“Το «ΟΦΣΑΪΝΤ – Εκτός Παιδιάς» είναι ένα έργο τόσο ελληνικό αν και ισπανικό, τόσο οικείο σαν να βλέπεις είδηση στο δελτίο των 8”, όπως μας λέει ο ηθοποιός Γιάννης Καπελέρης που υποδύεται επί σκηνής τον Ρίκυ, έναν λατινοαμερικανό οικονομικό μετανάστη.
Ο ίδιος, με αφορμή την εν λόγω παράσταση, μας έδωσε αρκετά ενδιαφέρουσες απαντήσεις για τους ήρωες του Μπελμπέλ που δίνουν «έναν αγώνα επιβίωσης με αντιπάλους τους ίδιους τους εαυτούς», τις σχέσεις των ανθρώπων εν καιρώ –παντός είδους- κρίσης, καθώς και για “το ″θηρίο″ που λέγεται Τόμας Μπέρνχαρντ”.
Όσο για το φλέγον ζήτημα σχετικά με την διακοπή της παράστασης «Ισορροπία του Nash» στην Πειραματική Σκηνή ανέφερε χαρακτηριστικά: “Προφανώς επιστρέφουμε στην εποχή με τα απαγορευμένα κείμενα, τα αλληγορικά τραγούδια, τα κρυμμένα νοήματα; τι να πω; απλώς μη το δούμε κι αυτό ως μόδα. Η τέχνη είναι παντού και πάντα. Το θέμα είναι να έχουμε την ελευθερία να την αναζητούμε.”
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε νέους καλλιτέχνες με άποψη που παίρνουν θέση απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω τους.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Culturenow.gr: Πως προέκυψε η ενασχόλησή σου με την υποκριτική; Ποιος είναι ο λόγος που αυτή η ιδιότητα υπερίσχυσε ως επαγγελματική επιλογή;
Γιάννης Καπελέρης: Η πρώτη εικόνα που μου έρχεται απ τα παιδικά μου παιχνίδια είναι ένα δωμάτιο ανάστατο με αυτοσχέδια σκηνικά από σεντόνια και εμένα να καταχειροκροτούμαι από απελπισμένους συγγενείς. H απάντηση στο ερώτημα τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις μέχρι τα 15 μου ήταν η αναμενόμενη. Εκεί πια το πράγμα σοβάρεψε και οι γονείς μου πήραν δραστικά μέσα. Οι φόβοι και οι ανασφάλειες τους έπιασαν τόπο και έτσι αποφάσισαν να σπουδάσω οικονομικά. Από τότε κάθε παράσταση που έβλεπα με βάραινε όλο και πιο πολύ και όταν η πίστη μου στο παιδικό μου όνειρο ήταν πια στα τελευταία της, αποφάσισα στα 20 μου να γραφτώ κρυφά στη δραματική σχολή του Ανδρέα Βουτσινά στη Θεσσαλονίκη. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψα στην Αθήνα και έδωσα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Στα χρόνια της σχολής συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος και οι δυνάμεις μου είχαν ανεξήγητα και ευχάριστα διασταλεί και αυτός ήταν ένας τρόπος-δρόμος ζωής που θα ήθελα να ακολουθήσω με όλες τις δυσκολίες και τις θυσίες που τον συνοδεύουν. Ένας δρόμος που κάθε μέρα με βοηθάει να καταλάβω, να αγαπήσω και να βοηθήσω αν μπορέσω το ″ανισόρροπο″ ανθρώπινο είδος μας. Πρώτα λοιπόν είναι μια επιλογή ματιάς στα πράγματα και μετά μια επαγγελματική επιλογή.
Cul. N.: Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι θα έλεγες ότι σε «καθοδήγησαν» στα αρχικά σου βήματα και στη μέχρι τώρα διαδρομή σου;
Γ. Κ.: Ότι έχω πάρει ως τώρα από δασκάλους και συναδέλφους είναι όλα σημαντικά και ωφέλιμα. Ακόμα και η κακοτοπιά είναι κέρδος όταν είσαι τόσο φρέσκος στο χώρο. Αυτό που όλοι μου επισήμαναν και έχω ως οδηγό είναι το να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου και με το κοινό.
Cul. N.: Αυτήν την περίοδο σε βρίσκουμε στο Από Μηχανής Θέατρο, στην παράσταση του έργου του Καταλανού συγγραφέα Σέρτζι Μπελμπέλ, «ΟΦΣΑΪΝΤ – Εκτός Παιδιάς». Ποια είναι η δική σου οπτική τόσο για το έργο, όσο και για τον χαρακτήρα που ενσαρκώνεις;
Γ. Κ.: Το «ΟΦΣΑΪΝΤ – Εκτός Παιδιάς» είναι ένα έργο τόσο ελληνικό αν και ισπανικό, τόσο οικείο σαν να βλέπεις είδηση στο δελτίο των 8. Με όρους μαύρης κωμωδίας γίνεται στη σκηνή ένα μάθημα ανθρωπιάς για όλες τις γενιές. Μια αλμοδοβαρική οικογένεια που ψάχνει να βρει ισορροπία μέσα στην κρίση της εποχής και ένας λατινοαμερικανός οικονομικός μετανάστης ,ο Ρίκυ (ο χαρακτήρας μου), που εργάζεται ως γηροκόμος στο σπίτι του παππού της οικογένειας και δίνει τον δικό του αγώνα επιβίωσης. Χαρακτήρες που φτάνουν στα άκρα αρνούμενοι την πραγματικότητα, έρχονται αντιμέτωποι με την μεγάλη αλλαγή που επιβάλλεται. Ποιος είναι όμως τόσο έτοιμος να απαρνηθεί ότι τον έκανε ως τώρα ευτυχισμένο; Η ζωή μας ζητάει να προσγειωθούμε επιτέλους.
Cul. N.: Γύρω από ποιον βασικό άξονα δομείται η παράστασή σας και ποια είναι τα μηνύματα που επιδιώκει να μεταφέρει στους θεατές;
Γ. Κ.: Η οικονομική κρίση γίνεται αφορμή για να ξεγυμνωθούν οι ήρωες, να φανούν οι αδυναμίες τους και τα ζωώδη ένστικτα τους. Ένα ζευγάρι που προσπαθεί να προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον στο παιδί του, φτάνει στο σημείο να σκεφτεί το αδιανόητο: να δολοφονήσει τον παππού της οικογένειας που είναι ένα επιπλέον οικονομικό βάρος για αυτό. Όταν ο παππούς αντιλαμβάνεται τις προθέσεις του αποφασίζει να δώσει ο ίδιος λύση στο πρόβλημα. Βγαίνει οφσάιντ. Ο Μπελμπελ δανείζεται στοιχεία του ποδοσφαίρου και βάζει τους ήρωες σαν μια ποδοσφαιρική ομάδα να δώσουν ένα ματς για γερά νεύρα και όχι έναν φιλικό αγώνα. Έναν αγώνα επιβίωσης με αντιπάλους τους ίδιους τους εαυτούς τους με όλο το φως και το σκοτάδι της ψυχής τους. Δεν μένει παρά να επιλέξουμε με ποια ομάδα θέλουμε να πάμε και αν είμαστε ″ανοιχτοί″ ακόμα και να χάσουμε.
Cul. N.: Ερχόμενοι στο σήμερα, σύμφωνα με τη δική σου άποψη, σε ποιο βαθμό οι σχέσεις των ανθρώπων επηρεάζονται από την –παντός είδους- κρίση;
Γ. Κ.: Χαίρομαι που το διατυπώνεις έτσι γιατί μόνο οικονομική δεν είναι αυτή η κρίση. Στο μεγαλύτερο βαθμό κι αυτό που το κάνει χειρότερο είναι ότι δεν βλέπουμε αυτό να φρενάρει κάπου. Ξυπνάμε μουδιασμένοι, παλεύουμε μέσα στη μέρα να ″ντοπαριστούμε″ και έρχεται κάτι στο τέλος της ημέρας να μας ξαναμουδιάσει. Μιλάμε πολύ χωρίς ουσιαστικά να επικοινωνούμε, συμφωνούμε και διαφωνούμε ταυτόχρονα, θυμώνουμε σαν να μην υπάρχει αύριο. Αλλά όπως βλέπουμε δεν οδηγεί πουθενά αυτό. Κάτι μέσα μας πρέπει να αλλάξει, κάτι με τη σκέψη δεν κάνουμε σωστά. Επιμένουμε να γυρίσουμε στην προ κρίσης ζωή μας αλλά αυτό είναι αδύνατον. Θέλουμε χρόνο.
Cul. N.: Πριν λίγες ημέρες το Εθνικό Θέατρο αναγκάστηκε να «κατεβάσει» από την Πειραματική Σκηνή του την παράσταση «Ισορροπία του Νash», η οποία χρησιμοποιεί αποσπάσματα και από το βιβλίο του Σάββα Ξηρού, ύστερα από σφοδρές αντιδράσεις. Πως κρίνεις αυτό το γεγονός ως νέος άνθρωπος, αλλά και καλλιτέχνης;
Γ. Κ.: Χαθήκαμε στην μετάφραση για άλλη μια φορά. Ξαφνικά κάποιοι θυμήθηκαν ότι η τέχνη μπορεί να διαμορφώσει συνειδήσεις. Προφανώς επιστρέφουμε στην εποχή με τα απαγορευμένα κείμενα, τα αλληγορικά τραγούδια, τα κρυμμένα νοήματα; τι να πω; απλώς μη το δούμε κι αυτό ως μόδα. Η τέχνη είναι παντού και πάντα. Το θέμα είναι να έχουμε την ελευθερία να την αναζητούμε.
Cul. N.: Η επόμενη παραγωγή της Πειραματικής Σκηνής, είναι η παράσταση «Ο Αδαής και ο Παράφρων», στην οποία και συμμετέχεις. Θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για τον «διάλογο» με τον Τόμας Μπέρνχαρντ που συνεχίζεται, την εμπειρία της συνεργασίας σου με τον Γιάννο Περλέγκα, καθώς και να μας δώσεις μία πρόγευση από την επερχόμενη παράσταση;
Γ. Κ.: Φέτος, βρισκόμαστε με τον Γιαννο για δεύτερη χρονιά να παλεύουμε με το ″θηρίο″ που λέγεται Τόμας Μπέρνχαρντ. Ο Μπέρνχαρντ για άλλη μια φορά απορρίπτει, αμφισβητεί, αφορίζει όλα όσα ζούμε. Τρομάζεις στην πρώτη ανάγνωση, όμως το πάθος και η μελέτη του Γιάννου πάνω στην μορφή και το έργο του Μπέρνχαρντ λειτουργεί ανακουφιστικά και φτιάχνει ένα πολύ δημιουργικό και ελεύθερο κλίμα στην πρόβα, γι’ αυτό και συνεργαζόμαστε για τρίτη φορά. Ο «Ο Αδαής και ο Παράφρων» είναι ένα έργο για το υπαρξιακό άγχος του ανθρώπου και κυρίως του καλλιτέχνη και την καταστροφή του απ την υπερβολή. Πολύ περήφανος και γι αυτήν την παράσταση.
Cul. N.: Για το τέλος, επιστρέφοντας και στο θέμα της παράστασης «ΟΦΣΑΪΝΤ», εάν μπορούσες να παρομοιάσεις τη ζωή σου με έναν αγώνα ποδοσφαίρου ποια θέση θα έλεγες ότι καταλαμβάνεις και γιατί;
Γ. Κ.: Κατά καιρούς αλλάζω θέση μέσα στο γήπεδο. Πότε άμυνα, πότε επίθεση, πότε μέσος. Σίγουρα πάντως όχι τερματοφύλακας. Δεν θέλω να μένω και να περιμένω. Θέλω να κινούμαι..
–