Όπως τον κοιτάζω σκέπτομαι για μια ακόμη φορά πόσο απίστευτα όμορφος είναι αυτός ο άνθρωπος. Ξανθά μαλλιά, σχεδόν χρυσά μάτια με ένα χρώμα μενεξελί, το λεπτό μουστάκι πάνω από τα κόκκινα χείλη. Μοιάζει με πρίγκιπα παραμυθιού η με Αρχάγγελο, όπως τον φαντασθήκαμε στα παιδικά μας χρόνια. Πρέπει να είναι περισσότερο από τριάντα χρόνων κι όμως έχει μια φρεσκάδα που τον δείχνει σχεδόν παιδί, αν δεν υπήρχε το χαμόγελό του. Αυτό το χαμόγελο που ήταν τόσο ξένο προς το υπόλοιπο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο δαιμονικό, γεμάτο σαρκασμό, ανθρώπου που έχει δει πολλές ασχήμιες κι έχει ζήσει πολλές βρομιές. Τα μακριά δάχτυλά του χάιδευαν τα πλήκτρα του πιάνου. Στις πρώτες νότες ανατριχιάζω. Ο Μιχαήλ το βλέπει και μου χαμογελά.
– Η Σονάτα υπό το σεληνόφως, λέει. Θυμάσαι ;
Η Σονάτα υπό το σεληνόφως είναι ένα ιστορικό, περιπετειώδες ερωτικό αφήγημα μυστηρίου του Γιάννη Μαρή που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση όταν δημοσιεύθηκε σε δεκαεννέα συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις το 1959. Δεν εκδόθηκε ποτέ έως τώρα σε βιβλίο.
Συγκαταλέγεται στα δύο-τρία πιο επιδέξια μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή, και ως προς την πλοκή του και ως προς το αμφίσημο του κεντρικού χαρακτήρα (Μιχαήλ Βερύκκιος) και ως προς τη διφορούμενη ερμηνεία των πράξεών του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Σονάτα εξελίσσεται το 1896 στην Αθήνα, αλλά όχι των Ολυμπιακών Αγώνων. Το ιστορικό φόντο είναι οι εχθροπραξίες στα σύνορα, παραμονές της ήττας από τον οθωμανικό στρατό και της παρ’ ολίγον διάλυσης του ελληνικού κράτους, που έφθανε τότε μέχρι και τη Θεσσαλία.
Ο Μαρής παίζει επίσης με την εγχώρια λογοτεχνική σκηνή της εποχής : Ο αφηγητής του συνευρίσκεται με τον Σουρή και τον Ροΐδη, ο οποίος μάλιστα του δίνει πληροφορίες για τον Μιχαήλ Βερύκκιο !
Η σκηνογραφία της Σονάτας : η Αθήνα τέλη του 19ου αιώνα, η Πλάκα, οι στύλοι του Ολυμπίου Διος, η οδός Πειραιώς, το Πεδίον του Άρεως, η οδός Πινακωτών (η σημερινή Χαριλάου Τρικούπη) και τα αραιά σπίτια γύρω από τα αμπέλια Καλλιφρονά, τα σημερινά Πατήσια. Κι ο αφηγητής, ένας εικοσιπεντάχρονος, περίεργος για το πραγματικό ποιόν του πανέμορφου Μιχαήλ Βερύκκιου, γίνεται μάρτυρας μιας ιστορίας απάτης και πάθους, που τον συγκλονίζει, ενώ η νεαρή χώρα του βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή, όπως τον αποδελτίωσε ο Α. Αποστολίδης στο ομότιτλο βιβλίο του και τον περιέγραψε εύστοχα ο Βασίλης Βασιλικός στις «Δέκα συνιστώσες στο έργο του Γιάννη Μαρή», είναι πλήρης κοινωνικών αντιθέσεων και εσωτερικών συγκρούσεων, με ίντριγκες και πάθη, πλαστοπροσωπίες και ένοχα μυστικά, αλλά και με κλισέ, εξιδανικεύσεις και στερεότυπα: μικροαστισμός κατά κοσμοπολιτισμού, εντιμότητα –κυρίως στο πρόσωπο του αστυνόμου Μπέκα– κατά δολιότητας, ταπεινά ελατήρια εναντίον αξιοπρέπειας, σκαμπρόζικα κορίτσια και λουσάτες («πολυτελείς») γυναίκες στη νεοελληνική εκδοχή της femme fatale, ζιγκολό και αρριβίστες κατά νοικοκυραίων ή νόμιμων κληρονόμων, νεανικοί έρωτες, αλλά και έντονα ερωτικά πάθη σε ξένες κρεβατοκάμαρες ή σε θερινές διαμονές (συχνά με «σκοποφιλική», ηδονοβλεπτική ματιά), καθημερινοί άνθρωποι καθώς εμπλέκονται από σύμπτωση ή από πρόσκαιρη «αδιαθεσία» σε σκοτεινές υποθέσεις που εξελίσσονται σε κοσμοπολίτικα μέρη, ενίοτε με φόντο την Κατοχή η την τύχη των Εβραίων, λαϊκοί τύποι και φιλήδονες στάρλετ που διαταράσσουν τη συχνά ανιαρή καθημερινότητα κάποιων ανυποψίαστων, «μάτσο» άντρες, ομοφυλόφιλοι και «πεταλούδες της νύχτας», αλλά και χίππυς αργότερα, πρόσωπα και χαρακτήρες που συνθέτουν τη μεταπολεμική, πρωτίστως αθηναϊκή, «καλή κοινωνία» και τον «υπόκοσμό» της. – ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ