παθιασμένες μαινάδες, τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, τη «Στέλλα» που ο εραστής της κρατάει μαχαίρι. Ο Βάρθης ορθώνει μία φωνή στέρεη στα «πάθη» των γυναικών, οι οποίες σαρκώνονται ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο. Εμβληματικά στη σύλληψή τους, μνημειώδη στο ύφος τους, τα χαρακτικά αυτά απηχούν και τη φύση της ίδιας της ξυλογραφίας.
Καμωμένα με μόχθο, είναι αληθινά δείγματα κι αυτά μιας σπάνιας καλλιτεχνικής έκφρασης, της χαρακτικής, που μας έχει χαρίσει έργα που νικούν τον χρόνο και «μιλάνε» σε κάθε εποχή. Ο Βάρθης έχει μια μεγάλη ευθύνη. Ο κόσμος της χαρακτικής περιμένει πράγματα από αυτόν και μάλιστα από πολύ νωρίς. Από τα χρόνια της σπουδής του στην ΑΣΚΤ, έδειξε τις ικανότητές του. Πέρασε όλα τα στάδια της παραδοσιακής έντυπης τέχνης, από τη φιλοτέχνηση των χαρακτικών ως τη συγγραφή και το στήσιμο των κειμένων σε ένα τελικό έργο με μορφή βιβλίου, χαρίζοντάς μας την «Ρομφαία της Αυγής».
Το έργο αυτό προκάλεσε αμέσως αίσθηση, παρουσιάστηκε στο ευρύ κοινό και, ας επιτραπεί εδώ να εκτιμήσω, θα μείνει έργο «κλασικό» στην νεότερη ιστορία της εγχώριας χαρακτικής. Το βιβλίο μαζί με τις ξυλογραφίες του θα δειχτούνε στο «Μετς» ως το απαραίτητο στοιχείο παρουσίασης του καλλιτέχνη στην αυγή της χαρακτικής του ενασχόλησης. Η έκθεση συνιστά ένα ιδιαίτερο γεγονός για τους λάτρεις της χαρακτικής, καθώς εκτός από τη νέα ενότητα των ξυλογραφιών και την παλαιότερη των 14 χαρακτικών από την «Ρομφαία της Αυγής», θα παρουσιαστούν οι ξύλινες μήτρες των έργων μαζί με προσχέδια και δοκιμαστικά τυπώματα των έργων.
Στις «εννιά σπουδές στον πόνο» ο Φώτης Βάρθης παρουσιάζει μια δουλειά που έχει ουσιαστική ενότητα, αντιπροσωπεύει την πορεία του και δείχνει με τρόπο ουσιαστικό, την εξέλιξή του. Η συνεχής τάση για ανανέωση των μορφών του μαζί με το βαθύ ανθρώπινο αίσθημα που τον γεμίζει και την γνησιότητα του οράματός του – «η παραγωγή κάθε έργου είναι ένα είδος προσευχής» έχει πει -, όλες αυτές οι προϋποθέσεις για μια υψηλή δημιουργία, δημιουργούν βάσιμες ελπίδες ότι θα ρίξει άφθονο νερό στο ποτάμι της ελληνικής χαρακτικής.
Γιώργος Μυλωνάς
Ιστορικός τέχνης