Στην αριστοτεχνική αυτή νουβέλα του Τσβάιχ –με κύρια στοιχεία τη ρεαλιστική ψυχολογική περιγραφή, τη διεισδυτική κοινωνική ανάλυση και την αμείωτη δραματική ένταση–, η Ιρένε, μια τριαντάχρονη παντρεμένη γυναίκα, κουρασμένη από την ανιαρή συζυγική ζωή της, συνάπτει έναν παράνομο ερωτικό δεσμό με έναν νεαρό πιανίστα. Πέφτει όμως θύμα εκβιασμού και, έτσι, βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στο ενδεχόμενο μιας ομολογίας και το φόβο της αποκάλυψης.
Με αφορμή την ιστορία αυτή, ο Στέφαν Τσβάιχ παρατηρεί και ανατέμνει υποδειγματικά το φόβο ως ατομικό βίωμα, τις κοινωνικές συνιστώσες του, τις διαβαθμίσεις της έντασής του (από την ανατριχίλα μέχρι τον πανικό και την κατάρρευση), το φάσμα των συναισθημάτων που τον συνοδεύουν (από την ηδονή μέχρι την επιθυμία του θανάτου).
Η κατάσταση αδιεξόδου που βιώνει η ηρωίδα (η ομολογία της αλήθειας είναι αδύνατη, η απόκρυψή της αφόρητη) δημιουργεί ευθύς εξαρχής μια αρκετά τεταμένη ατμόσφαιρα, την οποία ο Τσβάιχ χρησιμοποιεί προκειμένου να συνθέσει μια αφήγηση βασισμένη στην κορύφωση της αγωνίας, απαλλαγμένη από περιττές περιγραφές και εξίσου αποτελεσματική μ’ ένα «ψυχολογικό» αστυνομικό μυθιστόρημα.
Μπορεί δε η επιδέξια –«χιτσκοκική» όπως έχει χαρακτηριστεί– σύνδεση των γεγονότων να οδηγεί σε μεγάλη δραματική ένταση, το κείμενο όμως λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μια λεπτομερέστατη ανάλυση των ψυχικών διεργασιών που πυροδοτεί ο φόβος, ως μια σχεδόν «επιστημονική» περιγραφή της σταδιακής κατάρρευσης που ένας άνθρωπος έρμαιο της αγωνίας του υφίσταται τόσο ψυχικά όσο και σωματικά.