Με τη Γενούφα του Λέος Γιάνατσεκ, ένα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα του 20ού αιώνα -για πρώτη φορά στην Ελλάδα-, ανοίγει η καλλιτεχνική περίοδος 2018/19 για την Εθνική Λυρική Σκηνή, στις 14 Οκτωβρίου, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία Νίκολα Ρααμπ. Η Γενούφα, η “τέλεια όπερα”, όπως την χαρακτήρισε πρόσφατα ο Guardian, ξεπέρασε τα όρια του σύγχρονου ρεπερτορίου και επιβλήθηκε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, χάρη στον λυρισμό, τη συναισθηματική της ειλικρίνεια, τη μεγαλειώδη μουσική που της χάρισε ο σπουδαίος Τσέχος συνθέτης Λέος Γιάνατσεκ και την υπόθεσή της, έντονα δραματική και ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινη.
Η τρίπρακτη όπερα Γενούφα -η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η τσέχικη απάντηση στο Ιταλικό κίνημα του βερισμού- βασίζεται σε κείμενο του συνθέτη, το οποίο στηρίζεται στο θεατρικό της Γκαμπριέλας Πρεΐσσοβα Η ψυχοκόρη της [1890]. Πρόκειται για μια ιστορία ωμού ρεαλισμού σε μια από τις πρώτες όπερες που χρησιμοποιούν αυτούσια την πρόζα ενός λογοτεχνικού κειμένου. Σύμφωνα με την υπόθεση, η όμορφη Γενούφα περιμένει παιδί από τον μυλωνά Στέβα και αποθαρρύνει τον νεότερο ετεροθαλή αδερφό του Λάτσα, ο οποίος είναι ερωτευμένος μαζί της. Αυτός, για να την εκδικηθεί, της χαράζει το πρόσωπο με ένα μαχαίρι. Καθώς είναι πλέον στερημένη από την ομορφιά της, ο Στέβα δεν την επιθυμεί και αρραβωνιάζεται την κόρη του δημάρχου.
Τότε, η μητριά της Γενούφας, η αυστηρών αρχών Νεωκόρισσα του χωριού, στρέφεται στον ακόμα ερωτευμένο Λάτσα. Όταν εκείνος αρνείται να νομιμοποιήσει το παιδί του αδερφού του, η Νεωκόρισσα θανατώνει το νεογέννητο, λέγοντας ψέματα στη Γενούφα ότι το παιδί πέθανε στη γέννα. Λίγους μήνες αργότερα, την ημέρα των γάμων του Λάτσα με τη Γενούφα, το νεκρό σώμα του παιδιού ανακαλύπτεται. Η Νεωκόρισσα ομολογεί το έγκλημά της και καταδικάζεται απ’ όλους εκτός από τη Γενούφα, που τη συγχωρεί. Παρά τις εξελίξεις, ο Λάτσα μένει κοντά στην αγαπημένη του.
Ο Γιάνατσεκ εμπνέεται από την ιδιαίτερη μουσικότητα της τσεχικής γλώσσας και αξιοποιεί τους ξεχωριστούς τονισμούς της, συνθέτοντας την πρώτη του όπερα στην οποία αρθρώνει με σαφήνεια το προσωπικό του ιδίωμα. Όσο εργαζόταν πάνω στο έργο ο συνθέτης, κατέγραφε τη μελωδία της γλώσσας. Μεταξύ άλλων, σημείωνε:
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
“Άκουγα κρυφά τους περαστικούς, διάβαζα τις εκφράσεις του προσώπου τους, ήθελα να συλλάβω κάθε δόνηση της φωνής […] μια αντανάκλαση της οποίας αναγνώριζα στη μελωδία των λέξεων που κατέγραφα. Πόσες διαφορετικές μελωδικές παραλλαγές της ίδιας λέξης που έβρισκα! […] Στη μελωδία του λόγου αισθάνθηκα τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλωνόταν μια εσωτερική, κρυμμένη διαδικασία. Σε αυτές τις διαδικασίες βρήκα τη θλίψη και στιγμές χαράς, αποφασιστικότητα και δισταγμό“. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο Γιάνατσεκ ανακάλυψε κάτι πρωτότυπο και αυθεντικό, το οποίο θα επηρέαζε θεμελιωδώς τον τρόπο με τον οποίο συνέθετε και θα του επέτρεπε να διαμορφώσει εφεξής τη δική του ολότελα προσωπική μουσική γλώσσα. Ξεκαθάριζε πως δεν επρόκειτο για μια νατουραλιστική καταγραφή της μελωδίας του πεζού λόγου, την οποία ο ίδιος αναδείκνυε σε δομική αρχή, αλλά ότι μέσα από αυτή την άσκηση μπορούσε να αποκτήσει τη σιγουριά της διαχείρισης όλων των εκφραστικών εργαλείων.
«Μελετώντας τη σχέση ανάμεσα στον τονισμό και στο συναίσθημα, ο Γιάνατσεκ πέτυχε μοναδική ψυχολογική σαφήνεια», αναφέρει για τη Γενούφα ο συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, ο οποίος μελέτησε σε βάθος το έργο του συνθέτη.
Στη Γενούφα, ο Γιάνατσεκ ακολουθεί το παράδειγμα του συμπατριώτη του Ντβόρζακ, μιας πιο κοσμοπολίτικης μουσικής γλώσσας, που παραμένει, ωστόσο, χαρακτηριστική του προσωπικού του ύφους. Tα λαϊκά-παραδοσιακά στοιχεία είναι εμφανή στην πλοκή της υπόθεσης και στους χαρακτήρες, ενώ μέσα από την γραφή του Γιάνατσεκ τα στοιχεία αυτά υπάρχουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο και στη μουσική του έργου. Στη Γενούφα υπάρχουν μουσικά θέματα τα οποία επανέρχονται σε διάφορα σημεία της δράσης. Ωστόσο, δεν έχουν σχέση με την τεχνική των «καθοδηγητικών θεμάτων» –Leitmotive– όπως τη γνωρίζουμε από τον Βάγκνερ. Στον Γιάνατσεκ τα μουσικά θέματα διαδέχονται το ένα το άλλο ή επαναλαμβάνονται χωρίς τη συνήθη διαδικασία παραλλαγής.
Η επανεμφάνισή τους έχει περισσότερο σημειολογική λειτουργία. Αντίθετα απ’ ό,τι στον Βάγκνερ, στη μουσική του οποίου τα «καθοδηγητικά θέματα» έχουν πάντοτε την ίδια σημασία, στον Γιάνατσεκ δεν είναι μόνο ευμετάβλητα, αλλά και αμφίσημα. Η ορχηστρική γραφή αρθρώνει την υπόθεση και υπογραμμίζει τις καταστάσεις μέσα από τα ρυθμικά σχήματα, αλλά και μέσα από τον πλούτο της ενορχήστρωσης.
Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε με τον τίτλο Η ψυχοκόρη της στο Εθνικό Θέατρο του Μπρνο στις 21 Ιανουαρίου 1904. Στις 26 Μαΐου 1916 ακολούθησε παρουσίαση στην Πράγα σε μουσικό κείμενο τροποποιημένο από τον Κάρελ Κοβαρζόβιτς. Στην «εκδοχή της Πράγας» το έργο ανέβηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1918 στην Αυλική Όπερα της Βιέννης μεταφρασμένη στη γερμανική γλώσσα. Για τις παραστάσεις αυτές μετονομάστηκε σε Γενούφα και σε αυτή τη μορφή (στα γερμανικά) παρουσιαζόταν παντού επί πολλές δεκαετίες. Η αρχική μουσική μορφή της όπερας αποκαταστάθηκε από τον αρχιμουσικό Τσαρλς Μακκέρρας και τον μουσικολόγο Τζων Τυρρέλ και εκδόθηκε μόλις το 1996. Με βάση αυτή την έκδοση παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Τη Γενούφα θα σκηνοθετήσει η Γερμανίδα Νίκολα Ράαμπ, μια από τις πιο σημαντικές σκηνοθέτριες όπερας στην Ευρώπη, η οποία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη για την ιδιαίτερη ευαισθησία των αναγνώσεών της και για την επιμονή της στην ονειρική οπτικοποίηση των έργων που σκηνοθετεί.
H Ράαμπ, η οποία έχει παρουσιάσει με μεγάλη επιτυχία σκηνοθεσίες της σε Βιέννη, Κοπεγχάγη, Μπρέγκεντς, Γκέτεμποργκ, Λισαβόνα, Λος Άντζελες, Σικάγο κ.α., σημειώνει, μεταξύ άλλων:
“η πλοκή της όπερας χαρακτηρίζεται από έντονο κοινωνικό ρεαλισμό, μια ξεκάθαρη απεικόνιση της κοινωνίας και των εθίμων που διαμορφώνουν τα πρόσωπα του έργου και καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Τρεις γενιές γυναικών βρίσκονται επί σκηνής όταν ανοίγει η αυλαία: γιαγιά, μητριά και (θετή) κόρη (…) Οι γυναίκες πρέπει να αναλάβουν τα ηνία, να αποφασίσουν την πορεία των πραγμάτων (…). Και πράγματι αυτό κάνουν, κυρίως μέσω του χαρακτήρα της Νεωκόρισσας, της μεσαίας από τις τρεις, της μητρικής φιγούρας. Οι αποφάσεις της καθορίζουν τις ζωές όλων των υπολοίπων, ακόμα και κυριολεκτικά, τη ζωή και τον θάνατο όλων τους.
(…) Ένα σπίτι λειτουργεί ως το αρχικό κύτταρο του σκηνικού και της αφήγησης της ιστορίας. Επιβλέπει, προφυλάσσει, κρύβει και στο τέλος αποκαλύπτει γεγονότα, μυστικά, οικογένειες, γυναίκες, παιδιά, το παρελθόν και το παρόν. Με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο ταξιδεύει μέσα από τις πράξεις μέχρι τελικά να διαλυθεί, όταν παύει πια να εξυπηρετεί κάτι. (…)Το διαρκώς παρόν δάσος που περιβάλλει το σπίτι και τόσο αναλυτικά περιγράφεται στις αρχικές σκηνικές οδηγίες, λειτουργεί ως υπόμνηση της πνευματικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο τέλος, η Γενούφα είναι έτοιμη να χαθεί μέσα του…”.
Η Ράαμπ, με βασικό συνεργάτη στα σκηνικά και τα κοστούμια τον διεθνώς αναγνωρισμένο Γιώργο Σουγλίδη, προτείνει μια κλασική ανάγνωση του έργου και βλέπει τον ωμό ρεαλισμό της ιστορίας μέσα από μια ποιητική διάσταση. Το βασικό στοιχείο του σκηνικού είναι ένα λευκό σπίτι “εγκλωβισμένο” μέσα στο δάσος, όπως προβλέπει το έργο, σαν μια αναφορά στην κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και τους αυστηρούς κανόνες τις κοινωνίας, από τους οποίους κανείς δεν ξεφεύγει. Όσο το έργο εξελίσσεται, το σπίτι αλλάζει μορφές και τελικά διαλύεται. Τα κοστούμια έχουν επιρροές από τη μοραβική ύπαιθρο, ενώ στην παραγωγή θα χρησιμοποιηθούν και εντυπωσιακά παραδοσιακά τσέχικα κοστούμια. Την κινησιολογία υπογράφει ο διακεκριμένος χορευτής και χορογράφος Φώτης Νικολάου, ενώ οι φωτισμοί είναι του αναγνωρισμένου Γάλλου Νταβίντ Ντεμπριναί.
Ο Λέος Γιάνατσεκ, ένας από τους σημαντικότερους Τσέχους συνθέτες, γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου 1854 στο Χούκβαλντυ της Μοραβίας, η οποία εκείνη την εποχή ήταν μέρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Ο Γιάνατσεκ ασχολήθηκε σοβαρά με τη λαογραφία και εμπνεύστηκε από την παραδοσιακή μουσική της περιοχής, όπως επίσης, γενικότερα, από τη σλαβική μουσική. Έτσι, διαμόρφωσε τη δική του πρωτότυπη μουσική γλώσσα, η οποία αποτυπώθηκε με σαφήνεια στην όπερά του Γενούφα, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη διεθνή αναγνώριση του συνθέτη. Ο Γιάνατσεκ συνέθεσε έργα κάθε είδους: ορχηστρικά όπως η ραψωδία Τάρας Μπούλμπα [1918/21] και η Σινφονιέττα [1926], έργα θρησκευτικής μουσικής όπως η Γλαγολιτική Λειτουργία [1927], έργα για πιάνο και μουσικής δωματίου, χορωδιακή μουσική, όπως επίσης αρκετές όπερες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι: Γενούφα, Κάτια Καμπάνοβα [1921], Η πονηρή αλεπουδίτσα [1924], Υπόθεση Μακρόπουλου [1926] και Από το σπίτι των νεκρών [1927]. Ο συνθέτης πέθανε το 1928 στην Οστράβα από πνευμονία.
Στη διανομή της Γενούφας συναντούμε διακεκριμένους Έλληνες και ξένους πρωταγωνιστές. Στον ρόλο του τίτλου, η ανερχόμενη υψίφωνος Σάρα-Τζέιν Μπράντον, “μια από τις ντίβες του αύριο“, όπως τη χαρακτήρισε ο Independent. H Μπράντον έχει καταγράψει μια αξιοπρόσεκτη πορεία σε μεγάλα λυρικά θέατρα και φεστιβάλ, όπως η Εθνική Όπερα της Αγγλίας, το Glyndebourne, η Κρατική Όπερα της Δρέσδης, η Γερμανική Όπερα του Βερολίνου, το Σαν Κάρλος της Λισαβόνας, η Όπερα της Ρώμης, η Όπερα της Νίκαιας, το Ρεάλ της Μαδρίτης, ενώ στις προσεχείς της υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται η Όπερα του Μονάχου και το Τεάτρο Μάσσιμο στο Παλέρμο. Λίγο πριν από τις παραστάσεις της Αθήνας, η Μπράντον κάνει το ντεμπούτο της στο ρόλο της Γενούφας στην Όπερα της Ντιζόν στη Γαλλία.
Στη δεύτερη διανομή της Γενούφας, η διακεκριμένη πρωταγωνίστρια της ΕΛΣ, υψίφωνος Μαρία Μητσοπούλου.
Τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Νεωκόρισσας, θα ερμηνεύσει η σπουδαία Γερμανίδα Ζαμπίνε Χογκρέφε, η υψίφωνος που αποθεώθηκε από κοινό και κριτική στην περσινή εναρκτήρια παραγωγή της ΕΛΣ, την Ηλέκτρα του Στράους, όπου ερμήνευσε με συγκλονιστικό τρόπο την Ηλέκτρα. Η Χογκρέφε μετά την πανθομολογούμενη επιτυχία της στον ρόλο της Ηλέκτρας στην Αθήνα, ερμήνευσε τον ίδιο ρόλο στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στη θρυλική σκηνοθεσία του Πατρίς Σερώ και σε μουσική διεύθυνση του νέου μουσικού διευθυντή της ΜΕΤ, Γιαννίκ Νεζέ Σεκγέν. Αμέσως μετά ερμήνευσε τη Γερτρούδη στον Λόενγκριν στις Βρυξέλλες στη σκηνοθεσία του Ολιβιέ Πυ. Η Χογκρέφε κάνει αυτή την περίοδο το ντεμπούτο της στον ρόλο της Νεωκόρισσας στην Όπερα της Ντιζόν.
Στη δεύτερη διανομή, στον ρόλο της Νεωκόρισσας, η Τζούλια Σουγλάκου, η οποία μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε ως Φόνισσα, αλλά και ως Λαίδη Μάκβεθ, τώρα αναμετράται με έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο και από φωνητικής, αλλά και από σκηνικής άποψης.
Στον ρόλο του Λάτσα ο Ολλανδός Φρανκ βαν Άκεν, ο οποίος συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους τενόρους της γενιάς του, γνωστός στο αθηναϊκό κοινό από την ερμηνεία του ως Αίγισθος στην περσινή εναρκτήρια παραγωγή της ΕΛΣ, Ηλέκτρα, πλάι στην Χογκρέφε και την Αγνή Μπάλτσα. Έχει τραγουδήσει σε Φεστιβάλ Μπάιροϊτ και Μπάντεν-Μπάντεν, Μεγάλο Θέατρο Λισέου Βαρκελώνης, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βιέννης και Σκάλα Μιλάνου, Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, Κρατική Όπερα Δρέσδης κ.α.
Ο πρωταγωνιστής της ΕΛΣ, Δημήτρης Πακσόγλου ερμηνεύει τον Στέβα.
Μαζί τους νεότεροι και διακεκριμένοι μονωδοί, όπως: Ινές Ζήκου, Γιάννης Γιαννίσης, Δημήτρης Κασιούμης, Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Άρτεμις Μπόγρη, Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, Βαρβάρα Μπιζά, Μιράντα Μακρυνιώτη.
Συμμετέχει η Χορωδία της ΕΛΣ υπό την διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο διακεκριμένος Αρχιμουσικός της ΕΛΣ, Λουκάς Καρυτινός.
ΚΥΚΛΟΣ ΓΙΑΝΑΤΣΕΚ / ΚΥΚΛΟΣ 20ός ΑΙΩΝΑΣ
Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία: Νίκολα Ράαμπ
Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης
Φωτισμοί: Νταβίντ Ντεμπριναί
Κινησιολογία: Φώτης Νικολάου
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Γριά Μπούρυγια: Ινές Ζήκου
Λάτσα: Φρανκ Βαν Άκεν
Στέβα: Δημήτρης Πακσόγλου
Νεωκόρισσα (kostelnička): Ζαμπίνε Χογκρέφε (14, 21, 24/10) – Τζούλια Σουγλάκου (19, 27/10, 2/11)
Γενούφα: Σάρα – Τζέιν Μπράντον (14, 21, 24/10) – Μαρία Μητσοπούλου (19, 27/10, 2/11)
Επιστάτης: Γιάννης Γιαννίσης
Δήμαρχος: Δημήτρης Κασιούμης
Σύζυγος του Δημάρχου: Μαργαρίτα Συγγενιώτου
Κάρολκα: Άρτεμις Μπόγρη
Αγρότισσα Κόλουσινα: Μπαρούνκα Πράιζινγκερ
Μπάρενα: Βαρβάρα Μπιζά
Γιάνο: Μιράντα Μακρυνιώτη
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ