Το έργο

Ο Πέτρος Ζούλιας, στο νέο του κείμενο, κάνει μια σύντομη, αλλά άκρως περιεκτική σε μνήμες και αναφορές, αναδρομή στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Μέσα από τη ζωή της ηρωίδας του, της Ελένης, παίρνουν σάρκα και οστά όσα στιγμάτισαν την πατρίδα μας, ιδωμένα μέσα από την προσωπική της οπτική.

Η Ελένη είναι μια μοδίστρα. Στη δύση του βίου της, και ενώ ετοιμάζεται να μετακομίσει -από το ραφτάδικό της ή μήπως από την ίδια τη ζωή- κάνει μια αναδρομή σε στιγμές-σταθμούς της ζωής της. Η ζωή του καθενός όμως, μπλέκεται, ή ίσως καλύτερα διαμορφώνει, τη συλλογική ζωή ενός τόπου. Η ηρωίδα, μια «απλή» γυναίκα, βλέπει καθημερινά τους κόπους της να μένουν δίχως αντάλλαγμα, τα παιδιά της να απομακρύνονται, τους ανθρώπους γύρω της να αλλάζουν. Και όμως, διατηρεί άσβηστη τη δίψα της για ζωή, παρά τις πίκρες, τις δυστυχίες, τις κακουχίες, τις ευτυχισμένες στιγμές, τις εθνικές τραγωδίες, τα πένθη και τις χαρές. Η λαϊκή της σοφία είναι αυτή που της δείχνει το δρόμο, επειδή, παραφράζοντας τους στίχους, «ζωή που δεν την έζησες, είναι ζωή χαμένη».

Με οδηγό την ιστορία της κυρίας Ελένης, το έργο επισκέπτεται τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, την επταετία και το Πολυτεχνείο, την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, την πανδημία, την πυρκαγιά στην Ηλεία, το δυστύχημα στα Τέμπη. Η κυρία Ελένη υπάρχει για να δείξει στο θεατή ότι πίσω από αριθμούς και ονόματα υπάρχουν πάντα οι άνθρωποι και οι προσωπικές τους ιστορίες. 

Ο συγγραφέας ισορροπεί με δεξιοτεχνική μαεστρία το κωμικό με το δραματικό, αποδίδοντας με απλότητα και καθημερινό τρόπο ακόμα και τα πλέον δύσκολα κεφάλαια στη ζωή της κυρίας Ελένης, αλλά και στην ιστορία του τόπου μας. Εκκινώντας με διακειμενική διάθεση, ο Π. Ζούλιας επισκέπτεται αρχικά μια άλλη ηρωίδα του, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Ο συγγραφέας, σε ένα από τα καλύτερα κείμενά του, δίνει μαθήματα λαϊκής, αλλά ουσιαστικής, σοφίας.

Η παράσταση

Ο σκηνοθέτης έστησε την παράσταση με απλότητα αποδεικνύοντας έτσι ότι στα απλά βρίσκονται τα πλέον σημαντικά. Χωρίς διάθεση διδακτισμού ή συναισθηματισμού, ο Π. Ζούλιας κατάφερε τόσο να προβληματίσει, όσο και να ευαισθητοποιήσει το κοινό του. Πλαισιώνοντας την παράσταση με μουσική από προηγούμενες δεκαετίες, υπογράμμισε το ρόλο και τη σημασία της στη ζωή, ενώ ξύπνησε μνήμες καλά κοιμισμένες αλλά όχι εντελώς λησμονημένες στους θεατές του. Τραγούδια των Βίκυς Μοσχολιού, Τζένης Βάνου, Στέλιου Καζαντζίδη, Μίκη Θεοδωράκη ακούγονται, μεταξύ άλλων, στην παράσταση. Ο Π. Ζούλιας παρέδωσε μια παράσταση καλά κουρδισμένη, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, με ένα κείμενο που αφήνει στο κοινό πότε πίκρα και πότε γέλιο, ακριβώς σαν την ίδια τη ζωή.

Η Ηθοποιός

Ένας ρόλος-ορόσημο για την Νένα Μεντή. Με περισσή απλότητα και χωρίς υποκριτικές υπερβολές, η ηθοποιός βάδισε σε αυτό το μονόλογο ανάμεσα στην κωμωδία και την  απόλυτη τραγωδία. Επιδίωξή της είναι να πει την ιστορία της δικής της ζωής, να μιλήσει για τους δικούς της ανθρώπους, να διηγηθεί τις δικές της εμπειρίες. Καθώς όμως ξετυλίγεται η δική της η ζωή, αναδύεται το συλλογικό, το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με το προσωπικό. Καταλήγει λοιπόν να διηγείται την ιστορία του τόπου της, της χώρας η οποία είναι «από τα κόκκαλα βγαλμένη» και χτισμένη με μίση, έριδες, συγκρούσεις, μισαλλοδοξίες πολλών «απλών» ανθρώπων. Η ίδια δεν φοβάται κάτι ή κάποιον, εκτός από το χρόνο, μέχρι να έρθει το τέλος. Η μεγάλη της αγωνία είναι να ζήσει, να ρουφήξει το μεδούλι της ζωής, εκφράζοντας μια προαιώνια αγωνία όλων, ίσως, των ανθρώπων.

Η Ν. Μεντή είναι καθηλωτική και σαρωτική επί σκηνής. Δεν παραδίδει απλώς μάθημα υποκριτικής στο σανίδι, παραδίδει μάθημα ζωής στους θεατές. Η ερμηνεία της κατακλύζεται από συναίσθημα, κωμική οξύτητα, ενέργεια, αλήθεια και αγάπη: αγάπη για τους ανθρώπους, παρά τα όσα κάνουν, αλλά και για την ίδια τη ζωή.

Οι συντελεστές

Τα σκηνικά (Άννα Ζούλια) κερδίζουν το θεατή με την είσοδό του στην αίθουσα. Αποδίδουν με απόλυτο ρεαλισμό το ραφτάδικό της εποχής, που έχει αρχίσει να ξεφτάει και να μοιάζει παλιό και κουρασμένο. Σαν την ιδιοκτήτριά του. Γεμάτο ρούχα, στην αρχή, αδειάζει όσο πλησιάζει το τέλος της παράστασης, αλλά και της ζωής. Σε μια βαλίτσα ανοιγμένη στο πάτωμα η ηρωίδα στοιβάζει τα ρούχα που μαζεύει, θυμίζοντας τις στοιβαγμένες ,στο μυαλό κα την ψυχή της, αναμνήσεις. Τα κοστούμια (Νίκος Χαρλαύτης) μάρτυρες μιας άλλης εποχής, χάνονται, αθόρυβα, από τις κρεμάστρες, όπως χάνονται οι άνθρωποι από δίπλα μας. Δηλωτικά μιας ζωής που επιθυμήσαμε αλλά δεν τολμήσαμε ή ίσως απλώς που δε μπορέσαμε να κάνουμε. Στη μουσική επένδυση (Παναγιώτης Τσεβάς) της παράστασης δικαιωματικά αξίζει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι, καθώς ξυπνάει στο κοινό αναμνήσεις και δημιουργεί συναισθήματα, πάνω και κάτω από τη σκηνή. Τέλος, οι φωτισμοί (Μελίνα Μάσχα) απολύτως ατμοσφαιρικοί και δηλωτικοί όχι μόνον των συναισθημάτων της ηρωίδας και της δράσης, αλλά και της ίδιας της ιστορίας που ξετυλίγεται στα μάτια των θεατών.

Εν κατακλείδι

Σύμφωνα με τον φαινομενολόγο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, ο χρόνος χωρίζεται στο συμπαντικό και τον προσωπικό. Η παράσταση Μια Ζωή δείχνει ότι ο χρόνος δεν χωρίζεται, αλλά μοιράζεται ανάμεσα στον γενικό και το προσωπικό. Η Νένα Μεντή διηγείται με χιούμορ, απλότητα, ειλικρίνεια, πάθος, πόνο, αγάπη την ιστορία της ηρωίδας της, λέγοντας πολλές αλήθειες και ξυπνώντας πολλές αναμνήσεις. Σε μια παράσταση που θυμίζει μυσταγωγία, μια γυναίκα μιλάει για ιστορικές στιγμές της χώρας, αλλά και για προσωπικά της δράματα. Μιλάει για την «ιερότητα» της μητρότητας, για την επιθυμία αλλά και την αποτυχία της να ζήσει ευτυχισμένη, για τις ενοχές που την συνόδευαν σε όλη της τη ζωή, για τη μοναξιά όταν μεγάλωσαν τα παιδιά της, για την αποτυχία της να αγαπήσει και κυρίως, να αγαπηθεί, για την ακόρεστη λαχτάρα της να ζήσει.

Το «Μια Ζωή» είναι μια παράσταση ύμνος στην ίδια τη ζωή: της κυρίας Ελένης, της Ελλάδας, τη δικής μας.

Διαβάστε επίσης:

Μια Ζωή – Ο μονόλογος μιας μοδίστρας, του Πέτρου Ζούλια με τη Νένα Μεντή στο Θέατρο Ιλίσια