Σ’ αυτό τον κόσμο που είναι γεμάτος βλάβες οδηγεί και ο δικός μας δρόμος. Στη σκονισμένη άκρη του, δίπλα σε γιγάντιες ρεκλάμες για υποδήματα Bally, αυτοκίνητα Studebaker, παγωτά, δίπλα στις αναμνηστικές πλάκες για τους νεκρούς των τροχαίων, υπάρχει ακόμα χώρος για μερικές πιθανές ιστορίες, στις οποίες η ανθρωπότητα κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός συνηθισμένου ανθρώπου, κάθε απλή αναποδιά αποκτά απρομελέτητα καθολικό χαρακτήρα, το δικαστήριο και η δικαιοσύνη εμφανίζονται στο οπτικό πεδίο, ίσως μάλιστα και η χάρη, όπως αυτά τυχαία συλλαμβάνονται και καθρεφτίζονται στο μονόκλ ενός μεθυσμένου.
Φρήντριχ Ντύρενματ
Ο Φρήντριχ Ντύρενματ (1921-1990) γεννήθηκε στο Κονολφίνγκεν, κοντά στη Βέρνη της Ελβετίας. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία, αλλά εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία και άρχισε να γράφει θεατρικά έργα και διηγήματα.
Το 1947 ανέβηκε στη Ζυρίχη το πρώτο του θεατρικό Εs steht geschrieben (Είναι γραμμένο), ενώ ακολούθησαν και άλλα έργα, μεταξύ των οποίων Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας (1956, μτφρ. Ηώ Αμανάκη, Δωδώνη 2013) και Οι φυσικοί (1961, μτφρ. Μάρθα Κουτσιούμπα-Παιονίδη, Ροές 2017), που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς του γερμανόφωνου κόσμου.
Ανάμεσα στα σπουδαία πεζογραφικά του έργα ξεχωρίζει η Βλάβη, στην οποία αποτυπώνονται με οξύτητα, σαρκασμό και απαράμιλλη δεξιοτεχνία τα βασικά του θέματα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Απόσπασμα από τη ΒΛΑΒΗ
Υπάρχουν ακόμη πιθανές ιστορίες, ιστορίες για συγγραφείς; Αν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον εαυτό του, αν δεν προτίθεται να καταφύγει σε ρομαντικά και λυρικά μέσα για να προσδώσει καθολικό χαρακτήρα στο εγώ του, αν δεν αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει για τις ελπίδες και τις ήττες του, και μάλιστα με απόλυτη ειλικρίνεια, ή να περιγράψει τι κάνει όταν πλαγιάζει στο κρεβάτι με γυναίκες, λες και αυτή η ειλικρίνεια θα αναδείκνυε την καθολική διάσταση της ύπαρξής του, ενώ στην πραγματικότητα οδηγεί απλώς σε αποκαλύψεις ιατρικού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ψυχολογικού περιεχομένου – αν λοιπόν κάποιος προτιμά να μην κάνει τίποτε από τα παραπάνω, παρά να αποτραβηχτεί διακριτικά, να διαφυλάξει με λεπτότητα την ιδιωτική του σφαίρα και να επεξεργαστεί το υλικό του, όπως σμιλεύει ένας γλύπτης την ακατέργαστη ύλη, με σκοπό να εξελιχθεί και να ωριμάσει ο ίδιος μέσα από αυτή τη διαδικασία, προσπαθώντας να υιοθετήσει τη στάση ενός κλασικού δημιουργού και να μην απελπιστεί από την αδιαμφισβήτητη και διάχυτη έλλειψη ουσίας, τότε η ενασχόληση με τη συγγραφή δεν γίνεται μονάχα πιο δύσκολη και πιο μοναχική, αλλά και πιο ανούσια. Οι καλοί βαθμοί στην Ιστορία της Λογοτεχνίας είναι μάλλον αδιάφοροι.
Και ποιος δεν έχει πάρει καλούς βαθμούς; Πόσες και πόσες κακοτεχνίες δεν έχουν αποσπάσει βραβεία; Μεγαλύτερη σημασία έχουν οι απαιτήσεις της καθημερινότητας. Ωστόσο, ανακύπτει και εδώ ένα δίλημμα σε συνδυασμό με τις δυσμενείς συνθήκες της αγοράς. Για την απλή ψυχαγωγία φροντίζει η καθημερινή ζωή, με μια βραδιά στον κινηματογράφο ή με την ανάγνωση ποιημάτων στις επιφυλλίδες του ημερήσιου Τύπου. Αντιθέτως, για οτιδήποτε κοστίζει περισσότερο από ένα ελβετικό φράγκο, ο αναγνώστης αξιώνει από τον συγγραφέα ψυχικό βάθος και εξομολογήσεις, ειλικρίνεια με άλλα λόγια, υψηλότερες αξίες, ηθικές νουθεσίες και χρήσιμες ρήσεις, πιστεύοντας ότι όλο και κάτι θα βρει να επιβεβαιώσει ή να ξεπεράσει, πότε την πίστη του στον χριστιανισμό, πότε την απελπισία που τον καταλαμβάνει κατά καιρούς – κοντολογίς, ο κόσμος διψά για λογοτεχνία.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν ο συγγραφέας αρνείται να συμμετάσχει σε αυτό το παιχνίδι, και μάλιστα ολοένα και πιο πεισματικά, διότι ναι μεν του είναι ξεκάθαρο ότι το θεμέλιο της γραφής του βρίσκεται μέσα του, στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, σε δοσολογία διαφορετική ανάλογα με την περίπτωση, στην πίστη και στις αμφιβολίες του, αλλά συγχρόνως πιστεύει ότι όλα αυτά δεν είναι προϊόν προς κατανάλωση από το αναγνωστικό κοινό, ότι το σχήμα και η μορφή που δίνει σε όσα γράφει αρκούν, ότι είναι πιο ελκυστικό να αποτυπώνει την επιφάνεια των πραγμάτων και μόνο, να τη λειαίνει με επιμονή, και ότι, κατά τ’ άλλα, πρέπει να κρατά το στόμα του κλειστό αποφεύγοντας τόσο τα σχόλια όσο και τα κουτσομπολιά; Άπαξ και αποκτήσει επίγνωση αυτής της θέσης του, είναι καταδικασμένος να κλονιστεί, να διστάσει και να περιέλθει σε αμηχανία.
Μέσα του επιτείνεται ολοένα και περισσότερο ο φόβος ότι δεν υπάρχουν πλέον ιστορίες να αφηγηθεί και φλερτάρει σοβαρά με τη σκέψη να τα παρατήσει. Πιθανώς να γράψει δυο τρεις αράδες ακόμα, κατά τ’ άλλα, όμως, θα στραφεί στη βιολογία, σε μια προσπάθεια να αναμετρηθεί τουλάχιστον νοητά με το πρόβλημα της δημογραφικής έκρηξης, με τις επερχόμενες ορδές δισεκατομμυρίων ανθρώπων και την ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή του είδους, ή στη φυσική ή στην αστρονομία, προκειμένου να λογοδοτήσει τρόπον τινά για το κατασκεύασμα μέσα στο οποίο ταλαντευόμαστε σαν εκκρεμές. Ό,τι απομένει είναι τροφή για τα περιοδικά, για το Life, το Paris Match, το Quick και το Sie und Er – o πρόεδρος Άιζενχαουερ κάτω από τέντα οξυγόνου, ο θείος Μπουλγκάνιν στον κήπο του, η πριγκίπισσα με τον πολυτάλαντο πιλότο του ιδιωτικού της αεροπλάνου, κινηματογραφικοί αστέρες και πρόσωπα του χρήματος, φθαρτά και εφήμερα, αφού μόλις αποσυρθούν από τη μόδα, κανείς δεν μιλά πια γι’ αυτά.
Από την άλλη, η καθημερινότητα του απλού ανθρώπου, Δυτικοευρωπαίου στη δική μου περίπτωση, Ελβετού για την ακρίβεια, άσχημος καιρός και οικονομική ανάπτυξη, σκοτούρες και βάσανα, προσωπικά βιώματα που κλονίζουν το ηθικό μας, χωρίς όμως την παραμικρή σύνδεση με τον κόσμο, με την πορεία της λογικής και του παραλόγου, με τις αναγκαιότητες που ξετυλίγονται η μία πίσω από την άλλη. Το πεπρωμένο έχει εγκαταλείψει τη σκηνή του δράματος και παραμονεύει κρυμμένο πίσω από τις κουίντες, έξω από τις συμβάσεις της δραματουργίας, ενώ στο προσκήνιο τα πάντα αποδίδονται σε αναποδιές, τόσο οι αρρώστιες όσο και οι κρίσεις.
Πολύ σύντομα, οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι θα προβλέπουν ακόμη και κατά πόσο αποτελεί επικερδή επένδυση ένας πόλεμος, έστω και αν όλοι γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι φύσει αδύνατον. Υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργούν σωστά οι υπολογιστικές μηχανές και τα μαθηματικά μοντέλα, η μόνη πιθανή εκδοχή είναι οι ήττες.
Αλίμονο, όμως, αν βρεθούν κάποιοι να παραποιήσουν τα δεδομένα επεμβαίνοντας παράνομα στους τεχνητούς εγκεφάλους, παρόλο που ούτε κάτι τέτοιο θα ήταν τόσο τραγικό όσο η πιθανότητα να λασκάρει μια βίδα, να καεί ένα πηνίο, να παρουσιάσει βλάβη κάποιο πλήκτρο, να επέλθει η συντέλεια του κόσμου από βραχυκύκλωμα ή άλλο τεχνικό σφάλμα.
Επομένως, δεν απειλούμαστε πλέον από κανέναν Θεό, καμιά δικαιοσύνη, κανένα χτύπημα της μοίρας, όπως στην Πέμπτη Συμφωνία, αλλά από τροχαία ατυχήματα, από καταρρεύσεις φραγμάτων εξαιτίας ελαττωματικής κατασκευής, από την αφηρημάδα κάποιου εργατοτεχνίτη, με αποτέλεσμα να προκληθεί έκρηξη σ’ ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει ατομικές βόμβες, από λανθασμένες ρυθμίσεις σε εκκολαπτικές μηχανές.
Σ’ αυτό τον κόσμο που είναι γεμάτος βλάβες οδηγεί και ο δικός μας δρόμος. Στη σκονισμένη άκρη του, δίπλα σε γιγάντιες ρεκλάμες για υποδήματα Bally, αυτοκίνητα Studebaker, παγωτά, δίπλα στις αναμνηστικές πλάκες για τους νεκρούς των τροχαίων, υπάρχει ακόμα χώρος για μερικές πιθανές ιστορίες, στις οποίες η ανθρωπότητα κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός συνηθισμένου ανθρώπου, κάθε απλή αναποδιά αποκτά απρομελέτητα καθολικό χαρακτήρα, το δικαστήριο και η δικαιοσύνη εμφανίζονται στο οπτικό πεδίο, ίσως μάλιστα και η χάρη, όπως αυτά τυχαία συλλαμβάνονται και καθρεφτίζονται στο μονόκλ ενός μεθυσμένου.