Το έργο
Ο Χάρολντ Πίντερ γεννήθηκε στο μεσοπολεμικό Λονδίνο και ανδρώθηκε συγγραφικά με τα κείμενα των Μαρσέλ Προυστ, Φραντζ Κάφκα, Τζέημς Τζόυς, αλλά και του Σάμιουελ Μπέκετ με τον οποίο τον συνέδεε μακροχρόνια φιλική σχέση. Ήδη από τα πρωτόλεια κείμενά του γίνεται σαφής η έντονη, σχεδόν εμμονική, ενασχόλησή του με τον χώρο και τον χρόνο σε συσχέτιση με τον άνθρωπο. Ο τόσο έντονα αναγνωρίσιμος, ιδιαίτερος και μοναδικός τρόπος γραφής του, στον οποίο η Φύλλις Χάρτνολ απέδωσε, στο θεατρικό λεξικό της, τον όρο “pinteresque” (=πιντερικό), φωτίζει την διττή ύπαρξη του ανθρώπου, ως υποκειμένου και αντικειμένου στον κόσμο, υπό το πέρασμα του χρόνου. Ο τρόπος γραφής του Πίντερ ενυπάρχει στα έργα του ως συνειδητός και υποσυνείδητος, δημιουργώντας πολλαπλές διαδρομές λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας μεταξύ των συνομιλητών του.
«Ο Εραστής», γραμμένος το 1962, προαναγγέλλει την έλευση των «έργων μνήμης» (memory plays) του συγγραφέα, στα οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον χρόνο και τον άνθρωπο και δή τα ζευγάρια. Πλησιάζοντας και ο ίδιος τα 40 έτη, την εποχή εκείνη, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επέλαση του χρόνου και τις συνέπειές του στη μνήμη των ανθρώπων, αλλά και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, ειδικά στις συζυγικές. Μετά τον «Εραστή» ασχολήθηκε με παραπλήσια θεματολογία στην «Νύχτα», στα μονόπρακτα «Τοπίο» και «Σιωπή», αλλά και στην προγενέστερη τους «Επιστροφή».
Στον «Εραστή», ο οποίος αρχικά γράφτηκε για την τηλεόραση, παρουσιάζεται το ζευγάρι των Ρίτσαρντ και Σάρα, οι οποίοι ζουν στο Ουίνσδορ, λίγο έξω από το Λονδίνο. Ο Ρίτσαρντ πηγαινοέρχεται κάθε πρωί στη δουλειά του, αφήνοντας στο σπίτι την Σάρα. Παντρεμένοι και ευκατάστατοι, δείχνουν να βιώνουν ένα τέλμα στον συζυγικό τους βίο. Ήδη από την πρώτη φράση του έργου, ο Πίντερ προϊδεάζει το κοινό για το τί θα ακολουθήσει, καθώς ο Ρίτσαρντ ρωτάει την Σάρα, «Θα έρθει σήμερα ο εραστής σου;». Στη συνέχεια, το ζευγάρι μιλάει αρκετά ανοιχτά για τις εξωσυζυγικές σχέσεις που διατηρούν και οι δύο, εν γνώσει ο ένας του άλλου. Μέχρι που στο σπίτι μπαίνει, εν τη απουσία του Ρίτσαρντ, ο εραστής της Σάρα, ο οποίος όμως δεν είναι άλλος από τον ίδιο της τον άντρα, ντυμένος διαφορετικά και με το ψευδώνυμο Μαξ. Το ίδιο βράδυ, ο Ρίτσαρντ ανακοινώνει στη Σάρα ότι πρέπει να διακόψουν και οι δύο τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις ή έστω να μην δέχονται τους συντρόφους τους στο σπίτι. Εισβάλλοντας στη συνέχεια στον χώρο του εραστή της γυναίκας του, ο Ρίτσαρντ φέρει τις «εξωσυζυγικές» τους φαντασιώσεις μέσα στο γάμο τους.
Ο συγγραφέας φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την πλήξη και την ανία η οποία επέρχεται σε έναν γάμο, ανέδειξε τη σημασία της ερωτικής ζωής, αλλά και τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο συζυγικό βίο πίσω από τους διαφορετικούς ρόλους που υιοθετούνται στο πλαίσιο μιας σεξουαλικής φαντασίωσης. Σε ευρύτερο πλαίσιο, τον απασχόλησαν οι πολλοί και ποικίλοι ρόλοι που εκτελούν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια ενός γάμου, αποκλεισμένοι μέσα σε αυτόν, αλλά και ταυτόχρονα ελεύθεροι, εάν το θελήσουν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η παράσταση
Η συν-σκηνοθεσία των Κλέλιας Ανδιολάτου και Πάνου Παπαδόπουλου αντιμετώπισε με περισσή απερισκεψία τόσο το έργο, όσο και τον συγγραφέα του. Το κείμενο αλλοιώθηκε με εμβόλιμα μέρη τα οποία απέχουν έτη φωτός από την αισθητική, αλλά και τα βαθιά υπαρξιακά νοήματα του Πίντερ. Η σκηνοθετική άγνοια έκανε την εμφάνισή της ήδη από τις πρώτες φράσεις της παράστασης, καθώς οι δύο σκηνοθέτες και ηθοποιοί, αμήχανοι απέναντι στην επαναληψιμότητα της πιντερικής γραφής κατέφυγαν σε σκηνοθετίστικα τεχνάσματα (π.χ. ο Ρίτσαρντ επαναλαμβάνει την ίδια φράση επειδή η Σάρα κάνει πιστολάκι και δεν ακούει τί της λέει). Η επανάληψη αυτή όμως στη γραφή του Πίντερ, η οποία κρύβει έντονη θεατρική «μουσικότητα», υπάρχει προκειμένου να αναδείξει την επιμονή του ερωτηθέντα για να εκμαιεύσει την αλήθεια ή την αποφυγή του ερωτώμενου να απαντήσει για συγκεκριμένους λόγους. Σίγουρα, δεν υπάρχει επειδή οι ήρωες είναι βαρήκοοι… Εν προκειμένω, η συγκεκριμένη ερώτηση κρύβει αφενός, την υφέρπουσα αμηχανία, αλλά φαινομενική άνεση της ηρωίδας και αφετέρου, την διάθεση του Ρίτσαρντ να τερματίσει αυτή την απαγορευμένη φαντασίωση ή έστω να την ενσωματώσει στη συζυγική του ζωή. Το ίδιο συνέβη με τις γνωστές πιντερικές παύσεις και σιωπές, τις τόσο γεμάτες μη λεκτικά νοήματα, τις οποίες όχι μόνον δεν κατάλαβαν ή απλώς δεν σεβάστηκαν οι σκηνοθέτες, αλλά επιπλέον ειρωνεύτηκαν στο τέλος της παράστασης.
Η συν-σκηνοθεσία θυσίασε το κείμενο, το ύφος, αλλά και τα νοήματα του συγγραφέα στο βωμό των προσωπικών τους προβληματισμών. Και μολονότι συμφωνώ απόλυτα και κατηγορηματικά ότι τόσο η ενδοοικογενειακή βία, όσο και η γυναικοκτονία είναι εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα, δεν κατανοώ για ποιο λόγο επιλέχθηκε να κακοποιηθεί θεατρικά ένας συγγραφέας προκειμένου να στηλιτευθεί η όποια μορφής κακοποιητική συμπεριφορά…
Οι ηθοποιοί
Η ανερμάτιστη σκηνοθεσία κατέληξε θηλιά και υποκριτικά για τους δύο συνδημιουργούς. Παρασυρμένοι από έναν ρυθμό με αντικρουόμενα νοήματα, οι δύο ηθοποιοί (Κλέλια Ανδριολάτου – Πάνος Παπαδόπουλος) έριξαν εαυτούς σε έναν ωκεανό διαμετρικά αντίθετων σημειολογικά μηνυμάτων. Ως αποτέλεσμα, δεν κατανόησαν αρχικά οι ίδιοι ποιοι είναι οι ήρωές τους και τί διακυβεύεται στη ζωή τους και συνακόλουθα απέτυχαν να αποδώσουν τους ρόλους τους. Αναπόφευκτη συνέπεια, οι δύο ηθοποιοί να εμφανίζουν διαρκώς διαφορετικές πτυχές του ρόλου τους αδικώντας τις υποκριτικές τους δυνατότητες.
Οι συντελεστές
Εκκινώντας από το έργο, η μετάφραση της Μαριλένας Μόσχου προσπάθησε να επικοινωνήσει το κείμενο του Άγγλου συγγραφέα, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Βασικό πρόβλημα ωστόσο στο παραστασιακό κείμενο υπήρξαν τα εμβόλιμα αποσπάσματα της Λένας Κιτσοπούλου τα οποία υποβάθμισαν λογοτεχνικά και νοηματικά το έργου του Πίντερ, ενώ ισοπέδωσαν κάθε υφολογική του διάνοια. Ο Πίντερ χαρακτηρίζεται για τις επίμονες ερωτήσεις του οι οποίες κάθε φορά τυχαίνουν, εσκεμμένα, διαφορετικής απάντησης, για τις γεμάτες βουβό περιεχόμενο παύσεις και σιωπές του, για τη λυρικότητα της γλώσσας του, καθώς και για τη λεκτική βία των μεταγενέστερων «πολιτικών του κειμένων». Αποχωρώντας από το θέατρο το κοινό λογικά πίστεψε ότι ο Πίντερ είναι μάλλον ο συγγραφέας της «Μαιρούλας» παρά ο βραβευμένος με Νόμπελ πολιτικοποιημένος και υπαρξιστής διανοούμενος. Τα ευφάνταστα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού θέλησαν να υπογραμμίσουν την διαχρονικότητα των προβλημάτων στα ζευγάρια, από την Αναγέννηση έως και σήμερα (γεγονός που υπογραμμίστηκε επίσης από την ζώνη αγνότητας της ηρωίδας) φωτίζοντας ταυτόχρονα την αγγλοσαξωνική καταγωγή του έργου. Και ενώ η σημειολογική αναφορά ήταν αρκετά σαφής, ήταν ωστόσο κενή περιεχομένου. Η ηρωίδα του Πίντερ δεν βασανίζεται, ούτε είναι ερωτική του σκλάβα ή αιχμάλωτη. Αντιθέτως, είναι μια γυναίκα η οποία απολαμβάνει τις ερωτικές της φαντασιώσεις στο γάμο υποχρεώνοντας τον άντρα της να την ακολουθήσει στο παιχνίδι αυτό. Επομένως ήταν εκτός θέματος τόσο η ενδυματολογική, όσο πολύ περισσότερο η σκηνοθετική επιλογή της διαχρονικά άμεμπτης και σκλαβωμένης ερωτικά συζύγου. Το σκηνικό (Μαγδαληνή Αυγερινού) είχε επίσης ενδιαφέρον, αλλά η σκηνοθετική επιλογή έμοιαζε πάλι ανερμάτιστη, καθώς δεν δικαιολογείται για ποιο λόγο το αστικό σαλόνι αντικαταστάθηκε με το αποχωρητήριο. Και φυσικά, το γεγονός ότι η πρώτη σχεδόν σκηνή συνοδεύεται υπό τους ήχους του πλυντηρίου, το οποίο ξεπλένει τις αμαρτίες, τα λάθη ή/και τα πάθη του ζευγαριού, δεν επαρκεί για μια τέτοια αλλαγή στο κείμενο…. Οι σκηνοθέτες, σε μια ακατανόητη σκηνοθετική θολούρα, έδειξαν να μπλέκουν το at-yer-face με την πιντερική γραφή, παραδίδοντας στο κοινό ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μια έκτρωματικού χαρακτήρα παράσταση.
Εν κατακλείδι
Απορία αποτελεί για ποιο λόγο δύο νέοι άνθρωποι αποφάσισαν να πειραματιστούν με έναν συγγραφέα σαν τον Πίντερ, αφού αποφάσισαν να ακυρώσουν συλλήβδην το σύνολο της εργογραφίας του. Πρόκειται για άγνοια, απειρία ή θρασύτητα άραγε; Και επιπλέον, για ποιο λόγο αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το όνομά του, ενώ το έργο απλώς βασίζεται ή εμπνέεται από τον Άγγλο δραματουργό. Μήπως θα ήταν ώρα να επαναδιατυπωθούν τα όρια της θεατρικής διασκευής ή και ασυδοσίας, αφού πλέον το θέατρο υφίσταται κακοποίηση από τους ίδιους τους «δημιουργούς» του, νεόκοπους και μη;
Διαβάστε επίσης:
Ο Εραστής, του Χάρολντ Πίντερ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου