Παρατηρώντας μαγνητισμένος μία θεία, αδελφή της μητέρας του, να ζωγραφίζει και μυρίζοντας για πρώτη φορά το άρωμα της λαδομπογιάς, ο Γιάννης Μόραλης πήρε σχεδόν ασυνείδητα και από παιδί ακόμα την απόφαση να γίνει ζωγράφος.

Γεννήθηκε στην Άρτα το 1916, και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα το 1927, στην περιοχή του Παγκρατίου. Ο πατέρας του, αναγνωρίζοντας την εμφανή καλλιτεχνική κλίση του γιού του, του επιτρέπει να παρακολουθεί το «κυριακάτικο μάθημα» στην ΑΣΚΤ. Το 1931, σε ηλικία 15 ετών, δίνει κατατακτήριες εξετάσεις στην ΑΣΚΤ και περνά. Δεν παίρνει ποτέ Απολυτήριο Λυκείου. Μαθητεύει στο εργαστήριο του διακεκριμένου ζωγράφου, Κωνσταντίνου Παρθένη, ωστόσο δεν τον αντέχει πάνω από δύο-τρεις μήνες λόγω της αυταρχικότητάς του. Επιλέγει ως διδάσκαλο του τον Ουμβέρτο Αργυρό, για τον οποίο ο ίδιος έχει πει πως ήταν «”Ελευθέρα Κέρκυρα”, σ’ άφηνε να κάνεις ό,τι θέλεις!». Η πρώτη αναγνώριση του ταλέντου έρχεται στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών, όταν ο Δ. Κόκκινος, επισκεπτόμενος μία έκθεση των φοιτητών της ΑΣΚΤ, δημοσιεύει στο περιοδικό «Νέα Εστία» μία διθυραμβική κριτική για «τον νεαρό κ. Βόραλη», όπως τον αποκαλεί στο άρθρο του.

Γυμνό, 1947 Λάδι σε μουσαμά Δωρεά Γιάννη Μόραλη Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 40179

Ένα ταξίδι ζωής στη Ρώμη και στο Παρίσι

Σταθμός στην ζωή του αποτελεί η γνωριμία του με τους Γιάννη Τσαρούχη, Χρήστο Καπράλο και Νίκο Νικολάου, που από συσπουδαστές στην ΑΣΚΤ γίνονται φίλοι για μια ζωή. Όλοι τους ήταν μεγαλύτεροι του κατά πέντε με έξι χρόνια. Ο Τσαρούχης εξελίσσεται σε έναν μεγάλο μέντορα για τον Μόραλη, καθώς τον μυεί στα μυστικά της ζωγραφικής. Αδελφικός του φίλος και συνοδοιπόρος θα αποδειχθεί ο Νίκος Νικολάου, με τον οποίο θα διεκδικήσουν ως «αντίπαλοι» μία υποτροφία μετεκπαίδευσης στην Ιταλία από την Ακαδημία Αθηνών. Η συμφωνία, που έγινε μεταξύ τους, ήταν η εξής: Όποιος από τους δύο φίλους κέρδιζε, θα μοιραζόταν τα χρήματα με τον άλλο και θα έφευγαν μαζί για τη γειτονική χώρα. Τελικά, ο Μόραλης κερδίζει την υποτροφία και ταξιδεύει μαζί με τον Νικολάου για σπουδές στην Ρώμη.

Το φθινόπωρο του 1937, θα εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου και θα συναντήσει τον τρίτο της παρέας, Χρήστο Καπράλο. Μαζί θα έρθουν σε επαφή και θα γοητευτούν από τα σύγχρονα κινήματα του Παρισιού.  Στο μοντέρνο περίπτερο της ∆ημοκρατικής Κυβέρνησης της Ισπανίας, θα συναντήσουν την Γκερνίκα, το διασημότερο έργο του Πάμπλο Πικάσο. Δηλώνει εντυπωσιασμένος, αλλά όχι επηρεασμένος. Μια άλλη έκθεση αποκαλύπτει στον έκθαμβο Μόραλη τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. «Στους δασκάλους μου πρόσθεσα τον Γκρέκο, τον Πικάσο, τον Μπρακ, τον Ματίς», ομολογεί ο καλλιτέχνης. Ωστόσο, με την έναρξη του πολέμου, το 1939, αναγκάζεται να γυρίσει στην Ελλάδα, όπως και οι περισσότεροι φοιτητές που ζούσαν στο εξωτερικό.

Αυτοπροσωπογραφία καλλιτέχνη, 1934, Λάδι σε μουσαμά, Δωρεά Γιάννη Μόραλη, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 33657

Η δεκαετία του 1940, αποκαλύπτεται ως η πιο παραγωγική περίοδος του καλλιτέχνη. Μετά τον γάμο του με τη Μαρία Ρουσέν, το 1941, ξεκινάει να ασχολείται εντατικά με την προσωπογραφία με σκοπό καθαρά βιοποριστικό. Τελικά, οι προσωπογραφίες του της δεκαετίας του ’40 είναι από τα πιο αξιότιμα έργα του αιώνα μας.

Οι αμέτρητες συνεργασίες

Ο Μόραλης, έχοντας κλείσει πια τα 31, γίνεται τακτικός καθηγητής στην ΑΣΚΤ. Το νεαρό της ηλικίας του σπάει τα καθιερωμένα, ενώ ακολουθεί μία αρκετά μοντέρνα παιδαγωγική προσέγγιση. Προσπαθεί να γίνει φίλος με τους μαθητές του, να συνομιλήσει μαζί τους και να ανταλλάξει απόψεις. Θεωρούσε πως το μάθημα της ζωγραφικής αφήνει περιθώρια για τέτοιες αναζητήσεις, και έχοντας και εκείνος βιώσει την αυταρχικότητα του τότε εκπαιδευτικού συστήματος, θέλει να δώσει νέα πνοή.

Προσχέδιο για την προμετωπίδα της ποιητικής σύνθεσης «Το Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη (Ίκαρος 1959), Αυγοτέμπερα σε χαρτί, Δωρεά Γιάννη Μόραλη, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 33658

Το 1954, χωρίζει με τη Μαρία Ρουσέν, και παντρεύεται τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη. Αποκτούν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο, αλλά χωρίζουν το 1955. Με την είσοδο της δεκαετίας του 1950 η καριέρα του Μόραλη εκτοξεύεται στα ύψη. Ξεκινάει την περίφημη συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο «ΙΚΑΡΟ», η οποία θα διαρκέσει και μέχρι το τέλος της ζωή του. Η συνεργασία εγκαινιάζεται με τον Μόραλη να φιλοτεχνεί το εξώφυλλο και την προμετωπίδα για το βιβλίο του Ηλία Τσουκαλά, «Υποβρύχιον». Θα ακολουθήσουν και άλλα εξώφυλλα βιβλίων, όπως ποιητικές συλλογές του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα  Ελύτη.

Παράλληλα, ασχολείται με την σκηνογράφηση παραστάσεων του Ελληνικού Χοροδράματος, του Θεάτρου Τέχνης και του Εθνικού Θεάτρου, την ενδυματολογία, και φιλοτεχνεί εξώφυλλα δίσκων του Μάνου Χατζιδάκι. Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες δεν τελειώνουν όμως εδώ. Ασχολείται ακόμα και με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία σε εισόδους πολυκατοικιών και κτηρίων, με διασημότερο έργο την επιτοίχια μαρμάρινη σύνθεση, που κοσμεί την πρόσοψη του ξενοδοχείου Χίλτον, επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας. Το έργο υπάρχει εκεί ακόμα και σήμερα, προκαλώντας θαυμασμό. Το 1996 πραγματοποιεί τον τρίτο κατά σειρά γάμο με την Ιωάννα Βασσάλου.

Επιτύμβια Σύνθεση Δ΄, 1963, Κόλλα βιναβύλ σε μουσαμά, 73 x 73 εκ., Δωρεά Γιάννη Μόραλη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, αρ. ευρ. Π.7699

 

Ένας παθιασμένος ζωγράφος

Καθώς ο Μόραλης μεγαλώνει, η ζωγραφική του εξελίσσεται. Ολοένα και πιο αφαιρετικές συνθέσεις κάνουν την εμφάνισή τους. Στο ξεκίνημα της ζωγραφικής του παρατηρούμε πως θέτει ως βασικό του άξονα την ανθρώπινη μορφή. Οι σκούρες αποχρώσεις, που χρησιμοποιεί σε συνδυασμό με το ήρεμο φως που τις περικλείει, αποδίδουν μία ρεαλιστική πραγματικότητα με ψυχολογικό βάθος. Μετά τον πόλεμο, ο Μόραλης ξεφεύγει από το νατουραλιστικό στοιχείο, που ήταν έντονο στους μέχρι τότε πίνακές του, και δοκιμάζει ένα πιο προοδευτικό αφαιρετικό στυλ. Οι γυναικείες μορφές, που αποτέλεσαν και βασική πηγή έμπνευσης ολόκληρου του έργου του Μόραλη γίνονται πιο ογκώδεις, ενώ οι γραμμές του σώματος δεν διακρίνονται πια ξεκάθαρα. Όμως, όσο πιο αφηρημένες γινόντουσαν, τόσο πιο πολύ απέπνεαν έναν αρχέγονο αισθησιασμό.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η γυναικεία φιγούρα απελευθερωνόταν όλο και περισσότερο από τα κυρίαρχα γνωρίσματά της και έμοιαζε περισσότερο σαν ένα κάλεσμα για να φτάσεις όλο και πιο κοντά στο ιδεώδες του Πλάτωνα μέσα από μια θωπευτική σκοπιά. Οι άμορφες συνθέσεις του Γιάννη Μόραλη συνεχίζουν να προκαλούν ένα έντονο ερωτισμό με μία δόση μελαγχολίας. Είναι η τελευταία προσπάθειά του να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου μέσα από την μαγεία του Έρωτα. Ο Γιάννης Μόραλης πέθανε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου του 2009, σε ηλικία 93 ετών.

Ερωτικό, 1982, Ακρυλικό σε μουσαμά, Δωρεά Γιάννη Μόραλη, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, αρ. ευρ. Π.6794


Ένας Εσωστρεφής Άνθρωπος

Τι είδους άνθρωπος κρύβεται πίσω από αυτόν τον πολυπράγμονα καλλιτέχνη; Στον Γιάννη Μόραλη δεν άρεσε να δίνει συνεντεύξεις, να μιλά για τον εαυτό του, ενώ δεν διέθετε ευφράδεια λόγου. Ήταν όμως γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους για τα πιπεράτα ανέκδοτά του. Η γκαλερίστα και στενή του φίλη, Πέγκυ Ζουμπουλάκη, χαρακτηρίζει τον Μόραλη ως μοναχικό και εσωστρεφή, ενώ θυμάται πως του άρεσε όταν κάποιος τον είχε αποκαλέσει «κοσμοκαλόγερο». Οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι τον θεωρούσαν έναν ήρεμο άνθρωπο, μετριοπαθή, που δεν έμπλεκε σχεδόν ποτέ σε αντιπαραθέσεις και τσακωμούς.

Ο Γιάννης Μόραλης στο Παρίσι, 1963. Φωτογραφία του Νίκου Κεσσανλή. Αρχείο Μόραλη, ΜΙΕΤ

Το μεγάλο τους πάθος ήταν η ζωγραφική και οι γυναίκες. Ήταν σχεδόν εμμονικός με την τέχνη του, και είχε μεγάλη αγάπη προς τους πίνακες του. Μάλιστα, είχε δηλώσει κάποτε σε μία από τις λιγοστές συνεντεύξεις του στην εφημερίδα «Καθημερινή» ότι παλιά δεν πουλούσε εύκολα τα έργα του. Δεν ήθελε να τα αποχωρίζεται. Είχε όμως κάποιες περιόδους οικονομική στενότητα και δεν γινόταν να μην τα πουλάει. Ωστόσο, όταν μερικές φόρες συναντούσε τον κάτοχο ενός πίνακα του, τον ρωτούσε αν θέλει βερνίκωμα. Ήθελε να μάθει για την υγεία του…

Το μόνο οξύμωρο σε όλο το χρονογράφημα της ζωής του είναι ότι έφτασε σε ηλικία σαράντα δύο ετών για πραγματοποιήσει την πρώτη του ατομική έκθεση. Η συνεργασία που τον βοήθησε να ολοκληρώσει αυτό το εγχείρημα ήταν εκείνη με την Γκαλερί Ζουμπουλάκη, και έτσι, το 1959, η πρώτη προσωπική έκθεση του Γιάννη Μοράλη είναι γεγονός. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες ατομικές εκθέσεις σε συνεργασία με την ίδια γκαλερί.

Προσχέδιο κεραμικής σύνθεσης, Αυγό σε χαρτόνι, 33,5Χ45,5 εκ. Δωρεά Γιάννη Μόραλη, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 45123

Μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη

Σήμερα, εννέα χρόνια μετά τον θάνατό του, το Μουσείο Μπενάκη, η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλ. Σούτζου, το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης και η Γκαλερί Ζουμπουλάκη αποφασίζουν για πρώτη φορά να συμπράξουν στη διοργάνωση μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεσης, που θα περιλαμβάνει το σύνολο του έργου του ιδωμένο από μια νέα σκοπιά.

Σκοπός της έκθεσης είναι να παρουσιάσει συνολικά το έργο του Γιάννη Μόραλη και να ανιχνεύσει έτσι το οπτικό του σύμπαν. Η διάταξή της είναι χρονολογική και παρακολουθεί τον Μόραλη από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 2000.

Τη χρονολογική-βιογραφική ροή «σπάνε», χωρίς όμως να τη διαταράσσουν, αρκετές θεματικές ενότητες μικρότερου μεγέθους, εκθέσεις μέσα στην έκθεση, αφιερωμένες στο έργο του Σύνθεση Α’ που αποτέλεσε κατάληξη και ολοκλήρωση δεκάδων σχεδίων, προσχεδίων και σπουδών, σε πορτρέτα φίλων και προσωπικοτήτων, στον συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι και τους ποιητές Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη.

***

Κεντρική Φωτογραφία: Ο Γιάννης Μόραλης στην Αίγινα, 1989. Φωτογραφία Καίτη Τσεκένη. Αρχείο Μόραλη, ΜΙΕΤ


Info:

Γιάννης Μόραλης
Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς 138, Αθήνα
Διάρκεια έκθεσης: 20/09/2018 – 05/01/2019
Ημέρες & ώρες λειτουργίας: Πέμπτη & Κυριακή, 10:00 -18:00, Παρασκευή & Σάββατο 10:00 – 22:00
Τιμές εισιτηρίων: € 8, € 4
Πληροφορίες: www.benaki.gr


Διαβάστε επίσης: 

Γιάννης Μόραλης: Μεγάλη αναδρομική έκθεση – αφιέρωμα στο Μουσείο Μπενάκη