«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο Βερολίνο της Γερμανίας κάποιος ονόματι Αλμπίνους. Επρόκειτο για πλούσιο, αξιοσέβαστο, ευτυχισμένο άνθρωπο. Μια ωραία μέρα εγκατέλειψε τη σύζυγό του για χάρη νεαρής ερωμένης. Ήταν ερωτευμένος· όχι όμως κι εκείνη. Η ζωή του τέλειωσε σε πλήρη καταστροφή. Αυτή είναι όλη η ιστορία διατυπωμένη σε λίγες γραμμές, που θα μας αρκούσαν αν δεν υπήρχε το όφελος και η απόλαυση της διήγησης. Και παρότι μια ταφόπετρα, τυλιγμένη στα βρύα, έχει άφθονο χώρο για να περιλάβει τη συντμημένη εκδοχή μιας ανθρώπινης ζωής, η έκθεση της λεπτομέρειας είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη ».
Σε μία παράγραφο ο Ναμπόκοφ εκσφενδονίζει τον αναγνώστη σ’ αυτόν τον ωμό απολογισμό του ερωτικού εξευτελισμού και της ταπείνωσης. Σε μια σειρά από ζωντανές, συχνά σύντομες σκηνές, οδηγεί την υπόθεση στην αναπόφευκτη τραγική ολοκλήρωση.
Είναι μια θλιβερή, σαδιστική ιστορία, στην οποία το συγκινητικό και ανικανοποίητο πρόσωπο του Αλμπίνους, αδύναμο να θέσει τέρμα στη σταδιακή αυτοκαταστροφή, γίνεται έρμαιο της μικρής ερωμένης του. Η νεαρή Μάργκοτ του Γέλιου στο σκοτάδι προεικονίζει τη διάσημη Λολίτα. Γυναίκα-παιδί, καταστροφική και συνάμα ασήμαντη, εισέρχεται στη ζωή του αξιοπρεπούς αστού εραστή της, για τη χαρά του και για τη δυστυχία του. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό γλίστρημα προς την κόλαση ενός άντρα που κυριαρχείται απ’ τον αδύνατο έρωτα. Μια «λεπτομερειακά επεξεργασμένη παρωδία ».
Ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ (1899-1977) έγραψε μια πρώτη εκδοχή του μυθιστορήματος στα ρωσικά με τον τίτλο Camera Obscura, που δημοσίευσε το 1933. Το διασκεύασε ο ίδιος στα αγγλικά και το εξέδωσε το 1938 με τον τίτλο Γέλιο στο σκοτάδι.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το έργο εκδίδεται σε μετάφραση του Ανδρέα Αποστολίδη και συνοδεύεται από ένα επίμετρο του μεταφραστή και εργοβιογραφία του συγγραφέα.
Ο Αλμπίνους δεν είχε σταθεί ποτέ πολύ τυχερός στον αισθηματικό τομέα. Αν και διέθετε διακριτική ομορφιά, όπως συνηθίζεται να διαθέτουν οι άντρες καλής ανατροφής, αποτύγχανε ν’ αποσπάσει οφέλη από την απήχησή του στις γυναίκες – διότι αναμφίβολα υπήρχε κάτι πολύ ελκυστικό στο χαρούμενο χαμόγελό του και στα γαλάζια μάτια του, που διογκώνονταν λιγάκι όταν σκεφτόταν έντονα ( πράγμα που συνέβαινε πιο συχνά απ’ ό,τι έπρεπε, καθώς η σκέψη του ήταν αργή ). […]
Παντρεύτηκε · όμως, αν και αγαπούσε την Ελισάβετ έστω από συνήθεια, αυτή απέτυχε να του προσφέρει τα ρίγη, η προσμονή των οποίων τον είχε εξαντλήσει. […] Ήταν αφοσιωμένη ύπαρξη, πειθήνια κι ευγενική. Ο έρωτάς της ανήκε στη συνομοταξία των κρίνων · όμως, πού και πού άρπαζε φωτιά και τότε ο Αλμπίνους σκεφτόταν παραπλανημένος ότι δεν χρειαζόταν άλλη ερωτική σύντροφο. [… ] Όταν έμεινε έγκυος, τα μάτια της πήραν μια απλανή έκφραση πληρότητας, λες και ατένιζε τον καινούργιο εσωτερικό της κόσμο · το αμέριμνο βάδισμά της μεταμορφώθηκε σε βαρύ και άγαρμπο περπάτημα · καταβρόχθιζε μανιωδώς χούφτες χιονιού τις οποίες μάζευε στα κλεφτά όταν δεν την κοιτούσε κανείς. [… ]
Στο διάλειμμα, μόλις άναψαν τα φώτα, την πρόσεξε πάλι: Στεκόταν στην έξοδο δίπλα σε μια απαίσια βαθυκόκκινη κουρτίνα · οι θεατές που αποχωρούσαν ξεχύνονταν μπροστά της. Είχε το ένα χέρι στην τσέπη της κοντής κεντημένης ποδιάς της και το μαύρο φόρεμα τής ερχόταν πολύ σφιχτό στα χέρια και στο στήθος. Κοίταξε το πρόσωπό της σχεδόν με τρόμο· ήταν χλομό, κακόκεφο και οδυνηρά όμορφο. Υπέθεσε ότι ήταν δεκαοκτώ χρονών. [… ]