Στον μικρό αυτό τόμο που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδ. Πατάκη μπορεί κανείς να γνωρίσει τη φιλοσοφία αλλά και το ήθος του Γιάννη Μπεχράκη, μέσα από τις δικές του λέξεις, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε τη δουλειά του, για να καταστήσει ορατή την κοινωνική ανισότητα, την αδικία και τον πόνο που επικρατεί στον κόσμο. Οι συζητήσεις αυτές, (από το 2015 έως και το 2017) φέρνουν στο φως εκείνες τις εμπειρίες που σημάδεψαν τον βραβευμένο με Πούλιτζερ φωτορεπόρτερ και καταμαρτυρούν όλα όσα «έσταξαν λεμόνι στη συνείδησή του», όλα όσα τον σημάδεψαν από τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, την Παλαιστίνη, τη Σιέρα Λεόνε, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την προσφυγική κρίση στη χώρα μας, θέμα οικείο για τον ίδιο αφού ένιωθε ότι κυλούσε στις φλέβες του προσφυγικό αίμα. Πρόκειται για γεγονότα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξή της ανθρωπιστικής δράσης της φωτογραφίας και της κοινωνικής αποστολής που αυτή η δράση υπαγορεύει και ενίσχυσαν την πίστη του ίδιου του Γιάννη Μπεχράκη στις ηθικές αξίες με τις οποίες λειτουργούσε στη ζωή και στη δουλειά του.
Φωτογραφία είναι όταν καταφέρνεις να βάλεις σε μια σωστή και αρμονική σειρά το φως, την αποφασιστική στιγμή, κάποια τεχνικά στοιχεία, όπως είναι η επιλογή φακού ή η γωνία λήψης, και ένα κομμάτι της ψυχής σου.
Ένα κομμάτι της ψυχής του Γιάννη Μπεχράκη αποτελεί αυτό το βιβλίο. Εκεί όπου η ομορφιά είναι αναπόσπαστη με τη δύναμη να υπερνικάει κανείς την ανθρώπινη φρίκη για να αντικρίσει την ανθρωπιά και να προασπίσει μια οικουμενική παγκόσμια ευαισθησία. Ο ίδιος έλεγε «Εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης. Είμαι φωτορεπόρτερ, μεταφορέας ενός μηνύματος. Νιώθω άβολα να μιλώ για ομορφιά. Αισθάνομαι ένοχος».
Η αποφασιστική στιγμή, όρος με τον οποίο προσδιόρισε ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν την τέχνη της φωτογραφίας, για τον Γιάννη Μπεχράκη είναι ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας όταν καταγράφει με τον φωτογραφικό του φακό την μεγάλη προσφυγική κρίση. Οι εικόνες που βλέπει μπροστά του τον συνταράζουν. Η αισθητική ανάλυση των φωτογραφιών του που ταυτίστηκαν με την προσφυγιά και τα συναισθήματα που πυροδότησαν αρχικά πρώτα στον ίδιο μετατρέπουν το φωτορεπορτάζ σε οίστρο δημιουργίας με σκοπό να αναδειχθεί η αλήθεια μέσα από τον πόνο, η ελπίδα μέσα από τον ξεριζωμό, η αισιοδοξία για ένα αύριο όταν κανείς βρίσκεται «πνιγμένος» στον χαμένο χτες και στο επώδυνο σήμερα. Τα λόγια του δείχνουν ακριβώς γιατί έστρεψε τον φωτογραφικό του φακό σε συγκεκριμένες οπτικές γωνίες και πώς κατάφερε να τιθασεύσει την προσωπική του συγκίνηση απέναντι στο προσφυγικό δράμα για να τονίσει την ανθρώπινη ευθύνη όλων μας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Σκέφτομαι συχνά ότι είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό. Μοιραζόμαστε τον πολύ μικρό αυτό πλανήτη, ζούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό, πίνουμε το ίδιο νερό, έχουμε όλοι τα προβλήματά μας και τον αγώνα μας για τη ζωή. Αυτοί οι άνθρωποι στάθηκαν απλώς λίγο άτυχοι. Και αν κοιτάξουμε μέσα μας, ίσως η τραγωδία τους να είναι και δικό μας λάθος. Είμαστε με κάποιον τρόπο συνυπεύθυνοι. Αυτό θέλω κι εγώ να πω με τις φωτογραφίες μου. Να μπω στα σπίτια όλου του κόσμου και να φωνάξω: Κοιτάξτε αυτούς τους ανθρώπους! Χρειάζονται τη βοήθειά σας! Θεωρώ χρέος μου να δείχνω τι συμβαίνει και να κάνω τον κόσμο να νιώθει τυχερός που δεν βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση. Το τι κάνει βέβαια ο καθένας αφού δει τις φωτογραφίες μου εξαρτάται από τον ίδιο. Δική μου όμως δουλειά είναι να είμαι σίγουρος ότι κανείς στον κόσμο δεν θα μπορεί ποτέ να πει: Δεν ήξερα!» γράφει ορίζοντας με τα λόγια αυτά το χρέος του να «φωνάξει» πως είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι για τον πόνο του διπλανού μας. Πως μόνο μέσα από τη συνειδητοποίηση αυτή θα κατανοήσει ο κόσμος πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη της προσφοράς, της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού. Και οι συνταρακτικές του φωτογραφίες αγγίζουν «το ενστικτώδες αίσθημα της συμπόνιας που υπάρχει στον καθένα μας, σε άλλον περισσότερο, σε άλλον λιγότερο».
Τα όρια της προσφοράς αυτής ενίοτε καταλύονται για τον Γιάννη Μπεχράκη. Μπροστά στον κίνδυνο ο άνθρωπος σηκώνει τα μανίκια και βοηθά με οποιονδήποτε τρόπο και τότε η οπτική γωνία μεγεθύνεται, γιγαντώνεται. Η ματιά στρέφεται κυρίως στο βάθος της προσωπικής συνείδησης και η τέχνη του φωτορεπόρτερ να συνθέτει σε εικόνα το γεγονός και να το μεταδίδει στον κόσμο γίνεται εσωτερική ανάγκη αυτοπροσφοράς.
«Παίρνοντας φωτογραφίες, αισθάνομαι ότι βοηθάω. Αυτό είναι το κίνητρό μου, η έμπνευσή μου. Φυσικά, όμως, υπάρχουν περιπτώσεις που ακούμπησα κάτω την κάμερά μου, όπως και οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μου. Δε χωράει καν συζήτηση και ούτε χρειάζεται να το διατυμπανίζει κανείς».
Ο Μπεχράκης κάνει φωτορεπορτάζ αφού πρώτα έχει διεισδύσει στο προσωπικό του ήθος. Με σεβασμό, χωρίς καλλιτεχνικές φιλοδοξίες αλλά με βαθιά συναίσθηση ότι πίσω από τον ανθρώπινο πόνο κρύβεται πάντα η ελπίδα πως το αύριο θα υπάρξει καλύτερο από το χτες και πως μέσα από την οδύνη, τη δεινότητα και τον φόβο θα αναδυθεί η αδημονία για μια παγκόσμια ηθική που θα καταφέρει να αλλάξει τον κόσμο. Αλλιώς η τέχνη δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Αν δεν κρύβει μέσα της τη δύναμη να κάνει τον κόσμο πιο δίκαιο δεν έχει κανένα όφελος. Αν δε γίνει η φωνή των αδικημένων, των κατατρεγμένων, των ανυπεράσπιστων αυτού του κόσμου:
«Όχι δηλαδή η τέχνη για την τέχνη, αλλά ένα έργο με αισθητική και δύναμη που θα είναι φορέας κάποιων μηνυμάτων. Αν μπορείς λοιπόν να τα βάλεις όλα αυτά σε μια φωτογραφία, αυτό θέτει την καλλιτεχνική δημιουργία στην υπηρεσία του σκοπού που έχεις θέσει στη ζωή σου. Και ο δικός μου σκοπός, το όραμα που με θρέφει, η πιο βαθιά μου επιθυμία είναι να αλλάξω τον κόσμο, να τον κάνω πιο δίκαιο. Νιώθω μέσα μου πολύ έντονα την ανάγκη να γίνομαι ο δικηγόρος αυτών που έχουν αδικηθεί, αυτών που δεν έχουν φωνή. Το ίδιο έκαναν παλιότερα και οι ζωγράφοι που απεικόνιζαν στους πίνακές τους ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις όπως η Γαλλική Επανάσταση, η Ελληνική ή η Ρωσική. Και μετά εμφανίστηκαν, κάποια στιγμή, οι φωτογράφοι, οι οποίοι μπορούσαν να αποτυπώσουν το ιστορικό γεγονός με τη μηχανή τους. Ενώ όμως ένας ζωγράφος έχει στη διάθεσή του δύο μήνες για να ζωγραφίσει έναν πίνακα, ένας φωτογράφος πρέπει να το κάνει σε ένα δευτερόλεπτο».
Κάθε σελίδα αυτού του τόσο ενδιαφέροντος και ουσιαστικού βιβλίου είναι αποκαλυπτική για τη ρωμαλέα και στιβαρή στάση ζωής του Γιάννη Μπεχράκη. Με λόγο που ρέει αλλά ταυτόχρονα εγείρει τις συνειδήσεις, ευθύβολο και αιχμηρό, παρόλο που υπάρχει παντού ένας ήρεμος τρόπος εκφοράς του λόγου, ο Μπεχράκης συνοψίζει τις σημαντικές στιγμές της ειδησεογραφικής του πορείας, θέτει προβληματισμούς, ζητάει τις απαντήσεις από όλους μας, την προσωπική μας ενδοσκόπηση και ταυτόχρονα αποκαλύπτει το ήθος ενός σπουδαίου δημιουργού.
Εκτός από μια σειρά των πιο επιδραστικών φωτογραφιών του Γιάννη Μπεχράκη το βιβλίο περιλαμβάνει ένα παράρτημα με αποσπάσματα από τη διπλωματική του εργασία για το Πανεπιστήμμιο του Middlesex με τίτλο: «Η ανάπτυξη της φωτογραφίας πολέμου» (Ιανουάριος 2002) και μια ευσύνοπτη βιογραφία του. Κυρίως όμως, παρουσιάζει με τον καλύτερο τρόπο ποιος πραγματικά υπήρξε ο ιδεαλιστής και σπουδαίος φωτορεπόρτερ Γιάννης Μπεχράκης.