Στο Παγκράτι, στο Πτι Παλαί που πρόσφατα άνοιξε τις πόρτες του (ξανά) στο κοινό, παρουσιάζεται μια καλοστημένη κωμωδία, που έκανε όλο το θέατρο να ηχεί με γέλια. Ο Γιωργής Τσουρής και ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος διασκεύασαν και συν-σκηνοθετούν έργο του Δημοσθένη Μισιτζή, δημιουργώντας μία παράσταση γεμάτη χιούμορ και καταιγιστικούς ρυθμούς. Ο Βαρόνος «Φ» (Φιάκας) μας μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη – με έναν εξαιρετικό θίασο, που ερμηνεύει ζωντανά τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης και αποτελείται από τους Θάνο Τοκάκη, Ηρώ Μπέζου, Θανάση Δόβρη, Ευαγγελία Καρακατσάνη και τον Γιωργή Τσουρή. Μαζί τους επί σκηνής, ο μουσικός Yoel Soto.
***
-Είδα κάπου που λέγατε πως μικρός παρακολουθήσατε τον «Φιάκα» με τον πατέρα σας. Τι σας είχε εντυπωθεί από την παράσταση εκείνη; Γιατί αποφασίσατε να την ανεβάσετε και εσείς στο Πτι Παλαί;
Την παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσε ο πατέρας μου δεν την είδα ποτέ live γιατί παιζόταν την περίοδο που γεννήθηκα, το 1986. Συγκεκριμένα με πέτυχε νομίζω λίγο ως έμβρυο και λίγο ως βρέφος! Μια κασέτα με την παράσταση βιντεοσκοπημένη ήταν η βασική μου αναφορά σε αυτό το έργο όταν ήμουνα πολύ μικρός. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση η επικοινωνία των ηθοποιών με το κοινό και ο τρόπος που συμμετείχε ενεργά ο θεατής με αντιδράσεις σχεδόν «ποδοσφαιρικές». Μου άρεσαν πολύ και τα τραγούδια. Αυτή την κασέτα την έβλεπα μεγαλώνοντας και κάθε φορά αναβάθμιζα μαζί με την αντίληψη της ηλικίας τα πράγματα που καταλάβαινα σε σχέση με την γλώσσα και με την πλοκή. Πιο πολύ απ’ όλα, θυμάμαι πολύ έντονα να νιώθω κάθε φορά με την θέαση και αργότερα με την ανάγνωση αυτού του έργου τον ίδιο βαθμό εμπλοκής και την ελπίδα μου -ενώ φυσικά γνώριζα την έκβαση της ιστορίας- να συμβεί κάτι διαφορετικό. Ήθελα οι ήρωες να αποφύγουν το αναπόφευκτο. Με αυτό το έργο έκτισα μέσα μου μια βαθιά συγγένεια. Είναι το έργο που μου επαληθεύει συνεχώς ότι το αστείο και το τραγικό στο θέατρο έχουν μια ανάσα απόσταση. Το έργο είναι φυσικά «κωμωδία αστειοτάτη» όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας του αναφέρει, είναι όμως και μια σπουδή πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία και τα διαχρονικά μας πάθη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η απόφαση να ανέβη στο Πτι Παλαί φέτος αυτή η παράσταση δεν ήταν στ’ αλήθεια μόνο δική μου. Ήταν μια συγκυρία που είχε να κάνει με τους συνεργάτες κάτω και πάνω στην σκηνή. Είχα αποφασίσει εξαρχής ότι αυτό το έργο θα το ανέβαζα με μια πολύ γερή ομάδα. Με έναν τρόπο η ομάδα όρισε τον χρόνο. Το Πτι Παλαί είναι το θέατρο που με στεγάζει την φετινή σαιζόν με δύο παραστάσεις και δύο σκηνοθεσίες. Το ότι η δεύτερη παράσταση μετά το «Τριαντάφυλλο στο στήθος» είναι ο Βαρόνος «Φ» το οφείλω πραγματικά στους ανθρώπους που δέχτηκαν να το φτιάξουμε αυτό μαζί.
-Πώς κάνατε “δικό” σας το έργο; Πείτε μας κάποια πράγματα για τη διασκευή που ετοιμάσατε με τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο.
Προσπαθήσαμε με τον Αλέξανδρο εκμεταλλευόμενοι την εμπειρία μας στο κλασσικό ρεπερτόριο και συγκεκριμένα στην κομέντια, Γαλλική (Μολιέρος) και Ιταλική (Γκολντόνι) να εμβαθύνουμε σε ζητήματα που θίγονται στο έργο όπως το δίπολο αλήθεια και ψέμα και την υποκρισία που δύναται σαν δεύτερη φύση να διαβρώσει την υπόσταση ενός ανθρώπου και τα πραγματικά του «θέλω». Θελήσαμε επίσης να ενθέσουμε στην πλοκή το στοιχείο του άδολου έρωτα ανάμεσα στο κεντρικό μας ζευγάρι, καθώς και το στοιχείο ότι ο Απατεώνας δεν είναι ένας όπως στο πρωτότυπο, αλλά το σύνολο των προσώπων μοιράζεται την ίδια απατεωνιά. Έχει δηλαδή ο καθένας την δική του «ατζέντα». Με τα νέα στοιχεία στην πλοκή, με κάποια καινουριογραμμένα μονολογικά χωρία που προσθέσαμε, καθώς και με ένα σοβαρό ξανακοίταγμα στους χαρακτήρες δημιουργήσαμε μία νέα εκδοχή του έργου που αισθάνομαι ότι συνομιλεί με την σύγχρονη δραματουργία και τους ρυθμούς της κωμωδίας που αγαπάμε να παίζουμε και να βλέπουμε. Προσπαθήσαμε τρόπον τινά να δώσουμε «οδυνηρά άκρα» σε αυτό το «κωμικό σώμα» που παραλάβαμε και να συνδεθούμε έτσι με το σήμερα χωρίς να χάσουμε την ευφρόσυνη διάθεση που διατρέχει το πρωτότυπο.
-Όλος ο θίασος ήταν εκπηκτικός, και ο Θάνος Τοκάκης συγκεκριμένα ήταν μια απόλαυση στη σκηνή! Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για τον Βαρόνο «Φ», και με τι σκεπτικό δουλέψατε με τον Τοκάκη για να χτίσετε αυτόν τον αντιήρωα;
Ο Θάνος έχει σαν ηθοποιός μία υπεροπλία που την νιώθω και σαν παρτενέρ του στην παράσταση (είχαμε ξαναπαίξει μαζί σε άλλες δύο παραστάσεις στο παρελθόν), και μου έδωσε μεγάλη ασφάλεια εξαρχής επί και από σκηνής. Παρακολουθήσαμε μαζί την πορεία του ήρωα με αγάπη και κατανόηση στην αδυναμία του και στα διλήμματά του, μέχρι το τελικό ξέσπασμα και τον μεγάλο καθρέφτη που ο ίδιος υψώνει μπροστά του και μετά μπροστά σε όλους μας. Ο Θάνος έχει μια αυτοτέλεια σαν καλλιτέχνης. Έχει έναν δικό του τρόπο προσέγγισης των χαρακτήρων και δουλειάς πάνω σε ένα κείμενο. Η διαδρομή μας ευθυγραμμίστηκε στην τελική ευθεία και συναντήθηκε πυρηνικά στην παράσταση. Το βασικό πρόβλημα με τον συγκεκριμένο ηθοποιό είναι να αντέξεις στα sui generis κωμικά του ξεσπάσματα και να μην παραδοθείς μαζί με το κοινό σε γέλιο!
-Έχετε αυτοχαρακτηριστεί «δημιουργικά γκρινιάρης». Το ότι παίζετε κι ο ίδιος στην παράσταση έχει συμβάλλει στο να αλλάζετε συχνά στοιχεία της;
Η αλήθεια είναι ότι η παράσταση αυτή και λόγω της μουσικής της φύσης, βρήκε ήδη από τις πρώτες παρουσιάσεις μία φόρμα που δεν ένιωσα την ανάγκη να την μετακινήσω. Εμπιστεύομαι πολύ τους συνάδελφους και τον εαυτό μου σε αυτό που αποφασίσαμε μαζί με τον Αλέξανδρο, τον Νίκο (Γαλενιανό) και την Σεσίλ (Μικρούτσικου). Εμπιστευόμαστε όλοι μαζί ο ένας τον άλλο πάνω στην σκηνή και πάνω απ’ όλα αφηνόμαστε στην στιγμή και στις αντιδράσεις του κοινού που είναι πολύ γενναιόδωρες. Η κωμωδία έχει ένα ποσοτικά μετρήσιμο κριτήριο. Το γέλιο. Με βάση αυτό το κριτήριο, νιώθω ότι η παράσταση μας κερδίζει κάθε βράδυ το κοινό της.
-Γενικά, θεωρείτε πως είναι λεπτά τα όρια μεταξύ κοινωνικής σάτιρας και διδακτισμού;
Όλα είναι θέμα κινήτρου. Η στόχευση της τέχνης είναι για μένα πάντα κεντραρισμένη στην συγκίνηση και όχι στην διδαχή. Ζούμε σε μια περίοδο όπου είναι μια είδους προσωπική επανάσταση η υγιής αντίσταση στις διαδικτυακές -και όχι μόνο- υπεραπλουστεύσεις. Στις βεβιασμένες κρίσεις. Στον φανατισμό ό,τι προσωπείο κι αν αυτός επιλέγει. Στον φανατισμό με δυο λόγια του «είτε κράζω είτε θαυμάζω». Το θέατρο έχει το προνόμιο να μιλάει μέσα από ιστορίες. Μέσα από ζωντανούς ανθρώπους πάνω στην σκηνή που αφηγούνται μια ιστορία συνάπτοντας μια αληθινή -υποχρεωτικά ως ένα βαθμό- σχέση με το υποκείμενο που υποδύονται. Το θέατρο είναι λοιπόν μια περιοχή ενσυναίσθησης. Ένα γήπεδο που ο καθένας μπαίνει στα παπούτσια του άλλου για να παίξει το παιχνίδι. Το θέατρο έχει όλα τα εργαλεία για να αποφύγει τον διδακτισμό. Για να μιλήσει στην καρδιά των ανθρώπων χωρίς να τους ποδηγετεί. Ναι. Όλα είναι θέμα κινήτρου.
-Ως θεατής τι ψάχνετε πλέον στο θέατρο;
Ηθοποιούς που δίνονται ολόψυχα πάνω στην σκηνή. Χιούμορ που φέρνει αβίαστο γέλιο και λυτρώνει. Ιστορίες που πονάνε γλυκά. Που γλυκαίνουν τον πόνο μας ή έστω τον φέρνουν στην επιφάνεια με τρόπο που να τον αντέχουμε. Πλοκή που υπόσχεται συνεχώς συντριβή ή ομαλή προσγείωση. Που σε κρατάει ζωντανό στην άκρη του καθίσματος. Στην επόμενη στιγμή. Αυτά τα ολίγα. Και αγάπη. Αγάπη για το ίδιο το θέατρο και για το κοινό που πλήρωσε για να δει λίγο μέσα του.
-Για το κλείσιμο, θέλετε να μοιραστείτε με το κοινό του CultureNow μια ατάκα από το έργο;
«Μπερλέντιρ αξ φλάηφερ ψις ψις. Γκούτεν Χάμπερ, γκέρντεν βιρβόλεν» και «άσπασόν μι τον Κόμητα Μουρμουχαύτες και τον Δούκα Ξισξίστερ»! Οι αγαπημένες μου ατάκες είναι όταν ο Βαρόνος μας υποδύεται τον Γερμανόφωνο. Το γαϊτανάκι του ψέματος στην παράσταση όσο απλώνει τόσο πιο σουρεάλ γίνεται. Όπως είπε και ο Λένιν: «Όσο πιο μεγάλο είναι το ψέμα τόσο πιο πιστευτό θα γίνει…»!
Διαβάστε επίσης:
Ο Βαρόνος «Φ», του Δημοσθένη Μισιτζή από τους Γιωργή Τσουρή & Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο στο Πτι Παλαί