Με την «Μήδεια», που παρουσίασε στο θέατρο της Επιδαύρου, o Frank Castorf (Φρανκ Κάστορφ) δεν μετακινήθηκε από τις γνώριμες καταστατικές αρχές της δραματουργίας του: ανοιχτή φόρμα, αποδόμηση, διακειμενικότητα και intermediality σε αγαστή συνύπαρξη. Και ενώ όλα αυτά μπορεί να μην ακούγονται τόσο καινοτόμα όσο συχνά παρουσιάζονται, το μείγμα, οι αναλογίες, το ύφος και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις δεν παύουν κάθε φορά να κάνουν τη διαφορά και να έχουν κάτι καινούργιο να κομίσουν.
Το θέατρο του Castorf, που σφυρηλατήθηκε στο εργαστήρι της Volksbühne την περίοδο 1992-2016, πληθωρικό, θορυβώδες, βερμπαλιστικό όσο και τεχνολογικά εικονοποιημένο, προβοκατόρικο, επώδυνα αποκαλυπτικό και διεγερτικό ήταν το προϊόν μιας ανάγκης να καταστεί η σκηνή ένα δυναμικό δημόσιο βήμα άσκησης κριτικής για τα κακώς κείμενα στις σύγχρονες κοινωνίες. Ωστόσο, αυτό το ιδίωμα με την έντονη εξπρεσιονιστική κραυγή επέτρεψε, την ίδια στιγμή, να το διαπερνούν νηφάλια ρεύματα φιλοσοφικού στοχασμού και ποιητικού οίστρου. Ακολουθώντας τα ίχνη του Piscator στις σκηνογραφικές αποδόσεις, του Brecht στην επική φόρμα και στον ενεργητικό ρόλο του κοινού και του Heiner Müller στην αποδομητική προσέγγιση και στην αποσπασματικότητα του υλικού, παγίωσε ένα είδος-υβρίδιο, συνδυασμό ζωντανού θεάματος και απευθείας λήψης. Εδώ η χρήση της κάμερας εξυπηρετεί όσο τίποτα τη διαδικασία της αποδόμησης που αποκαθηλώνει ηγεμονικά αφηγήματα, φωτίζοντας αντινομίες και ευνοώντας εναλλακτικές αναγνώσεις. Φέρνει εγγύτερα το αδιόρατο, δίνει οντότητα σε εκφράσεις και συναισθήματα. Αναδεικνύει την αυθεντικότητα του σκηνικού γεγονότος, επιτείνει το «εδώ και τώρα». Όσο για το βίντεο, αυτό μετατρέπεται σε ένα μεγάλο τρίτο μάτι επάνω στα πράγματα που ανακαλεί το γεγονός ότι οι μηχανισμοί της ανθρώπινης πρόσληψης είναι εκείνοι που τελικά διαμορφώνουν την αίσθηση του κόσμου. Γίνεται ένα απείκασμα της εποπτικής λειτουργίας του ίδιου του θεάτρου. Ηλεκτρίζει τη σκηνική δράση. Οδηγεί τον ηθοποιό στα όριά του, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τον χαρακτήρα ή τη μορφή που υπηρετεί. Υπονομεύει την όποια λογική μιας νομοτελειακής ροής της αναπαράστασης. Γεννά στον θεατή την επιθυμία για μια επανασύνδεση με την «αύρα» της ζωντανής παρουσίας.
Η συνύπαρξη του Ευριπίδη (Μήδεια) με τον Heiner Müller (Ρημαγμένη όχθη, Μήδειας υλικό, Τοπίο με Αργοναύτες) αποδείχθηκε το ιδανικό κέντρο βάρους επάνω στο οποίο ισορρόπησαν ο τεχνικά αρτιμελής μύθος μαζί με τα θραύσματα ιδεών και εικόνων, που εκπορεύονται από αυτόν, και που εκτίθενται ως αλλεπάλληλες αναγνώσεις-διορθώσεις του.
Η επιλογή του Γερμανού σκηνοθέτη να δημιουργήσει μια πολυπρισματική Μήδεια, ερμηνευμένη, κατά περίπτωση, από πέντε διαφορετικές ηθοποιούς, εμπλούτισε την αρχετυπική μορφή με διακριτά πολιτικά και πολιτισμικά φορτία. Διατηρώντας ατόφιο τον πυρήνα του μύθου, τον άφησε να ξεδιπλωθεί εύληπτα σε όλες τις συντεταγμένες του, έθεσε όμως ως προτεραιότητα την κατάδειξη της κινητικότητάς του μέσα στις διαστάσεις του χρόνου και του κόσμου. Με πεδίο αναφοράς το φουτουριστικό σκηνικό του Aleksandar Denic o μύθος αναμετράται με τις αντοχές του και αναζητά τα ίχνη και την αλήθεια του, καθώς η ουσιαστική υπόστασή του θολώνει από την αναπαραγόμενη εικόνα του σε συνθήκες ακραίου καταναλωτισμού, τεχνολογικής επιτήρησης και φαντασμαγορίας του θεάματος που αφήνουν πίσω τους ένα αποκρουστικό τοπίο από το οποίο τίποτα δεν είναι ανακυκλώσιμο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ήταν προφανής η ανάγκη του Castorf να ταλαντευτεί ανάμεσα στη συλλογική μνήμη του κοινού και σε οικουμενικά σύμβολα, ανοίγοντας υπερβολικά τη χοάνη της διακειμενικότητας και κατ’επέκταση της «διαμεσικότητας» (intermediality) με τη δημιουργία ενός φαντασιακά προσβάσιμου άβατου, που εξέπεμπε ταυτόχρονα μια αίσθηση οικειότητας και αποστασιοποίησης.
Η μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου διέγραψε με σαφήνεια τους μετεωρισμούς της γραφής του Heiner Müller που κινούνταν αντιστικτικά προς τη συμπυκνωμένη ποιητική απόδοση του ευριπιδικού έργου από τον Στρατή Πασχάλη.
Απέναντι στον λόγο των κειμένων ο λόγος της εικόνας αποδείχθηκε ισοδύναμος, με τα βίντεο του Andreas Deinert να προοιωνίζονται, μέσα στην βραδύκαυστη στατικότητά τους, μια προοπτική εντροπίας.
Οι ερμηνείες, σε γενική κλίμακα, προσαρμόστηκαν στις υψηλές θερμοκρασίες της σκηνικής δράσης και συντονίστηκαν με τους φρενήρεις ρυθμούς της. Εγγύτερα στους μηχανισμούς που επιτάσσει η εργαλειοθήκη της γερμανικής θεατρικής πρωτοπορίας στάθηκαν οι παρουσίες του Νικόλα Χανακούλα και της Ευδοκίας Ρουμελιώτη. Ο Νίκος Ψαρράς κινήθηκε σε ένα συγκεκριμένο όριο χωρίς παράταιρες εντάσεις, ενώ ο Αινείας Τσαμάτης άφησε περισσότερο το στίγμα μιας υπερκινητικής φιγούρας με έλλειμμα στη διαχείριση της φωνής.
Η Στεφανία Γουλιώτη ξεχώρισε περισσότερο στον παραληρηματικό μονόλογό της στα Γαλλικά, ακολουθούμενη από την Αγγελική Παπούλια με μια καθόλα στέρεη τεχνική. Αξιόλογο το υποκριτικό προχώρημα της Μαρίας Ναυπλιώτου, της οποίας, ωστόσο, τα έντονα προσωδιακά μέσα δεν αφήνουν χώρο σε λεπτότερες ερμηνευτικές αποχρώσεις και, τέλος, φιλότιμη η προσπάθεια της νεόκοπης Σοφίας Κόκκαλη να εναρμονιστεί σε μεγάλο ποσοστό με τις απαιτήσεις ενός σκηνοθετικού μεγέθους σαν του Frank Castorf.
Photo Credit Κεντρικής εικόνας θέματος: Alex Kat Photography, aefestival
Διαβάστε επίσης:
Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2023: Η «Μήδεια» του Φρανκ Κάστορφ στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου