Δεν θα έλεγα πως πέρασα ιδιαίτερα δύσκολη εφηβεία. Πέρα απ’ τα κλασικά, το bullying που είχε ελαττωθεί συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια –ή που απλώς έμαθα να αγνοώ καλύτερα– την ανακάλυψη της σεξουαλικής μου ταυτότητας –με χρονοκαθυστέρηση συγκριτικά με το bullying, αν είναι δυνατόν– και τις ανασφάλειες –γυαλιά και σιδεράκια, άσχημος συνδυασμός– είχα φίλους, μια οικογένεια που με αγαπούσε, τη συγγραφή –ξεκίνησα μικρός το γράψιμο, στα δεκατέσσερα– και, φυσικά, τους στόχους μου για το μέλλον. Τι άλλο να ζητούσα;

Και τότε ήρθε το καλοκαίρι του 2012 που, αν και ο κόσμος δεν τέλειωσε όπως προέβλεπαν οι Μάγιας, για εμένα επρόκειτο να αποβεί μοιραίο. Ήμουν διακοπές με τον πατέρα μου και για κάποιες μέρες δεν έβρισκα τη μητέρα μου στο τηλέφωνο. Πολλά σενάρια περνούσαν απ’ το μυαλό μου αλλά –αισιόδοξος όπως ήμουν τότε, άμαθος ακόμη με τα παιχνίδια της ζωής– ποτέ δεν σκέφτηκα το χειρότερο. Κάποια στιγμή μου απάντησε η μητέρα μου και μου ακούστηκε… μεθυσμένη. «Α, καλά, τόσες μέρες πίνεις;» της είχα πει, μια φράση που έμελλε να με στοιχειώνει μέχρι και σήμερα, απαθανατισμένη με τα σκληρά φώτα της ενοχής στο μυαλό μου.

Δεν ήταν παρά όταν γύρισα στην Αθήνα και ήρθε να με πάρει απ’ το λιμάνι ο θείος μου που έμαθα ότι η μαμά μου δεν ήταν μεθυσμένη όταν είχαμε μιλήσει. Είχε πάθει εγκεφαλικό και ήταν στο νοσοκομείο. Η μισή της πλευρά ήταν παράλυτη. Δυσκολευόταν να μιλήσει. Γι’ αυτό μου είχε ακουστεί έτσι στο τηλέφωνο.

Ο θείος μου δεν με πήγε στο νοσοκομείο. Η μαμά μου δεν ήθελε να τη δω ακόμη έτσι. Ήθελε πρώτα να γίνει καλύτερα. Σαφώς, οι πιθανότητες ήταν πενήντα-πενήντα. Παρ’ όλα αυτά σεβάστηκα την επιλογή της. Άλλωστε, μέσα μου, δεν ήμουν κι εγώ έτοιμος. Όσο ακόμη δεν την έβλεπα, όσο η κατάστασή της ήταν απλά λόγια, η άρνηση μπορούσε να με προφυλάξει στην αγκαλιά της.

Γυρίζοντας στο σπίτι με υποδέχτηκε μια φρικτή μυρωδιά. Η μαμά είχε ξεχάσει λίγα μακαρόνια μέσα στην κατσαρόλα κι αυτά είχαν πυρώσει. Βιαστικά τα πέταξα και βάλθηκα να πλένω την κατσαρόλα. Ω, την έπλενα για ώρα, μέχρι που το ζεστό νερό απ’ το θερμοσίφωνο τέλειωσε. Πολύ αφότου τα τελευταία υπολείμματα είχαν εξαφανιστεί απ’ το αντικολλητικό μέταλλο, μα όχι κι απ’ τα ρουθούνια μου. Μέχρι και σήμερα δεν μπορώ να μυρίσω χαλασμένα μακαρόνια. 

Μια φορά μονάχα επισκέφθηκα τη μαμά μου στο νοσοκομείο. Έβαλα τα δυνατά μου. Δεν έκλαψα. Κρατήθηκα για όταν έφυγα. Κι ύστερα δεν γύρισα ξανά. Την επόμενη κιόλας μέρα ξαναέφυγα για διακοπές και δεν επέστρεψα παρά όταν η μαμά βγήκε απ’ το νοσοκομείο. Όταν η άρνηση γι’ αυτό που είχε συμβεί μετατράπηκε σε θυμό.

Πώς μπορούσε να μου το κάνει αυτό; Πώς – ενώ ήξερε πόσο σημαντική ήταν για εμένα; Την κατηγορούσα, ναι, δεν θα πω ψέματα. Και ήμουν σκληρός μαζί της. Γι’ αυτό, όπως μου λέει μεταξύ σοβαρού κι αστείου, έγινε τόσο γρήγορα καλά. Γι’ αυτό σήμερα δεν υπάρχει κανένα σημάδι εκείνης της παρ’ ολίγον μοιραίας περιπέτειας. Ωστόσο, ακόμη τότε δεν ήξερα τι επιφύλασσε το μέλλον. Το μόνο που ήξερα ήταν πως ο κόσμος μου είχε ανατραπεί. Η ασφάλεια, η σιγουριά για το αύριο, ήταν παρελθόν. 

Έτσι άλλαξα. Μου βγήκε μια αντίδραση. Ποτέ ως τότε η μητέρα μου δεν μου έλεγε τι να κάνω, δεν μου επέβαλλε κανόνες, ίσως γι’ αυτό και έκανα τα πάντα για να είμαι τυπικός, μελετηρός, «καλός». Και θα μου πείτε, μετά από σχεδόν πεντακόσιες λέξεις, τι σχέση έχει όλο αυτό με την Αυτόματη Εστίαση;

Βλέπετε, κάποια στιγμή εκείνη τη χρονιά, όπως και ο Πέτρος στην παράσταση, έτσι κι εγώ έλαβα ένα μήνυμα από έναν φωτογράφο. Και παρά την κρίση μου, παρά τις νουθεσίες και τις απαγορεύσεις της μητέρας μου, ίσως εξαιτίας αυτών, πήγα στο σπίτι του να με φωτογραφίσει. Και όταν επιτέλους έφυγα, δεν ήμουν πια ο ίδιος. Δεν είπα  στη μητέρα μου τι συνέβη, δεν ήθελα να της δώσω να καταλάβει πως είχε εξαρχής δίκιο. Δεν το είπα ούτε στους φίλους μου, παρά πολύ αργότερα, όταν πια έπαψε να με επηρεάζει.

Δεν θα ισχυριστώ ότι είμαι ο Πέτρος, καθώς η ιστορία της Αυτόματης Εστίασης τον οδηγεί σε μονοπάτια σκοτεινά, που εγώ ποτέ δεν ακολούθησα. Ήμουν αρκετά τυχερός να ξεπεράσω αυτό που συνέβη ή έστω να το απωθήσω αρκετά βαθιά μέσα μου, καταχωνιασμένο εκεί για χρόνια μέχρι που ξεκίνησα την ψυχανάλυση και κλήθηκα να σκεφτώ αν και πώς αυτό επηρέασε τη μετέπειτα ζωή και τις επιλογές μου.

Ωραία ιστορία, θα πείτε, λίγο θλιβερή μα με χαρούμενο τέλος. Κι αφού επισημάνω πως κάθε ιστορία μπορεί να έχει χαρούμενο τέλος, αν επιλέξεις να την τελειώσεις στο σωστό σημείο, θα επανέρθουμε στην ερώτησή σας: Γιατί μας την είπες;

Από την αφίσα της παράστασης «Αυτόματη Εστίαση»

Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ, σε καμία περίπτωση. Ίσως μερικές φορές έχω σκεφτεί πως ό,τι συνέβη ήταν δικό μου λάθος, πως «τα ήθελα και τα έπαθα» ή πως «πήγαινα γυρεύοντας» μα πλέον ξέρω πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ήμουν ένα παιδί, με ψώνιο; Σαφώς. Γιατί αλλιώς να πάω για φωτογράφιση στο σπίτι κάποιου; Αθώο; Πράγματι. Ίσως υπερβολικά. Μα σίγουρα όχι ένοχο για κάτι. 

Χρόνια αργότερα, ένας παραγωγός και σκηνοθέτης που άκουσε για την πρώτη μου παράσταση, το «Δικός Σου» που ανέβηκε το 2017, με προσέγγισε για να γράψω ένα νέο θεατρικό έργο. Πιο υποψιασμένος πλέον, ήδη απ’ την πρώτη μας συνάντηση αντιλήφθηκα τις προθέσεις του. Δεύτερη συνάντηση δεν υπήρξε, αφού τόνισα πως είμαι δεσμευμένος και μάλιστα φρόντισα να έρθει το τότε αγόρι μου –πλέον σύζυγός μου– να με πάρει απ’ το ραντεβού. Ένιωσα ματαιωμένος; Σαφώς. Σκέφτηκα να τα παρατήσω; Ούτε για μια στιγμή.

Κι ερχόμαστε στο τώρα, που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ανέβει η Αυτόματη Εστίαση, με συνεργάτες που εκτιμώ και άλλους που εκτιμώ και αγαπώ. Και δεν θα μπορούσα να είμαι πιο ενθουσιασμένος γι’ αυτό.

Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία της Αυτόματης Εστίασης ή, μάλλον, η ιστορία πίσω απ’ την Αυτόματη Εστίαση. Και κανονικά εδώ θα έπρεπε να βρίσκεται κάποιο ηθικό δίδαγμα. Μα, καθώς δεν μου αρέσει να εξηγώ τις ιστορίες μου, θα σας αφήσω να το αντλήσετε μόνοι σας. Όπως κι εκείνο της ίδιας της παράστασης. Άλλωστε, μπορεί να είναι διαφορετικό για τ@ καθέν@ σας. 

Διαβάστε επίσης:

Αυτόματη Εστίαση, του Γιώργου Αγγελίδη σε σκηνοθεσία Νατάσας Παπαδάκη στο Θέατρο Αργώ