Λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της καινούργιας του ταινίας, Ο Θεός αγαπά το χαβιάρι, σε Ελλάδα και Ρωσία, συναντήσαμε τον αγαπημένο και καταξιωμένο σκηνοθέτη του el Greco και του Καβάφη, Γιάννη Σπαραγδή …
στο γραφείο του και μας μίλησε για την νέα του ταινία που αναφέρεται στη ζωή του Ιωάννη Βαρβάκη, τη σχέση του κινηματογράφου με τα «ελευσίνια μυστήρια», τις χαρές που του έχει δώσει η σκηνοθεσία καθώς και τις άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας του που δεν γνωρίζουμε, στο video που ακολουθεί…
Από τη Στέλλα Τζίβα
Culturenow: Η καινούργια σας ταινία πραγματεύεται τη ζωή του Ιωάννη Βαρβάκη. Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε και επιλέξατε να γυρίσετε τη συγκεκριμένη ταινία;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Γιάννης Σμαραγδής: Εάν ορίζουμε εμείς τα πράγματα μας, να σας πω δηλαδή, αν τα ορίζω εγώ, πως το επέλεξα και δεύτερη απάντηση που μπορεί να έχει η ερώτηση σας είναι, εάν δεν τα ορίζουμε εμείς, δεν ξέρουμε ποιος μας τα χαρίζει και γιατί. Συγκεκριμένα για τον Ιωάννη Βαρβάκη, μου το έφερε το θέμα ένας απόφοιτος της Βαρβακείου Σχολής, λίγο πριν ξεκινήσω τα γυρίσματα του Greco. Αλλά εγώ είχα μπει ήδη στη διαδικασία της ταινίας και το έβαλα στην άκρη. Δεν κατάλαβα ότι αυτός ήταν αγγελιοφόρος και ότι μάλλον μου έφερνε το θέμα της επόμενης μου ταινίας. Όταν το άνοιξα, κατάλαβα ότι αυτό είναι ένα δώρο. Τώρα αν υποθέσουμε ότι εμείς επιλέγουμε τις πράξεις μας, ο Βαρβάκης επελέγη διότι έχει μια μυθιστορηματική ζωή, εξαιρετικά κινηματογραφική, που έχει ένα ηθικό βάθος, τη διαδρομή της ζωής του, διότι ξεκίνησε από πειρατής και τελείωσε τη ζωή του, ως άγιος. Αυτό με ενδιαφέρει πάρα πολύ, αυτή η καμπύλη, δηλαδή, από την ιδιοτέλεια στο «εμείς». Από το «εγώ» στο «εμείς».
Και ένας λόγος επίσης που το ’χω αγαπήσει αυτό το θέμα πολύ, είναι ότι ο Ιωάννης Βαρβάκης είναι ένας «πυλώνας» του Ελληνικού αισθήματος. Ένας μεγάλος πυλώνας του Ελληνικού αισθήματος, που είναι σύγχρονος και οικουμενικός διότι τα μεγάλα ελληνικά πράγματα ήταν πάντα οικουμενικά. Η πρόταση ζωής, που έκανε ο Βαρβάκης, είναι μια πρόταση ενός ‘Έλληνα, ενός ανθρώπου που κατέχει την Ελληνική παιδεία, που έχει μέσα του την Ελληνική παιδεία, τις Ελληνικές αξίες και οι προτάσεις του δεν είναι μόνο για τους Έλληνες, είναι οικουμενικές προτάσεις. Φανταστείτε ότι αυτός ο άνθρωπος που έγινε ζάμπλουτος, εξαιτίας του χαβιαριού –είναι πατέντα Ιωάννη Βαρβάκη το χαβιάρι- πούλησε όλη του την περιουσία, μετά το 1821, που ’χε στη Ρωσία και ήρθε να μορφώσει τους Έλληνες.
C. Ν.: Και η προηγούμενη ταινία σας «el Greco», όπως και η τελευταία σας αναφέρονται σε βιογραφίες Ελλήνων που διέπρεψαν στη ζωή τους. Γιατί σας ενδιαφέρουν τόσο πολύ οι βιογραφίες ως θέματα στις ταινίες σας; ή αποτελούν έναν άξονα για να σχολιάσετε και άλλα θέματα;
Γ.Σ.: Κοιτάξτε… θα με κολάκευε αν φεύγοντας απ’ τη ζωή με λέγανε ο βιογράφος του Ελληνικού κινηματογράφου. Μου αρέσει να μπαίνω μέσα σε ένα πρόσωπο και μέσα από αυτό να μπορώ να δω όχι μόνο το πρόσωπο, αλλά την πιθανή διαδρομή της ψυχής. Εμένα τα θέματα, ως θέματα της ζωής, να το πούμε έτσι, δεν με ενδιαφέρουν, με ενδιαφέρει ένας άνθρωπος από πού ξεκινάει και που τελειώνει. Ακριβέστερα ποια είναι η διαδρομή της ψυχής ενός ανθρώπου και πως κατανοεί το καλό. Αν προσέξετε και ο Greco και ο Καβάφης αλλά και ο Βαρβάκης, στην ουσία είναι μια αποθέωση του καλού που αντιπροσωπεύουνε. Αυτό με ενδιαφέρει εμένα. Να δω πως οι ψυχές ορισμένων ανθρώπων, που έχουν ξεχωρίσει βρήκαν τον τρόπο να μιλήσουν με το Θεό.
C. Ν.: Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας Ελλάδας και Ρωσίας; θα ενισχύσει τις σχέσεις; θα ενώσει τις κουλτούρες των δύο χωρών;
Γ. Σ.: Ναι, θα ενώσει τις κουλτούρες των δύο χωρών που είναι ήδη ενωμένες, στη πραγματικότητα. Ο Ρωσικός πολιτισμός είναι ο συγγενικότερος και κοντινότερος στον Ελληνικό πολιτισμό απ’ όλους τους πολιτισμούς της Δύσης. Όχι μόνο γιατί είναι ορθόδοξοι. Μας συνδέουν πάρα πολλά πράγματα και αισθάνθηκα πάρα πολύ συγγενικά όσο ήμουν στη Ρωσία προετοιμάζοντας την ταινία, αλλά και όταν κάναμε την πρεμιέρα του Greco, το καλύτερο κοινό, στον κόσμο της ταινίας, ήταν οι Ρώσοι. Στο τέλος της πρεμιέρας, σηκωθήκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν και τα σχόλια που κάνανε ήταν τα καλύτερα που έχω ακούσει για την ταινία, τα βαθύτερα. Είναι, μπορώ να σας πω, ο μόνος λαός, που κατά τη γνώμη μου, πήρε τα εσωτερικά μηνύματα της ταινίας.
C. Ν.: Θεωρείτε αυτή σας τη ταινία ως τη μεγαλύτερη πρόκληση σκηνοθετικά στη μέχρι τώρα καριέρα σας;
Γ. Σ.: Κοιτάξτε… δεν ξέρω, την κάνω πολύ ήρεμα. Είμαι ήρεμος, η ψυχή μου είναι μαλακιά. Πήρα μεγάλη χαρά από τον «Greco» και μαλάκωσε η ψυχή μου. Ένας ιερωμένος, όταν βγαίνει να κάνει τη λειτουργία και κατανοεί ότι αυτό είναι το χρέος του, δεν μετράει αν θα είναι καλύτερη λειτουργία αυτή τη φορά ή την προηγούμενη ή την επόμενη. Κάνει τη λειτουργία. Και εγώ τώρα πρέπει να κάνω ένα φιλμ. Αυτό είναι το χρέος μου.
C. Ν.: Ποια προσόντα, θεωρείτε πως πρέπει να έχει ένας σκηνοθέτης για να σταδιοδρομήσει σ’ αυτό το χώρο;
Γ. Σ.: Τρία ταλέντα πρέπει να έχει. Δουλειά, δουλειά, δουλειά…
C. Ν.: Πως κρίνετε την σύγχρονη εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή; Έχετε ξεχωρίσει κάποιες ταινίες, κάποιους σκηνοθέτες; Που υστερούμε, ποιο είναι, το αδύνατο μας σημείο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο;
Γ. Σ.: Ο Ελληνικός κινηματογράφος είναι πλέον ένα κομμάτι της καρδιάς του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου και τα νέα παιδιά που έρχονται, που έχουνε αρχίσει να σαρώνουν σε όλο τον κόσμο, είναι σκηνοθέτες με μεγάλο ταλέντο. Η καινούργια γενιά είναι καλύτεροι σκηνοθέτες από μας και θα φέρουνε μεγάλα πράγματα, θα αναδείξουν τον Ελληνικό πολιτισμό και πιστεύω, ότι πρέπει γρήγορα να φύγουν από τις μόδες. Όλοι περάσαμε από τις μόδες των καιρών μας. Τις κινηματογραφικές μόδες… Να φύγουν γρήγορα, να βρούνε τα πράγματα που έχουν μέσα τους, τις δικές τους αξίες και να τις υπερασπιστούν. Και πιο διεθνείς θα γίνουν και χρήσιμοι θα ’ναι στον εαυτό τους, στη χώρα τους και στην οικουμένη.
C. Ν.: Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει και σε ποιο βαθμό το κινηματογραφικό γίγνεσθαι; έχει αλλάξει τα δεδομένα στην κινηματογραφική παραγωγή εν γένει;
Γ. Σ.: Εν γένει, ναι, άλλαξε. Αλλά θέλω να σας πω ότι στην κρίση κάνουμε μια ταινία πιο ακριβή απ’ αυτή του «Greco», που ήταν η ακριβότερη παραγωγή, διότι αυτή τη στιγμή το κοινό θέλει τα μεγάλα πράγματα, δεν παρηγορείτε με τα μικρά. Η δουλειά μου, λοιπόν είναι, να δώσω, όπως λέμε στην Κρήτη «κερκέλια» στους θεατές να πιαστούν. «Κερκέλια», είναι οι εξοχές που έχει ένας βράχος, πάνω στον οποίο πιάνεσαι για να ανορθωθείς. Δεν μπορείς να του δώσεις, ούτε μικρά θέματα, ούτε καμωμένα με μικρά, ταπεινά υλικά. Θέλει το μεγάλο θέμα, με μεγάλο τρόπο φτιαγμένο. Από κει θα πάρει δύναμη. Πρέπει να του δώσεις να σταθεί, να μπει στα μεγάλα θέματα. και να παρηγορηθεί από το μεγάλο, γιατί από το μεγάλο, ο θεατής μπορεί το δικό του πρόβλημα να γίνει μικρό.
C. Ν.: Ποιο είναι το «moto» σας στη ζωή;
Γ. Σ.: Το «moto» μου είναι… ο Θεός να μου δώσει δύναμη να είμαι χρήσιμος στους άλλους…
Δείτε το βίντεο: http://www.youtube.com/watch?v=Gg2txaf8jBM