Γιάννης Αναστασάκης: Αλήθεια, ήταν συγγενείς ο Φρανσουά Βιγιόν με τον Σαχλίκη;

Ο Γιάννης Αναστασάκης μας μιλά για την παράσταση του «Στέφανος Σαχλίκης: Τ’ άστρη όπου ‘ναι άμετρα βιαζόταν να μετρήσει», ενώ αναζητά την πνευματική συγγένεια που είχε ο Ηρακλειώτης ποιητής με τον Φρανσουά Βιγιόν.

Τίντα καλόν θωρείς, λοιπόν, ίντα παρηγορίαν,
Και κάθεσαι συνέπαρτος εις τούτα τα χωρία;*

Ο Σαχλίκης έζησε παραδομένος στα χέρια της Μοίρας. Έτσι μας λέει.

Αυτός την ονόμαζε Τύχη. Αυτή ήταν που τον έπειθε να ζει μια εδώ μια εκεί- δίχως τη δική του θέληση (αυτό θα πει συνέπαρτος). Ίσως αυτή κι όχι η Κουταγιώταινα να τον έριξε στη φυλακή. Κι ίσως ήταν αυτή που τον…α πήγαγε από την Ιστορία, όπως θα κάνει περίπου 70 χρόνια μετά με έναν άλλον άσωτο ποιητή, Γάλλο αυτή τη φορά, τον Φρανσουά Βιγιόν, που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.

Ο Σαχλίκης πέθανε κάπου μετά το 1391, αλλά δεν ξέρουμε ούτε πότε ακριβώς ούτε από ποιαν αιτία. Τον Βιγιόν άνοιξε η γη και τον κατάπιε το 1463. Βέβαια, ο Γιάννης Παλαβός μας αποκαλύπτει πως ο Βιγιόν πέθανε «ένα πρωί που βγήκε αξημέρωτα στον κήπο να σκάψει τα κρεμμύδια».** Δεν ξέρω. Δε μπορώ να το αποκλείσω.

Πάντως, κι αυτός, ο «καταραμένος ποιητής» Βιγιόν, σε ομοιοκαταληξία έγραφε. Κι αυτός κυνήγησε τις ηδονές σαν τον πρόδρομο ποιητή.

Κι αυτός πήγε φυλακή. Κι αυτός παραδέχτηκε:

Μα τι τα θες; Η τύχη μου με βιάζει,
Και δεν μπορώ ενάντια να της πάω,
Να ζω έτσι και να πράττω αυτή με βάζει,
Μου φέρνεται άδικα, ό,τι κι αν λογάω.***

Όταν πρωτάνοιξα τα έργα του Σαχλίκη, τον Βιγιόν είχα στο νου μου. Την πνευματική συγγένεια που τους συνέδεε. Κι ας μην ήξερε ο Βιγιόν τα καταλόγια του Ηρακλειώτη. Πού να τα ξέρει; Άσε που τους χώριζε αυτό που θα λέγαμε «ταξική άβυσσος». Ο Σαχλίκης, πλούσιος φεουδάρχης από σόι κι ο Βιγιόν ένας μορφωμένος φτωχοδιάβολος που έκανε φόνο, ληστείες και κλοπές. Τώρα, γιατί διαβάζοντας Σαχλίκη ένιωσα την ανάγκη να καταφύγω σε συγκρίσεις; Ν’ αναζητήσω συγγενείς;

Ξέρω γιατί. Άγνωστος σε μένα ο Σαχλίκης, ένα όνομα στη γραμματολογία των φοιτητικών μου χρόνων, «ένα κενό κάτω απ’ τη προσωπίδα», ένας ποιητής που τον ξεχάσανε οι λόγιοι της Αναγέννησης, παρεξηγημένος ακόμη και στη γέννησή του, αφού όλοι τον μετρούσαν στα τέλη του 15ου αιώνα, ενώ αυτός γεννήθηκε 150 χρόνια πριν. Έπρεπε να ανακαλύψει το 1965 την αλήθεια ο Μανούσος Μανούσακας, να τη στηρίξει αργότερα ο Ολλανδός νεοελληνιστής Άρνολντ Βαν Χέμερτ, για να’ ρθουν, τελικά, να φωτίσουν το έργο του με θαυμασμό και πίστη ο Νικόλαος Παναγιωτάκης κι ο Γιάννης Μαυρομάτης. Μ’ αυτή τη σειρά. Που τη συνεχίζουν τώρα άλλοι: ο Κακλαμάνης, η Λεντάρη, η Μαρκομιχελάκη, ο Πασχάλης.

Είχα, λοιπόν, στα χέρια μου, το σώμα μιας ποίησης που απλώνεται από τη βαθιά εξομολόγηση στο λίβελλο, από τον αυτοσαρκασμό στη σάτιρα των χωρικών, από τον παθιασμένο έρωτα στο απύθμενο μίσος. Μια ποίηση προσωπική, που άλλοτε καταφεύγει στην αθυροστομία για να εκφράσει τα αισθήματα του δημιουργού της, άλλοτε γέρνει στο λυρισμό. Μια ποίηση που φέρνει στον 21ο αιώνα τις νύχτες όχι της Καμπίρια, αλλά της όμορφης Κουταγιώταινας: τις πόρνες (τις πολιτικές) του Χάνδακα (τη λέγαν Πόθα Τζουστουνιά…) που εκμαυλίζουνε τους νέους την ώρα που περνά ο Επιτάφιος, τους τζογαδόρους που παίζουνε στο βρώμικο πλακόστρωτο τη ζωή τους στα ζάρια.

Σκοπός μου ήταν αυτή την ποίηση να την αγαπήσουν όλοι οι συντελεστές. Οι ηθοποιοί πρώτα πρώτα. Να αρθρώσουμε φωναχτά τους στίχους, να νιώσουμε τον υπόγειο ρυθμό, να χαρούμε την ομοιοκαταληξία σαν να’ τανε η πρώτη φορά. Κι ύστερα να δούμε τι φορούν οι ρόλοι. Και πού κινούνται. Να περιδιαβούμε το Κάστρο και τις Πύλες του, να μπούμε στις Στοές και στις εκκλησίες του. Να ξεναγήσουμε ύστερα το θεατή όχι μόνο στο λόγο μα και στην εικόνα που ξεπηδά από τα καταλόγια του Σαχλίκη. Να ακούσουμε τις μουσικές της εποχής του. Ζωντανά. Από σημερινούς οργανοπαίκτες. Να τις αφουγκραστούμε με τα μάτια κλειστά. Να γευτούμε τη σιωπή.

Κι ύστερα κάποιες από αυτές τις ιστορίες να τις κάνουμε θέατρο.

Κι ύστερα να τις κάνουμε και σινεμά. Όχι μεγάλου μήκους. Μεσαίου, ας πούμε: 38 λεπτά είναι αρκετά για το στάδιο που βρισκόμαστε. Είναι βαθιά τα νερά και θέλει προσοχή. Θα κάνουμε το καλοκαίρι το μακροβούτι μας. Με τα μάτια τότε ανοιχτά- για να βλέπουμε τα μάτια του κοινού.

Για την ώρα, μπείτε δωρεάν σ’ αυτο το σύνδεσμο για να μας δείτε και να γνωρίσετε τον Ποιητή Στέφανο Σαχλίκη. Καμιά συγγένεια με τον Βιγιόν. Τουλάχιστον, καμία συγγένεια εξ αίματος. Αλήθεια.

Καλή σας θέαση!

* Στέφανος Σαχλίκης, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Γ.Κ.Μαυρομάτης-Ν.Μ.Παναγιωτάκης, ΜΙΕΤ, 2015
** Γιάννης Παλαβός, ΑΣΤΕΙΟ, Νεφέλη, 2012
*** Φρανσουά Βιγιόν, ΜΠΑΛΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Μαρία Υψηλάντη, στιγμή, 2010
**** Γιώργος Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος, 17η έκδοση, 1992

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Politakis Manos

Διαβάστε επίσης:

Ψηφιακό Φεστιβάλ Τέχνη Καθ’ Οδόν 2020: Τ’ άστρη όπου ‘ναι άμετρα βιαζόταν να μετρήσει, σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ