Γιαγόι Κουσάμα: Ένα τσουνάμι τέχνης ικανό να καταβροχθίσει ολόκληρο τον κόσμο

Η Γιαγόι Κουσάμα και η αυτο-εξαφάνιση ως μέσο αδιάκοπης επανασύνδεσης με το σύμπαν στην έκθεση “Yayoi Kusama. A Retrospective” στο Martin-Gropius-Bau.

Η αναδρομική έκθεση της Γιαγόι Κουσάμα (γεν.1929, Ματσουμότο) Yayoi Kusama. A Retrospective στο Martin-Gropius-Bau (23.04- 15.08) στο Βερολίνο παρουσιάζει έργα της περισσότερο από 80 χρόνια πορείας μίας από τις σημαντικότερες μορφές στην τέχνη της εποχής μας. Η έκθεση διερευνά την επίδραση της τέχνης της καλλιτέχνιδας στη Γερμανία, την υπόλοιπη Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Αμερική, από τα πρώτα ζωγραφικά έργα και γλυπτά στις μαγευτικές εγκαταστάσεις της. Με χρονολογική σειρά και ύστερα από εκτενή έρευνα κειμένων, φωτογραφιών και σχεδίων των εκθέσεων της καλλιτέχνιδας, το Martin-Gropius επιχειρεί οχτώ ‘αναπαραστάσεις’ των σήμα κατατεθέν-εκθέσεων της Κουσάμα με τον τίτλο Made by Kusama. Στόχος είναι να προβληθεί η εικαστική εξέλιξη της από το 1952-83, αλλά και η ακρίβεια με την οποία ενορχήστρωνε τις εκθέσεις της.

Το 1948 η Κουσάμα μετακόμισε στο Κυότο για να σπουδάσει την παραδοσιακή τεχνική της nihonga ζωγραφικής, ενώ αργότερα έμαθε την τεχνική της yōga, μια μορφή ιαπωνικής ζωγραφικής με δυτικότροπο ύφος σχετιζόμενο με τον γρήγορο εκσυγχρονισμό της Ιαπωνίας. Στα τέλη του 1950 μετακόμισε στην Αμερική, παρακινούμενη από την αλληλογραφία της με την Georgia O’Keeffe, ενώ η φήμη της άρχισε να εξαπλώνεται κατά τη δεκαετία του 1960 και στην Ευρώπη με εκθέσεις στο Άμστερνταμ, τη Βέρνη, τη Χάγη, το Έσσεν, το Μιλάνο, το Ρότερνταμ, τη Στοκχόλμη, το Τορίνο και τη Βενετία.

Η πολύπλευρη ενασχόληση της με διάφορα μέσα περιλαμβάνει ζωγραφική, κολάζ, γλυπτική, βίντεο, περφόρμανς, εγκαταστάσεις, σχεδιασμό ρούχων, λογοτεχνία και μουσική. Τα περιβάλλοντα της όπως το Infinity Mirror Rooms και οι μεγάλες εγκαταστάσεις της συγκλονίζουν τις αισθήσεις. Η αίσθηση του απείρου και της ‘εξαφάνισης’ του εαυτού είναι θέματα επαναλαμβανόμενα του γενικότερου έργου της. Ξετυλίγονται μέσα από εμμονικά μοτίβα από κουκίδες και ιστούς που καλύπτουν ατελείωτες επιφάνειες, καθρέφτες που δημιουργούν χώρους που διπλασιάζουν τη ματιά του θεατή. Στις εγκαταστάσεις της χρησιμοποιεί το σώμα της ως αντιπρόσωπο του σώματος του ίδιου του θεατή, διαλύοντας τα όρια ανάμεσα στη μορφή και τον περιβάλλοντα χώρο, αναζητώντας την ατέρμονη επέκταση στο άπειρο.

Η δεκαετία του 1950

Το πρώτο δωμάτιο της έκθεσης ‘αναδομεί’ μία από τις ιστορικές εκθέσεις της Κουσάμα που έγινε τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο του 1952 στη γεννέτειρα της, Ματσουμότο. Τα έργα ήταν δεμένα με κλωστές και αιωρούνταν σε δύο σειρές πάνω από σκούρο καφέ ύφασμα, φέρνοντας στο νου το kakemono, ένα είδος ιαπωνέζικης ζωγραφικής σε κατακόρυφο ρολό. Μια σειρά των έργων που παρουσιάστηκαν σε αυτές τις εκθέσεις παρουσιάζονται και στην αναδρομική στο Βερολίνο. Πρόκειται για έργα με μελάνι, τέμπερα, νερομπογιές και παστέλ και αποτυπώνουν στροβιλιζόμενα μοτίβα ανάμεσα στην αφαίρεση και την παραστατικότητα με θέματα από τον φυτικό και ζωικό κόσμο του ορεινού τοπίου του Ναγκάνο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ξεκινά τα ζωγραφικά έργα Infinity Net, των οποίων η τεχνική και το ύφος παραπέμπουν στις παραισθήσεις που είχε από την ηλικία των 10 ετών και δεν στάματησαν ποτέ ως σήμερα. Βλέποντας φωτεινά σημεία, πεδία γεμάτα με τελείες και αύρες, ένιωσε τη ‘διαφυγή’ και συνένωση τους με τον εξωτερικό κόσμο. Από τότε ξεκινά και το ενδιαφέρον της για την έννοια της ‘αυτο-εξάλειψης’ του εαυτού, της αποσύνδεσης με το συνειδητό με στόχο τη συγχώνευση του με τον περιβάλλοντα χώρο. Η έννοια της απεραντοσύνης καταγράφεται μέσα από λεπτές, επαναλαμβανόμενες, ημικυκλικές πινελιές, σχηματίζοντας δαντελωτά μοτίβα που καλύπτουν τον καμβά από άκρη σε άκρη.

Δράση στη Νέα Υόρκη

Το 1958 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και γνωρίζει τον Ντόναλντ Τζάντ με τον οποίο αποκτά στενή σχέση. Το 1963 η έκθεση Aggregation: One Thousand Boats Show στην γκαλερί της Gertrude Stein της δίνει την ευκαιρία να γίνει το έργο της ευρύτερα γνωστό. Σε ένα φωτεινό δωμάτιο με μαύρους τοίχους και οροφή τοποθετεί μια ξύλινη βάρκα που είναι καλυμμένη από λευκές προεξοχές, ένα πρώιμο δείγμα της σειράς Accumulations (συσσωρεύσεις). Τα γλυπτά αυτά, φτιαγμένα από ύφασμα γεμισμένο με βαμβάκι, έχουν τη μορφή κοραλλιών, φυτών και φαλλών για να εκφράσει, όπως η ίδια αναφέρει, το ‘φόβο της για το σεξ’, που προέκυψε ύστερα από μια παιδική τραυματική εμπειρία.

Το 1965 ακολουθεί η έκθεση Floor Show στην Castellane Gallery της Νέας Υόρκης, όπου παρουσιάζει το Phalli’s Field, το πρώτο της Infinity Mirror Room. Μαζί με τον αρχιτέκτονα Allan Buchsman καλύπτει ένα οκταγωνικό δωμάτιο 25τ.μ. με καθρέφτες, δημιουργώντας αλλεπάλληλα αντίγραφα μιας εικόνας μέσα στην ίδια την εικόνα σε αδιάκοπες αλληλουχίες. Όπως αναφέρει η ίδια «με το να βυθίσω τον εαυτό μου μέσα στις άπειρες βούλες, η πνευματική μου δύναμη ενισχύεται ως μία από αυτές». Τον επόμενο χρόνο ακολουθεί η τέταρτη έκθεση της στη Νέα Υόρκη με τίτλο Driving Image Show, πάλι στην Castellane Gallery, καθώς και στο Μιλάνο, όπου διαμένει για περίπου ένα χρόνο, γνωρίζει τον Λούτσιο Φοντάνα και δημιουργεί έργα της στο εργαστήριο του. Φαλλόσχημα γλυπτά από μαλακό ύφασμα τοποθετήθηκαν σε πολυθρόνες, καρέκλες και μια σκάλα, καθώς και σε τραπέζια, παπούτσια και την βάρκα της έκθεσης του 1963.

Η επαφή με την Ευρώπη τη δεκαετία του 1960

Στην Ευρώπη έρχεται το 1965 για την έκθεση της Aspects of Contemporary Eroticism στην Internationale Galerj Orez στη Χάγη. Το 1966 παρουσιάζει για πρώτη φορά τη δουλειά της στη Γερμανία, στο Έσσεν, πάλι με τον τίτλο Driving Image Show στην Galerie M.E.Thelen, αλλά με διαφορετική σύνθεση έργων. Δύο μεγάλα Infinity Net στον τοίχο, ενώ στο χώρο στέκονταν κούκλες βιτρίνας σε ροζ, κόκκινο και μπλε γεμάτες με κίτρινες και πράσινες βούλες. Κοφτό μακαρονάκι κάλυπτε το πάτωμα, ένα παλτό, ένα σακάκι και μια γυναικεία τσάντα.

Το 1966 παρουσιάζει την εγκατάσταση Narcissus Garden με 1500 ασημένιες μπάλες από καθρέφτη στο γρασίδι έξω από το Ιταλικό Περίπτερο στην 33η Μπιενάλε της Βενετίας, παίρνοντας άδεια από τον Πρόεδρο της Επιτροπής της Μπιενάλε και χωρίς επίσημη πρόσκληση συμμετοχής. Το ενδιαφέρον της Κουσάμα για τον μύθο του Νάρκισσου δεν επικέντρωνε στον έρωτα για την ίδια την εικόνα του Εαυτού, αλλά για το πώς ένα απέραντο πεδίο αντικατοπτρισμών διευκολύνει την αποσύνδεση του θεατή με τον εαυτό του και την επακόλουθη σύντηξη του με τον τριγύρω χώρο. Επίσημη πρόσκληση για να εκπροσωπήσει την Ιαπωνία πήρε για την Μπιενάλε του 1993, σε επιμέλεια του Akira Tatehata.

Περφόρμανς και Φίλμ

Η Κουσάμα διερεύνησε την όρια ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή για τη διαμόρφωση των performances και των φιλμ της. Ένα πρώιμο happening έκανε το 1966 στο πεζοδρόμιο μπροστά από το διαμέρισμα της στην 14 Οδό στην πόλη της Νέας Υόρκης. Μαυροφορεμένη, έκανε πλεξούδες τα μαλλιά της, καθισμένη στο γλυπτό από το έργο Phalli’s Field. Ένα χρόνο αργότερα γύρισε το 16mm φιλμ Kusama’s Self-Obliteration μαζί με τον καλλιτέχνη Jud Yalkut. Σε μια σκηνή τοποθετεί βούλες σε ένα άλογο και καβαλώντας το, απομακρύνεται. Σε μία άλλη βυθίζεται ανάμεσα σε νούφαρα και ζωγραφίζει στην επιφάνεια του νερού βούλες που σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Σε underground κλάμπς της Νέας Υόρκης δημιουργούσε οπτικο-ηχητικά σόου με φώτα από το 1967 και σε δημόσιες πλατείες έκανε performances στα Naked Body Festivals και τα Orgy Parties. Προκαλώντας δημόσιες αντιδράσεις, ζωγράφιζε βούλες πάνω σε γυμνά σώματα, όπως φανερώνεται στις ταινίες Love-In Festival του 1969 και Flower Orgy του 1968.

Η στάση της ήταν πολιτική και ξεκάθαρα αντιπολεμική σε σχέση με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Με αφορμή μια περφόρμανς της έγραψε ένα γράμμα στον Ρίτσαρντ Νίξον, παροτρύνοντας τον να «…γίνουμε ένα με το Απόλυτο […] και να ανακαλύψουμε τελικά τη γυμνή αλήθεια: Δεν μπορείς να εξαλείψεις τη βία, χρησιμοποιώντας περισσότερη βία». Στο πλαίσιο των εγκαινίων της έκθεσης Love Room στην Internationale Galerj Orez στη Χάγη το 1967, έκανε ένα happening σε ένα καθολικό φοιτητικό κέντρο στο Ντελφτ, όπου συμμετείχαν διευθυντές μουσείων, κριτικοί και καλλιτέχνες. Γυμνοί, ζωγράφιζαν ο ένας πάνω στο σώμα του άλλου βούλες, ακούγοντας πειραματική μουσική. Στις 5 το πρωί, επέμβαση της αστυνομίας σταμάτησε το γεγονός.

Δημιουργίες στη Μόδα

Το ενδιαφέρον της Κουσάμα από μικρή ηλικία για τα ρούχα, το κίνημα των χίπις, και η συνειδητή πρόθεση της να μείνει εκτός αγοράς της τέχνης την οδήγησαν στην δημιουργία ρούχων. Ήδη από το 1962 χρησιμοποιούσε έτοιμα ρούχα, τα οποία ζωγράφιζε χρυσά ή ασημένια με σπρέυ ή κολλούσε κοφτό μακαρονάκι και τα διακοσμούσε με μαλακά φαλλόσχημα μικρογλυπτά. Ως το 1969 τα σχέδια της πωλούνταν σε 400 καταστήματα στη Νέα Υόρκη. Τα ρούχα της αντανακλούσαν την προσωπική, κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση που ήταν τόσο έντονη στα happenings της. Το Orgy Dress του 1968 μπορούσε να φορεθεί από 2 εώς 25 άτομα. Ο Τζόν Λένον και η Γιόκο Ονο φωτογραφήθηκαν φορώντας το.

Επιστροφή στη ζωγραφική

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Κουσάμα επέστρεψε στη ζωγραφική με φωτεινά χρώματα και τολμηρές φόρμες. Συνέχισε παράλληλα να δημιουργεί επαναλαμβανόμενα μοτίβα με πολλές παραλλαγές από ιστούς, βούλες, βιομορφικά και φαλλόσχημα στοιχεία. Τα ζωγραφικά έργα αυτής της περιόδου αναδεικνύουν την χαρακτηριστική επιπεδότητα των ακρυλικών χρωμάτων που αποτελεί σήμα-κατατεθέν της καλλιτέχνιδας. Το 1982 ξεκίνησε να την εκπροσωπεί η Fuji Television Gallery στο Τόκυο, ενώ το 1987 έγινε η πρώτη αναδρομική της στο Kitakyushu Municipal Museum of Art στη Φουκουόκα. Το 1989 γίνεται η πρώτη αναδρομική της στην Αμερική, στο Center for International Contemporary Art και η Κουσάμα είναι η πρώτη Ιαπωνέζα καλλιτέχνιδα που εμφανίζεται στο εξώφυλλο του Art in America.

Αγάπη για Πάντα

Η σειρά Love Forever (2004-2007) αποτελείται από 50 ασπρόμαυρους καμβάδες μεγάλου μεγέθους, με εντόνη τη δισδιάστατη αίσθηση. Κρεμασμένοι μαζί σαν μια ομάδα, οι πίνακες αυτοί δημιουργούν ένα οπτικό περιβάλλον που ακροβατεί ανάμεσα στην παραστατικότητα και την αφαίρεση. Αυτά τα έργα είναι παράθυρα στον ψυχικό κόσμο της Κουσάμα όταν διερωτάται: «Υπήρξε άπειρο υπερπέραν πέραν του σύμπαντος μας;» Με αυτή την ερώτηση ρωτά ουσιαστικά πότε ξεκινάμε εμείς και πού τελειώνει ο περιβάλλων χώρος μας. Η επαναληπτικότητα των μοτίβων της αποτελεί τον αγώνα της να ξεφύγει από τις ψυχικές εμμονές της. Όπως αναφέρει η ίδια: «Τα ζωγραφίζω σε ποσότητες. Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθώ να αποδράσω». Η ποιητική των έργων της εναλλάσσεται συνεχώς ανάμεσα στο συμπαντικό, το πνευματικό, το καλλιτεχνικό και το ψυχολογικό. Ο στόχος της παραμένει πάντα ο ‘διασκορπισμός’ του ατόμου στον μαγευτικό κόσμο του απείρου.

«Η αιώνια ψυχή μου»

Το 2009 η Κουσάμα ξεκίνησε τη σειρά με τον τίτλο My Eternal Soul, ζωγραφικά έργα που τα δημιουργεί επίπεδα πάνω σε ένα τραπέζι σε κοντινή απόσταση από την επιφάνεια. Αν και ο αρχικός στόχος ήταν να φτιάξει 100, σήμερα αριθμούν πάνω από 700 και συνεχίζει καθημερινά να ζωγραφίζει με την ολοκλήρωση κάθε έργου να διαρκεί από μια ως μερικές μέρες. Ζωντανά χρώματα περιγράφουν βιομορφικά στοιχεία που θα μπορούσαν να είναι και ιερογλυφικά, φυτά ή φαλλοί, μάτια σε προφίλ κατακλύζουν τις επιφάνειες, μαύροι κύκλοι ίπτανται σε άμορφα πεδία, δηλώνοντας το θάνατο και την ερημιά, αλλά και το άγνωστο επέκεινα. Ο θεατής δεν μπορεί παρά να βυθιστεί στο σύμπαν των έργων της Κουσάμα και να αναγνωρίσει πώς ο εξωτερικός κόσμος τους αντανακλά τόσο αληθινά τον εσωτερικό κόσμο της καλλιτέχνιδας.

Πηγή: Κατάλογος της έκθεσης | Φωτογραφίες: Βασιλική Βαγενού | Κεντρική φωτογραφία θέματος: Yayoi Kusama, “Infinity Mirror Room – Phalli’s Field”, 1965 © YAYOI KUSAMA, courtesy: Ota Fine Arts, Victoria Miro & David Zwirner

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ