Γενούφα: Το σπαρακτικό λυρικό δράμα του Γιάνατσεκ στην Εθνική Λυρική Σκηνή

Καλλιτεχνικές επιλογές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής όπως η «Γενούφα», ανοίγουν σταθερά και μεθοδικά το δρόμο για την παραγωγή ακόμα πιο σπάνιων, εκλεκτών και ιδιαίτερων έργων του διεθνούς ρεπερτορίου.

Στην πρώτη μεγάλη παραγωγή για την καλλιτεχνική περίοδο 20182019, η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει για πρώτη φορά στην ιστορία της, την όπερα «Γενούφα» του σπουδαίου Τσέχου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ. Είναι η τρίτη μόλις φορά που ανεβαίνει δικό του έργο ως ολοκληρωμένη παραγωγή όπερας στη χώρα μας, μετά την «Πονηρή Αλεπουδίτσα» (2015) και την «Υπόθεση Μακρόπουλου» (2018). Η επιλογή αυτή, μέρος ενός ευρύτερα τολμηρού ρεπερτορίου για τα μέχρι τώρα δεδομένα της Λυρικής, μαρτυρά επιθυμία και ανάγκη για ενδιαφέροντα και διαφορετικά οπερικά ανεβάσματα.

Οι ρεπερτοριακές επιλογές της Λυρικής μέχρι τουλάχιστον πριν μια δεκαετία έδειχναν μια εμπιστοσύνη και επιμονή σε έργα με τα οποία το ελληνικό κοινό έχει εξοικείωση (Κάρμεν, Μποέμ, Τόσκα, Τραβιάτα κα). Φαίνεται όμως ότι πια, οι ανάγκες τόσο του κοινού, όσο και του πρώτου λυρικού θεάτρου της χώρας άλλαξαν. Όπως άλλαξαν και οι συνθήκες, μιας και πλέον οι παραστάσεις πραγματοποιούνται σε ένα ολοκαίνουργιο θέατρο, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που ικανοποιεί τις ανάγκες πιο σύγχρονων θεαμάτων.

Οι μεγάλες όπερες για φέτος ξεκινούν με την «Γενούφα» και συνεχίζουν με κάποιες σπανίως παιζόμενες στην Ελλάδα, όπως ο «Σιμόν Μποκανέγκρα» του Βέρντι ή η «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Σοστακόβιτς. Μένει να δούμε την συνολική υποδοχή του ελληνικού κοινού σε πιο εναλλακτικές και «αδοκίμαστες συνταγές», όπως το τσέχικο λυρικό δράμα που παρουσιάζεται στο ΚΠΙΣΝ από τις 14 Οκτωβρίου.

Γενούφα, μια «Φόνισσα» από την νοτιοανατολική Τσεχία

Η όπερα Γενούφα του Λέος Γιάνατσεκ, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1904, λαμβάνει χώρα σε ένα απομονωμένο χωριό της Μοραβίας και αναφέρει λεπτομερώς την ιστορία δύο γυναικών, της Γενούφα και της Νεωκόρισσας. Οι δύο χαρακτήρες συνδέονται με μια πράξη παιδοκτονίας, με διάφορες προσδοκίες και ματαιώσεις που δημιουργεί το φύλο τους, καθώς και τη δυναμική του θεσμού της οικογένειας μέσα σε ένα συντηρητικό περιβάλλον.

Η Γενούφα, είναι έγκυος από έναν χωρικό, τον Στέβα, αλλά αποτελεί αντικείμενο πόθου και για τον αδερφό του, τον Λάτσα. Η ζήλια και ο ερωτικός θυμός του τελευταίου, θα τον ωθήσουν να της χαράξει το πρόσωπο με ένα μαχαίρι. Όταν η ομορφιά της χαθεί, ο Στέβα θα την εγκαταλείψει. Απελπισμένη εκείνη θα στραφεί στον ερωτευμένο Λάτσα, όμως αυτός δεν επιθυμεί το παιδί του αδερφού του. Για να τη βοηθήσει, μέσα σε απόγνωση και τρέλα η Νεωκόρισσα αφήνει το νεογέννητο να πεθάνει στο κρύο, λέγοντας ψέματα πως αυτό έσβησε από αρρώστια. Αρκετούς μήνες μετά, ανακαλύπτεται το νεκρό σώμα του παιδιού και καταρρέει το ψέμα της γυναίκας. Όταν όλο το χωριό θα την καταδικάσει, η μόνη που θα σταθεί στο πλευρό της θα είναι η Γενούφα, συγχωρώντας την με παράδοξη μεγαλοψυχία.

Η πρώτη Τσέχα φυσιοδίφης δραματουργός, Γκαμπριέλα Πρεΐσσοβα έγραψε το ρεαλιστικό έργο «Η Ψυχοκόρη της» (1890), το οποίο αποτέλεσε και τη βάση της ιστορίας της Γενούφα. Μια πυκνή τραγωδία αναδεικνύεται λοιπόν, μέσα από το λιμπρέτο, λόγω των γυναικών που αψηφούν τα κοινωνικά πρότυπα και των προβλημάτων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των ενεργειών τους. Οι «παραβιάσεις» της Γενούφα και της Νεωκόρισσας – πράξεις που αποκλίνουν από τις προσδοκίες των φύλων στη Δυτική Ευρώπη – δείχνουν μια ασταθή εικόνα της θηλυκότητας του δέκατου ένατου αιώνα. Η επιβίωσή τους δε, σε μια παράδοση που θέλει τους εμβληματικούς και τολμηρούς θηλυκούς χαρακτήρες να βρίσκουν το θάνατο στο μοιραίο φινάλε, αναδεικνύει μια ανατροπή του φύλου, η οποία εκδηλώνεται με την έκφραση μιας σύγχρονης.

Η Γενούφα και η Νεωκόρισσα δοκιμάζονται μέσα από χαοτικές καταστάσεις. Η μεν περνά μια μοιραία εγκυμοσύνη που απομακρύνει τον ζηλιάρη εραστή, ενώ η δε, καταφεύγει στην παιδοκτονία θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί αποφασιστική πράξη γενναιότητας και δικαιοσύνης. Μιας ιδιόμορφης δικαιοσύνης που παραπέμπει στην δική μας «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη και με κάποια πιο πλατιά έννοια, στην «Μήδεια» του Ευριπίδη. Η Γενούφα και η Νεωκόρισσα με την επιβίωσή τους στο τέλος του έργου και την πράξη συγχώρησης εκ μέρους της πρώτης, δημιουργούν ένα πεδίο για μια σύγχρονη φεμινιστική ματιά και εκπροσώπηση. Δίδεται κατά κάποιον τρόπο «φωνή» και προσφέρεται ελπίδα σε μελλοντικές ηρωίδες – πρωταγωνίστριες οπερικών έργων.

Ο Γιάνατσεκ λοιπόν, αναδεικνύει θεματικές όπως αυτή της μητρότητας, του φύλου, της πολιτικής εξουσίας, της σεξουαλικότητας και της θρησκείας, μιλώντας για την ενίσχυση του σύγχρονου ανθρωπισμού  και τον προσωπικό αγώνα απέναντι σε εξωφρενικές καταστάσεις.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Η μουσική της Γενούφα και ο Λέος Γιάνατσεκ

Ο Λέος Γιάνατσεκ είναι ένας συνθέτης που εισήγαγε καινοτομίες στην μουσική του 20ου αιώνα. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι οι «μελωδίες της ομιλίας». Ο Γιάνατσεκ ξόδεψε πολλά χρόνια από τη ζωή του μεταγράφοντας το λόγο σε τυποποιημένες μουσικές σημειώσεις. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένας εντυπωσιακός όγκος δουλειάς που αποκαλύπτει μια «αλληλοσυμπλήρωση» μουσικής και γλώσσας. Μετέτρεψε δηλαδή τον τονισμό των τσέχικων φράσεων σε μουσική ακολουθία, καθώς και το συναισθηματικό τους πλαίσιο.

Συγκεκριμένα η Γενούφα, διαδραματίζεται το 19ο αιώνα, σε ένα ορεινό χωριό της Μοραβίας, στην νοτιοανατολική Τσεχία και εκεί αποτυπώνεται η διάλεκτος του τόπου, αλλά και η κοινωνική του ζωή. Μια συνέπεια σύμφωνα με τους μελετητές, της ενσωμάτωσης τσεχικής και μοραβικής ομιλούμενης ομιλίας σε όπερες όπως η Γενούφα, είναι η αίσθηση ότι αυτή η όπερα ήταν πραγματικά τσέχικη, απαλλαγμένη από την κυριαρχούσα γερμανική επιρροή.

Ο Γιάνατσεκ εκτός από πολλά στοιχεία της τσέχικης μουσικής παράδοσης και λαογραφίας, ενέταξε στο έργο του και χορούς όπως ο Ej, danaj. Ούτως ή άλλως είχε ξοδέψει αρκετά χρόνια από τη ζωή του, για να συλλέξει και να μελετήσει τη λαϊκή μουσική και χορούς της μοραβικής υπαίθρου. Θαύμασε και ενσωμάτωσε στις όπερές του τις πλούσιες μελωδίες, τις κλίμακες και τους ρυθμούς της συγκεκριμένης μουσικής. Στη Γενούφα χρησιμοποιεί τη λαϊκή μουσική της Μοραβίας, αλλά δεν κάνει καθαρή αναφορά. Χρησιμοποιεί κλίμακες και αρμονίες του συγκεκριμένου είδους, μέχρι που παρατηρείται μια μεταστροφή σε κάτι σκοτεινότερο και βαθύτερο.

Η Γενούφα ήταν η πρώτη του μεγάλη επιτυχία. Πρωτοπαίχτηκε στην επαρχία της Μοραβίας το 1904, ενώ στην Πράγα παρουσιάστηκε με καθυστέρηση για διάφορους  παρασκηνιακούς λόγους το 1916. Αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς επιτυχιών για τον συνθέτη, ο οποίος αναγνωρίστηκε ευρέως μετά τα 62 του χρόνια.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Η παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Στην φετινή παραγωγή, η σημαντική Γερμανίδα Nicola Raab, που η δουλειά της στην όπερα χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και δυναμική σκιαγράφηση χαρακτήρων, αναλαμβάνει να αποτυπώσει σκηνοθετικά το δράμα της Γενούφα, δίνοντας έμφαση στον καθοριστικό ρόλο των γυναικών και την ψυχοσύνθεσή τους.

Ως προς την διανομή, εκτός των σπουδαίων Δημήτρη Πακτσόγλου και του Ολλανδού τενόρου Frank van Aken, συναντάμε εκπληκτικές σοπράνο όπως η Γερμανίδα Sabine Hogrefe που μετρά κατακτήσεις σε πολλά ευρωπαϊκά λυρικά θέατρα. Μάλιστα πέρυσι αναμετρήθηκε πρώτη φορά επιτυχώς με το ρόλο της Νεωκόρισσας στην όπερα της Ντιζόν, ενώ την είδαμε και στην Ηλέκτρα του Στράους, που παρουσίασε η ΕΛΣ το 2017. Από την άλλη, η Sarah Jane Brandon, που θεωρείται μία από τις πιο ελπιδοφόρες παρουσίες στο λυρικό τραγούδι, θα ερμηνεύσει τον ρόλο της Γενούφα. Στην δεύτερη διανομή συναντάμε δύο σημαντικές Ελληνίδες υψίφωνους. Τη Μαρία Μητσοπούλου (Γενούφα) και τη Τζούλια Σουγλάκου (Νεωκόρισσα) , που αποτελούν σταθερές συνεργάτιδες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και διαθέτουν αξιοσημείωτη διεθνή παρουσία.

Ακόμα ένα σημαντικό πλεονέκτημα της παράστασης, δε θα μπορούσε να είναι άλλο από τον Γιώργο Σουγλίδη, του οποίου η πορεία έχει συνδεθεί με λυρικά κέντρα, όπως το Βασιλικό Μπαλέτο της Μεγάλης Βρετανίας, η Όπερα του Παρισιού και η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Η μινιμαλιστική σκηνική του ανάγνωση πάνω στη Γενούφα δημιουργεί ιδιαίτερη προσμονή και μεγάλο ενδιαφέρον.

Καλλιτεχνικές επιλογές όπως η «Γενούφα», ανοίγουν σταθερά και μεθοδικά το δρόμο για την παραγωγή ακόμα πιο σπάνιων, εκλεκτών και ιδιαίτερων έργων του διεθνούς ρεπερτορίου.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Συντελεστές

Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία: Νίκολα Ράαμπ
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης
Φωτισμοί: Νταβίντ Ντεμπριναί
Κινησιολογία: Φώτης Νικολάου
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Γριά Μπούρυγια: Ινές Ζήκου
Λάτσα: Φρανκ Βαν Άκεν
Στέβα: Δημήτρης Πακσόγλου
Νεωκόρισσα (kostelnička): Ζαμπίνε Χογκρέφε (14, 21, 24/10) – Τζούλια Σουγλάκου (19, 27/10, 2/11)
Γενούφα: Σάρα – Τζέιν Μπράντον (14, 21, 24/10) –  Μαρία Μητσοπούλου (19, 27/10, 2/11)
Επιστάτης: Γιάννης Γιαννίσης
Δήμαρχος: Δημήτρης Κασιούμης
Σύζυγος του Δημάρχου: Μαργαρίτα Συγγενιώτου
Κάρολκα: Άρτεμις Μπόγρη
Αγρότισσα Κόλουσινα: Μπαρούνκα Πράιζινγκερ
Μπάρενα: Βαρβάρα Μπιζά
Γιάνο: Μιράντα Μακρυνιώτη
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ


Διαβάστε επίσης:

Γενούφα, του Λέος Γιάνατσεκ από την Εθνική Λυρική Σκηνή σε πανελλήνια πρώτη

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ