Σε μια εποχή που η «βαριά βιομηχανία» του κινηματογράφου φαίνεται να στερεύει από μυθολογίες, ο τεράστιος πλούτος των κόμικς έχει αναδειχθεί ως βασική δεξαμενή για τα βαριά εμπορικά χαρτιά. Από τους Batman του Κρίστοφερ Νόλαν μέχρι την επέλαση της Marvel, το σύμπαν των «σούπερ» εφορμά στις οθόνες παγκοσμίως, δημιουργώντας κοινό που ξεπερνά κατά πολύ τους κομικόφιλους: Ενίοτε μάλιστα, επανιδρύεται ως κινηματογραφικό προϊόν (ας μην ξεχνάμε ότι το Star Wars ακόμα είναι κόμικ της Marvel, ενώ σχεδόν κανείς δεν ήξερε τους Guardians of the Galaxy πριν την ταινία). Θα μπορούσε κάποιος να ανατρέξει σε μια μακρά ιστορία της μεταφοράς των χάρτινων ηρώων στο φιλμ: Από τα (σχεδόν) b-movies του Superman της δεκαετίας του ’70 μέχρι την επιτυχία του Τιμ Μπάρτον να «μπαρτονίσει» τον Batman ως γοτθικό παραμύθι, υπάρχουν δεκάδες διάσπαρτοι τίτλοι από τις αρχές του ’40 ακόμα. Η μεγάλη ωστόσο μετατροπή του είδους σε εμπορική ατμομηχανή χρειάστηκε τους X-Men του Μπράιαν Σίγνκερ και τον Spiderman του Σαμ Ράιμι (2000 και 2001 αντίστοιχα), που έστρωσαν το έδαφος για να έρθει ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ ως Iron Man το 2008. Ούτε μια δεκαετία μετά, το κοινό αδημονεί για ταινίες προγραμματισμένες για το 2020 (!!!) ενώ από τώρα γνωρίζουμε ότι δυο «εμφύλιοι» θα είναι οι πιο εμπορικές ταινίες της χρονιάς: Την άνοιξη ο Batman τα βάζει με τον Superman και ο Captain America τα βάζει με τον Iron Man. Μαζί τους η DC τα βάζει με τη Marvel και η Warner Bros τα βάζει με την Disney.
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ήρωες που κρατούν τις δυνάμεις τους από τον Β’ Παγκόσμιο και πιο πίσω ακόμα, η Jessica Jones είναι ολοκαίνουρια: Η βραβευμένη σειρά κόμικς «Alias aka Jessica Jones» συστήθηκε μόλις το 2001 από την δημιουργική συνεργασία των Μπέντις και Γκάυντος. Ως «παιδί» μιας εποχής με κάπως φθαρμένα και κάπως κουρασμένα οράματα, η Jessica Jones δεν ήρθε ως μια ακόμα ιδεαλίστρια ηρωίδα με σύνδρομο του σωτήρα- Δεν είναι παρά μια βασανισμένη ιδιωτική ντεντέκτιβ, που κουβαλάει τραύματα και αναζητά την εξιλέωση στην κακόφημη γειτονιά Hell’s Kitchen – το λημέρι των λιγότερο φαντεζί υπερηρώων όπως ο Daredevil, ο Luke Cage κ.α.. Το σκοτεινό και νουάρ κόμικ αποτέλεσε το υλικό για την τέταρτη τηλεοπτική σειρά της Marvel, δεύτερη στο Netflix μετά τον Daredevil. Και εκεί, η δημιουργός Μελίσα Ρόζενμπεργκ πήρε το υλικό και κατασκεύασε μια απρόσμενα χειραφετημένη, ελάχιστα υπερηρωϊκή, ευπρόσδεκτα στιλιζαρισμένη νουάρ πραγματεία για την κακοποίηση, τον βιασμό και την εξουσία κάθε μορφής: Στο σώμα και το πνεύμα. Οι υπερδυνάμεις εδώ δεν είναι καθόλου το ζητούμενο. Η Jessica Jones έχει απλώς την δυνατότητα να βαριέται τα κλωτσομπουνίδια (είναι πολύ εύκολα για αυτήν) και να πειραματίζεται με το (άφθονο) υπερηρωικό σεξ με τον άφθαρτο Luke Cage. Ακολουθούν spoilers, οπότε δείτε το πρώτα!
Ο κακός Killgrave έχει και αυτός μια σουπερ ιδιότητα: Η θέλησή του γίνεται πραγματικότητα από την στιγμή που την εκφέρει. Είτε αυτό είναι ιός είτε ορμόνες είτε κάτι τελείως ανεξήγητο, δεν έχει καμία σημασία. Ο διασκευασμένος Purple Man των κόμικς από τον David Tennant είναι στην πραγματικότητα ο κάτοχος μιας απόλυτης εξουσίας. Είναι το μεγάλο αφεντικό που μπορεί να σε διατάξει να δουλέψεις δώδεκα ώρες χαμογελώντας, είναι το κυρίαρχο αρσενικό που μπορεί να επιβάλει την θέλησή του πάνω σου και να σε υποχρεώνει να χαμογελάς κατά την διάρκεια, είναι ο εξουσιαστής που μπορεί να σε οδηγήσει στην αυτοκτονία αν το διατάξει και εσύ να το κάνεις πρόθυμα. Και, εθισμένος σε αυτήν την εξουσία, είναι στα αλήθεια νοσηρός και αποτρόπαιος. Η Jessica Jones είναι ένα ακόμα θύμα του, το αγαπημένο ίσως θύμα του, έχοντας περάσει παραπάνω από ένα χρόνο κάτω από την εξουσία του: Όπως αποκαλύπτει σε μια αντιπαράθεσή τους στη μέση της σειράς, η Jessica Jones δεν ήταν παρά ένα αντικείμενο στις σεξουαλικές και μη ορέξεις του. Βιάζεται, χαμογελά και σκοτώνει κατά βούληση του κυρίαρχου αρσενικού, το οποίο απορεί με την αντίδρασή της: «Αφού σου προσέφερα πεντάστερα ξενοδοχεία, τα καλύτερα φορέματα και τα καλύτερα φαγητά», της λέει ενώ προσπαθεί να την ξανακερδίσει με την «δική της θέληση». Την ίδια στιγμή, στο ίδιο ακριβώς μεθοδολογικό σχήμα, ο Killgrave παίζει πάντα στα όρια των δυνάμεών του και των αδυναμιών των θυμάτων του. Εμπλέκει εθισμένους στην ηρωίνη, μεγαλομανείς και εξουσιολάγνους, ανθρώπους που ίσως να αποδεχόντουσαν την εξουσία του πρόθυμα, και ας μην είχε καμία σουπερ ικανότητα για να το πετύχει. Στην πραγματικότητα μάλιστα, αυτό ακριβώς θέλει: Θέλει την Jessica Jones να παραδώσει ολότελα την κυριαρχία της χωρίς τα μάγια του, θέλει να ασκήσει βιοεξουσία με την πρόθυμη συναίνεση του εξουσιαζόμενου. Και η Jessica Jones θέλει απλά να τον σκοτώσει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σε αυτό το βασικό στόρι, όσο νουάρ και σκοτεινό και αν είναι (που είναι), δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παραμένουμε στο σύμπαν της Marvel, οπότε το τέλος είναι προδικασμένο. Αλλά είναι τα θέματα και τα παράλληλα μοτίβα της σειράς που αναπτύσσουν τόσο έξοχα τον προβληματισμό της που την παρακολουθείς ακόμα και με τις (αναμενόμενες) «κοιλιές» και ατέλειές της.
Η Jessica Jones (η εκφραστική Κρίστεν Ρίτερ) είναι μια μοναχική, αλκοολική γυναίκα που υποφέρει από μετά-τραυματικό στρες. Όταν διαπιστώνει ότι ο κακός είναι ξανά στο κατόπι της, η πρώτη της επιλογή είναι να κλείσει εισιτήριο για Ινδία. Οι μέρες της ως σουπερηρωίδα έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και εντελώς άδοξα. Οι ενοχές της είναι εξ’ ίσου δυνατές με το τραύμα του βιασμού της. Το πρώτο επεισόδιο, όπου συστήνεται καθισμένη στην τουαλέτα χωρίς χαρτί, δίνει από την αρχή τον τόνο μιας τολμηρής θεματικής που σπανίως βλέπει κανείς στην mainstream τηλεόραση, πόσο μάλλον στον γεμάτο χρώματα και απλότητα κόσμο της marvel. Ο Killgrave έρχεται να την κερδίσει ξανά, καταστρέφοντας βίαια στο διάβα του όλο τον μικρόκοσμό της.
Από την στιγμή που γνωρίζει και ερωτεύεται τον Luke Cage (που ετοιμάζει δική του σειρά με τον Μάικ Κόλτερ), η σειρά φαίνεται να οδηγεί σε μια ξαναζεσταμένη και άνοστη σούπα: Στο τέλος τον περιμένεις να σώσει το κορίτσι από το κακό αρσενικό. Αλλά λίγο πριν το τέλος και ο Luke Cage πέφτει θύμα του Killgrave και η εξίσωση γίνεται αφάνταστα δυσκολότερη. Αλλά η Jessica Jones δεν είναι μια απλά μια συμπληρωματική όμορφη ηρωίδα (όπως η Black Widow της Σκάρλετ Γιόχανσον).
Παράλληλα, οι συμπληρωματικοί χαρακτήρες δίνουν το αντιπρόταγμα: Ένα από τα θύματα του Killgrave, ντοπάρεται με ένα πειραματικό χάπι που του δίνει την δύναμη για να γίνει ο macho αρσενικός ήρωας που θέλει να «σώσει» την κατάσταση. Σε κάποιο σημείο μαρτυρά στην αδερφική φίλη της Jessica την ουσία της αντίληψής του: Όταν ήταν μικρός, έκαψε το σπίτι της Barbie για να βάλει τους GI Joe του να την σώσουν. Και ξανά, επιχειρεί να λύσει όλα τα προβλήματα που δεν θα υπήρχαν αν δεν υπήρχε ο ίδιος. Από την άλλη, η μεγαλοδικηγόρος της Κάρι Αν Μος (η Trinity του Matrix), θέλγεται από την εξουσία του Killgrave και καταλήγει να τον βοηθά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο: Έχει προηγουμένως χωρίσει την γυναίκα της για την ζουμερή γραμματέα της, βάζει την καριέρα της πάνω από το οτιδήποτε, είναι διαβρωμένη από την εξουσία. Όλοι οι ήρωες και κακοί του έργου συνυπάρχουν και παλεύουν στο ίδιο μοτίβο: την εξουσία. Ο Killgrave δεν είναι παρά ένας κακομαθημένος μισογύνης, που έχει στα χέρια του έναν έλεγχο που θα μπορούσε να είναι τα εκατομμύρια του κ. Gray ή η πολιτική ισχύς του Frank Underwood. Ο Σίμπσον παίρνει το κόκκινο χάπι για να υπηρετήσει τον macho απροσδιόριστο θεό του και σκοτώνει αδιακρίτως, όπως ένας στρατιώτης του ISIS ντοπάρεται με το Captagon του για να «επικοινωνήσει» χωρίς σωματικές ή πνευματικές αντιφάσεις με τον δικό του θεό. Η φίλη της Jessica, Trish, αντιμετωπίζει την δική της ιστορία κακοποίησης με το να εκπαιδεύεται σε πολεμικές τέχνες και θέλγεται στιγμιαία από το κόκκινο χάπι αυτό και την αρσενική κυριαρχία που παρέχει. Στην πραγματικότητα, η Jessica πρέπει να πολεμήσει όλα αυτά τα πρότυπα ταυτοχρόνως, και η κάπως πιο δυνατή από το κανονικό μπουνιά της δεν μπορεί να ταρακουνήσει βαθύτερα θεμέλια. Επιπλέον, ο νόμος δεν είναι με το μέρος της: Η εξουσία του Killgrave ξεπερνά τους νόμους και θυματοποεί ακόμα περισσότερο τα θύματα. «Πήγαιναν γυρεύοντας», θα έλεγε κάποιος.
Διανθισμένη με μαύρο χιούμορ, ενήλικη και νουάρ αισθητική, «βρώμικη» και στην ουσία αντί-ηρωική, η σειρά Jessica Jones τολμά να εκθέσει μια ουσιαστική και μειοψηφικά προβαλλόμενη θεματική μέσα από ένα δημοφιλές και πλειοψηφικό ψυχαγωγικό μέσο. Κάπως απρόσμενο για την σεναριογράφο των Twilight αλλά σίγουρα θαρραλέο και δυνατό μέσα στις ατέλειες και τα όριά του. Το «μίγμα» διαθέτει στιγμές που θα αγαπήσουν και οι φίλοι των κόμικς, και οι θιασώτες της ψυχαγωγικής δράσης, και αυτοί του gore, ενώ έχει και ανατροπές αλλά και σκηνές ανθολογίας: Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι …selfie που υποχρεώνεται να στέλνει η Jessica Jones στον Killgrave με τη θέλησή της. Φυσικά, σε σημεία είναι άνισο, καθώς παλεύει να απλώσει κάτι που θα μπορούσε να χρειαστεί έξι-εφτά επεισόδια σε δεκατρία, αλλά είναι μια σπάνια στιγμή όπου το «χάρτινο» σύμπαν των υπερ-ηρώων σπάει τα στεγανά του απλοϊκού μανιχαϊσμού και προσεγγίζει με μάχιμο τρόπο την πραγματικότητα έξω από την οθόνη. Όψεις αυτού του φαινομένου θα μπορούσε κάποιος να βρει ακόμα και στον καινούριο James Bond (για την βαθιά διασύνδεση της τρομοκρατίας με τον έλεγχο πληροφορίας και ασφάλειας) την ώρα που η τηλεόραση ολοένα και κατοχυρώνει την θέση ενός μαζικού μέσου για ψυχαγωγία αλλά και κατασκευή μύθων.
Σε τελική ανάλυση, η Jessica Jones είναι η υπερηρωίδα που δεν ξέραμε ότι χρειαζόμασταν. Γιατί όπως και να το κάνουμε, ο Batman (και ο Τόνυ Σταρκ) παραμένει ένας φανατικός συντηρητικός και βαριεστημένος αστός, ο Captain America σύμβολο μιας ψευδεπίγραφης ελευθερίας, ο Hulk μια εντυπωσιακή αλλά στην ουσία τεχνοφοβική τερατογένεση και ο Superman ως η απόλυτα βαρετή ενσάρκωση της παντοδυναμίας και του «καλού». Απέναντι στα προκάτ τραύματα και κίνητρα (μπαμπάδες, μαμάδες, θείοι, πρώην) των ηρώων, η Jessica Jones είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας που έχει πέσει θύμα βιασμού και παλεύει να ανακάμψει. Απλά έχει λίγο παραπάνω δύναμη και μπορεί να σου σπάσει μερικά κόκαλα. Δεν είναι κακό αυτό, καλά θα σου κάνει.