Το 1988, µε τη Νανά Καραµαγκιώλη και µερικούς φίλους και µαθητές, ιδρύσαµε τον Φωτογραφικό Κύκλο, του οποίου έγινα πρόεδρος και εκείνη αντιπρόεδρος. Λίγα χρόνια µετά ο πρόεδρος παντρεύτηκε την αντιπρόεδρο και έκτοτε -και µέχρι σήµερα- παραµείναµε πρόεδρος, αντιπρόεδρος και σύζυγοι.
Η Νανά υπήρξε στην κυριολεξία η πρώτη µαθήτρια µου το 1981, πάνω στην οποία δοκίµασα και τα πρώτα διδακτικά µου βήµατα. Δεν σταµάτησε ποτέ να φωτογραφίζει -και µε σηµαντικά αποτελέσµατα- αλλά δεν ξέχασε ποτέ ότι ξεκίνησε τη φωτογραφία για παιχνίδι και χαρά. Με συνέπεια να φωτογραφίζει συχνά σε συνθήκες όπου εµείς οι άλλοι (δυστυχώς επειδή παίρναµε τον εαυτό µας υπερβολικά στα σοβαρά), δεν σηκώναµε µηχανή, ή δεν την παίρναµε καν µαζί µας.
Έτσι, µετά από κάθε σεµινάριο, εκδροµή ή ταξίδι, είχαµε όλοι να χαρούµε πορτρέτα που µας είχε πάρει η Νανά, η ποιότητα των οποίων τις περισσότερες φορές ξεπερνούσε την απλώς καλοτραβηγµένη αναµνηστική φωτογραφία, µε το πρόσθετο πλεονέκτηµα ότι η Νανά, είτε από καλοσύνη είτε από θετικό ένστικτο, βελτίωνε την πραγµατική µας εικόνα.
Σκεφτήκαµε εποµένως, να εορτάσουµε την είσοδο µας φέτος στο 31ο έτος ζωής του Κύκλου µε µια σειρά πορτρέτων µελών του Κύκλου, παλαιών και νέων, που έχει κατά καιρούς τραβήξει η Νανά, να δούµε και πάνω τους το πέρασµα του χρόνου, να ξαναθυµηθούµε εποχές πιο ανέµελες, και να τονίσουµε µέσα από αυτό το καλειδοσκόπιο προσώπων τη διάρκεια και τη συνέχεια του σωµατείου. Τα τελευταία χρόνια µειώθηκαν οι ευκαιρίες (και οι δυνατότητες) για εκδροµές και ταξίδια και µειώθηκαν και τα πορτρέτα. Παρόλα αυτά σκεφτήκαµε ότι θα ήταν ενδιαφέρον να συνοδεύσουµε τα φωτοκυκυκλικά πορτρέτα µε µερικές συλλογές µικρών φωτογραφιών, τραβηγµένες από διαφόρους φωτογράφους, που θα θυµίζουν αντίστοιχες δραστηριότητες, ταξίδια, εκδροµές, σεµινάρια ή εγκαίνια εκθέσεων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η επιλογή ως εκθεσιακού χώρου του Booze δεν ήταν τυχαία, ούτε αυθαίρετη. Πρώτον, διότι η ιδιότητα του χώρου διασκέδασης ταιριάζει µε την αίσθηση γιορτής που είναι για µας η τριακονταετία του Κύκλου και, δεύτερον, διότι στο παλιό Booze, πριν από την επέκτασή του, είχαµε κάνει τις δύο πρώτες οµαδικές µας εκθέσεις, το 1989 και το 1991.
Τριάντα χρόνια «Κύκλος» (1988-2018)
Όταν ήµασταν µικροί, τα καλοκαίρια έµοιαζαν ατέλειωτα. Όταν µεγαλώσαµε, διαπιστώσαµε µε έκπληξη ότι ο Ιούλιος βρέθηκε παράξενα κοντά στον Σεπτέµβριο. Αυτό συνέβη και µε τις δεκαετίες του «Κύκλου». Το 1998, στην πρώτη επετειακή έκθεση στο Σπίτι της Κύπρου, νιώθαµε ότι ο «Κύκλος» είχε ήδη ένα µακρύ παρελθόν. Τώρα που κλείνουµε την τρίτη δεκαετία και µπαίνουµε στην τέταρτη, έχουµε την αίσθηση ότι µόλις προχτές γιορτάσαµε τα είκοσι χρόνια.
Πρέπει βέβαια να παραδεχτεί κανείς ότι δεν είναι ούτε συνηθισµένο ούτε εύκολο να κρατάει για τόσα χρόνια µια οµάδα ανθρώπων (µε τις αυξοµειώσεις της βέβαια), της οποίας το συνεκτικό στοιχείο δεν είναι κάποιο συµφέρον, αλλά απλώς µια κοινή χαρά και επιθυµία. Αν ήµασταν κατάστηµα θα γράφαµε (µε καµάρι) κάτω από την πινακίδα µας «Οίκος ιδρυθείς το 1988». Ξεπεράσαµε και χωνέψαµε οικονοµικές δυσκολίες, προσωπικούς εγωισ µούς, τεχνολογικές επαναστάσεις, µαζί βέβαια µε τη φυσική κούραση που φέρνει ο χρόνος.
Τα σηµειώµατα που γράφτηκαν για τις προηγούµενες επετειακές εκθέσεις (και που µπορεί κανείς να διαβάσει στο site του Κύκλου) αναλύουν µε λεπτοµέρειες την πορεία και την προσφορά του «Κύκλου» στη φωτογραφία. Αυτό που µπορούµε να προσθέσουµε στο κλείσιµο των τριάντα χρόνων είναι ότι η ποιότητα και η ποικιλία της φωτογραφίας που γίνεται σήµερα στον «Κύκλο» είναι χωρίς καµία αµφιβολία µεγαλύτερη από ποτέ, ότι εκµεταλλευτήκαµε σε σηµαντικό βαθµό τη διάδοση των νέων µέσων, όπως φαίνεται από την παρουσία µας στο διαδίκτυο και από τη συχνή µας ψηφιακή επικοινωνία, ότι υιοθετήσαµε µε ευκολία τις νέες τεχνολογίες, ότι ανοιχτήκαµε (σε κάποιο βαθµό) στην περιφέρεια και ότι συνεχίσαµε, παρά τις οικονοµικές αντιξοότητες, την προσπάθεια για διοργάνωση οµαδικών εκθέσεων και για παραγωγή φωτογραφικών λευκωµάτων. Και πάνω από όλα ότι δεν χάσαµε το κέφι µας και την περιέργειά µας. Κάτω από την πινακίδα του «µαγαζιού» µας ας γράψουµε, λοιπόν, «στις δεκαετίες που ακολουθούν».
Πλάτων Ριβέλλης