Ας αναλογιστούμε τα ειδυλλιακά τοπία των νησιών του Σαρωνικού – ίσως με λιγότερο αυστηρά γεωγραφικά όρια -, συνδυασμένα με υπέροχους ήχους από κλασικά κομμάτια μουσικής δωματίου. Θα μπορούσε να ήταν απόσπασμα ταινίας, όμως πρόκειται για πραγματικό καλλιτεχνικό γεγονός που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο από το 2011. Αναφερόμαστε στο Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Σαρωνικού, που συνεχίζει να εξαπλώνει τη φήμη του και να μαγνητίζει το ενδιαφέρον του κοινού.
Με αφορμή τις φετινές συναυλίες, ρωτήσαμε τον καλλιτεχνικό διευθυντή του, Γιάννη Αγρανιώτη, έναν από τους ιδρυτές του φεστιβάλ, για τις ιδιαιτερότητες και τη σημασία του. Με τη σειρά του, ο μουσικός μας παραθέτει κάποιους πολύ καλούς λόγους για να παρακολουθήσουμε την πλούσια αυτή διοργάνωση.
– Για 7ο χρόνο ο Σαρωνικός ετοιμάζεται να υποδεχτεί…. το μουσικό φεστιβάλ με το οποίο έχει πλέον συνδεθεί καλλιτεχνικά. Μιλήστε μας για τη φετινή διοργάνωση και τι αυτή περιλαμβάνει.
Φέτος θα πραγματοποιηθούν 7 συνολικά συναυλίες σε 6 διαφορετικά μέρη. Θα ακουστούν σπουδαία έργα των Bach, Beethoven, Mozart, Debussy, Brahms και Schumann από καλλιτέχνες διεθνούς βεληνεκούς, με σημαντικές σταδιοδρομίες.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Είναι μεγάλη χαρά για μένα που έχουμε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό αυτό που είχαμε οραματιστεί ξεκινώντας.
– Υπάρχουν καινούργια στοιχεία ή σημαντικές αλλαγές σε σχέση με τα προηγούμενα έτη που θα θέλατε να υπογραμμίσετε ιδιαίτερα;
Δεν θα έλεγα ότι υπάρχουν σημαντικές αλλαγές ως προς το καλλιτεχνικό περιεχόμενο του Φεστιβάλ. Πιστεύω ότι αυτό που χρειάζεται για να αναδειχτεί αυτή η μουσική και να αποκτήσει το κοινό μια σχέση μαζί της, είναι συνέχεια και διάρκεια. Αυτό έχει να κάνει με τον χαρακτήρα και τη φύση των σημαντικών έργων μουσικής δωματίου.
– Θέλετε να μας πείτε δύο λόγια για τις ξεχωριστές συναυλίες στις οποίες συμμετέχετε και εσείς προσωπικά, ως μουσικός;
Προσωπικά έχω τη χαρά να συμπράξω σε τρία έργα φέτος. Στο κουιντέτο με πιάνο του Σούμαν, στο κουιντέτο εγχόρδων Κ 516 του Μότσαρτ και σε μια από τις σημαντικότερες σονάτες για βιολί και πιάνο, την Σονάτα ν.9 op.47 του Μπετόβεν, την επονομαζόμενη Kreutzer. Η τελευταία θα ακουστεί σε δύο συναυλίες και θα την παρουσιάσουμε με τον αγαπητό φίλο και συνεργάτη εδώ και πάνω από μια δεκαετία, τον γερμανό πιανίστα Caspar Frantz. Είναι ένα από τα δυσκολότερα και σημαντικότερα έργα για κάθε βιολιστή και χαίρομαι ιδιαίτερα που μπορέσαμε να την προγραμματίσουμε.
– Ποιο ήταν το σκεπτικό των διοργανωτών ως προς την πραγματοποίηση του θεσμού σε διαφορετικά νησιά; Και εν τέλει ποια η υποδοχή ενός τέτοιου μουσικού γεγονότος από τους κατοίκους αυτών των περιοχών;
Ο λόγος που επιλέξαμε να γίνεται το φεστιβάλ σε πολλά μέρη είναι ότι αυτό που μας ενδιέφερε είναι να προσεγγίσουμε όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται για να γνωρίσουν και να εκτιμήσουν αυτό το είδος μουσικής. Καθότι το φεστιβάλ διοργανώνεται από τους ίδιους τους μουσικούς, μάς αφορά όλους, και προσωπικά το πώς αντιδρά το κοινό στην μουσική που αγαπάμε περισσότερο από ό,τι άλλο.
Η υποδοχή όλα αυτά τα χρόνια είναι ιδιαίτερα θετική και πιστεύουμε ότι έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε και νέο κοινό, καθότι πολλοί φίλοι του Φεστιβάλ επανέρχονται κάθε χρόνο για να ακούσουν τις συναυλίες.
– Πώς βλέπετε να καλλιεργείται μέσα στα χρόνια γενικά, η σχέση του ελληνικού κοινού με το συγκεκριμένο είδος;
Αυτό που παρατηρώ είναι ότι το μουσικόφιλο κοινό δείχνει όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Δυστυχώς αυτό γίνεται περισσότερο μέσω ηχογραφήσεων, γιατί οι συναυλίες μουσικής δωματίου δεν είναι πολλές στην Ελλάδα. Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορούν να γίνουν πολλά πράγματα, παρόλες τις δυσκολίες, τόσο οργανωτικές όσο και καθαρά καλλιτεχνικές, καθότι είναι από τα πιο απαιτητικά είδη μουσικής για τους εκτελεστές.
– Κάθε χρόνο, διαβάζουμε στους συμμετέχοντες αρκετούς σταθερούς συνεργάτες. Θα λέγατε πως κινείστε περισσότερο προς ένα σταθερό πυρήνα καλλιτεχνών ή προς ένα άνοιγμα που περιλαμβάνει περισσότερα καινούργια ονόματα;
Είναι αλήθεια ότι όλοι οι συμμετέχοντες βλέπουν το φεστιβάλ σαν ένα φεστιβάλ φίλων περισσότερο παρά σαν μια καθαρά επαγγελματική συμμετοχή. Υπάρχει μια σειρά από σταθερούς συνεργάτες, αλλά ταυτόχρονα έχει πολύ ενδιαφέρον να έρχονται και νέοι καλλιτέχνες για εμπλουτίσουν με την δικιά τους οπτική και τις ιδέες τους το φεστιβάλ. Μπορεί να συμβεί επίσης, κάποιος από τον στενό πυρήνα να μη μπορεί ένα καλοκαίρι για προσωπικούς λόγους. Οπότε θα έλεγα ότι προσπαθούμε να συνδυάσουμε και τα δύο.
– Πώς οραματίζεστε το μέλλον του Φεστιβάλ, το οποίο βαδίζει πια αισίως προς την συμπλήρωση δεκαετίας;
Προσωπικά θα ήθελα να δω μελλοντικά να έχουμε τα μέσα και το ενδιαφέρον του κοινού, για να μεγαλώσουμε και να επεκταθούμε περαιτέρω, και να είμαστε ένα σημείο συνάντησης μουσικών από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Μέσω αυτής της εξωστρέφειας πιστεύω ότι μπορούμε να γίνουμε όλοι καλύτεροι.