Ο Γιώργος Γεωργιάδης συγκεντρώνει έργα του από την τελευταία δεκαετία. Με την γλυπτική δεινότητα και το σαρωτικό χιούμορ που τον διακατέχει επιλέγει να σμιλέψει πιθήκους με πλήθος ανθρώπινων χαρακτηριστικών.
Η επιμελήτρια της έκθεσης Ίρις Κρητικού σημειώνει μεταξύ άλλων: «…Οι πιθηκάνθρωποι του Γεωργιάδη, πάνω από όλα, έχουν ασύγκριτο στυλ και ακτινοβόλα vintage γοητεία. Διαθέτουν -όπως ακριβώς και ο ίδιος- αειθαλή σοφία, πηγαίο χιούμορ, καυστικό αυτοσαρκασμό, εγγενή ευγένεια και ακμάζουσα νεότητα. Ποζάρουν με αυταρέσκεια, στολισμένοι με γυαλιά ηλίου και ανεμιζόμενα κασκόλ, ζεμένοι με τα ελαφριά σακίδια μίας μελλοντικής ουράνιας εκδρομής. Ερωτοτροπούν και ερωτεύονται. Γεννοβολούν. Κρατούν σε προστατευτική αγκαλιά τα νεογέννητα. Αγορεύουν, πολιτικολογούν και φωνασκούν. Τσακώνονται και παρεκτρέπονται. Τρώνε μπανάνες. Φορούν τραγιάσκες και ημίψηλα. Κυματίζουν με στόμφο και εμφανή υπεροχή την αστερόεσσα. Ταξιδεύουν. Ισορροπούν σε ποδήλατα, οδηγούν με χαρακτηριστική άνεση συλλεκτικά ακριβά αμάξια ή καβαλούν με θάρρος απαράμιλλο παλιές μοτοσυκλέτες. Κάποτε συναντιούνται στα καρουζέλ ενός αθέατου νυχτερινού λούνα παρκ και σεληνιάζονται κάτω από το φεγγάρι, κι άλλοτε στριμώχνονται στα εντόσθια ενός ινδικού λεωφορείου με γιρλάντες, λαμπιόνια και άλλα λαμπρά και εφήμερα γαμήλια στολίσματα. Οι πιθηκάνθρωποι του Γεωργιάδη, φτιάχνουν κυκλώματα και μουσικές μπάντες, ροκάρουν και αδημονούν για νέες περιπέτειες. Ως γνήσια μιμητικά όντα, κλέβουν ρόλους και αναγνωρίσιμες ανθρώπινες συμπεριφορές. Κλέβουν ό,τι τραβά την προσοχή τους και ό,τι γυαλίζει. Κλέβουν, γενικώς, την παράσταση».
Το σύνολο των έργων, τα οποία είναι μοναδικά χωρίς αρίθμηση, καθώς και δεκαπέντε έργα μικρότερου μεγέθους της ίδιας σειράς, φιλοτεχνήθηκαν την περίοδο 2014-2024, παράλληλα με αυτά της προηγούμενης ενότητας με τίτλο «Μυθολογία Ανάποδα». Για τον καλλιτέχνη αποτελεί πρόκληση να δουλεύει με το δίπυρο χυτευμένο κεραμικό stoneware, υλικό ταυτόχρονα εύπλαστο και ανθεκτικό, που τον βοηθά να αναπλάσει και να αποδώσει τις ανατροπές στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων: «…Με τον καιρό και τη φαντασία μου είχα εμπεδώσει πως οι άνθρωποι φτάνοντας στο ανώτερο σημείο της εξέλιξής τους είχαν αρχίσει να επανέρχονται σιγά-σιγά και σε βάθος χρόνου στις αρχικές τους ρίζες, στα πρωτεύοντα δηλαδή, όπως τους όριζε με τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών ο Άγγλος φυσιολόγος Κάρολος Δαρβίνος, σαν μια σχεδόν ολική επαναφορά στην αφετηρία τους. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της μετάλλαξης θα είναι ότι στην πορεία τους ίσως αυτοί να διατηρήσουν κάποιες συνήθειες από την προηγούμενη ζωή τους ως Homo Sapiens: κατ’ αρχάς την όρθια βάδιση, όπως και κάποιες προτιμήσεις στην αμφίεσή τους, αλλά κυρίως τη λατρεία τους στην τεχνολογία και τις μηχανές, κι η μοτοσυκλέτα σ’ αυτή την περίπτωση αποτελεί ένα αιώνιο σύμβολο της μηχανικής εξέλιξης από τον άνθρωπο».
Τέλος, η Ίρις Κρητικού σημειώνει για την χαρισματική αγέλη του Γεωργιάδη: «…κατανοούμε ακόμη καλύτερα το εννοιολογικό κίνητρό του, το μαεστρικό ταλέντο και την οξύνοια που καταθέτει με τη σειρά του στο παιχνίδι αυτό των ηχηρών και φαινομενικά μόνον αστείων μεταμορφώσεων, του πιθηκισμού που με τη μεταδοτική δύναμή του ακολουθεί το ρεύμα της κοινής γνώμης, το ρεύμα της εποχής, θυμίζοντας κατά κάποιον τρόπο την επιδημική «ρινοκερίτιδα» του μεγάλου Ρουμάνου θεατρικού συγγραφέα, Ιονέσκο. Στο χέρι μας είναι, ωστόσο, να αντισταθούμε στον πολιτικό και συμπαντικό ζόφο, στην υποκρισία και την κομφορμιστική ύπνωση, στην απέραντη μοναξιά της ατομικότητας, στην καταλυτική και κενή γράμματος σοβαροφάνεια με τέχνη, ομορφιά και αστείρευτη χιουμοριστική σοβαρότητα».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Γιώργος Γεωργιάδης – Σύντομο Βιογραφικό
Ο Γιώργος Γεωργιάδης γεννήθηκε το 1934, στο Μαρούσι. Το 1954-59 σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με την οικονομική ενίσχυση του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, στα εργαστήρια του Μιχάλη Τόμπρου και του Γιάννη Παππά. Το 1958, με υποτροφία εσωτερικού, μελέτησε τη λαϊκή τέχνη στην Λέσβο, ενώ το 1959 με υποτροφία του Ιδρύματος Ευγενίδη παρακολούθησε στη Φλωρεντία την τεχνική του μετάλλου κοντά στον Μπρούνο Μπεάρτζι. Το 1975 πήρε χορηγία του Ιδρύματος Φόρντ. Το 1960-1980 δίδαξε σχέδιο στον Αθηναϊκό Τεχνολογικό Όμιλο Δοξιάδη. Πραγματοποίησε έντεκα ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1984 εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιενάλε Βενετίας. Έχει τιμηθεί με A’ βραβείο Πανελλαδικής Νέων (1961), τιμητικό δίπλωμα Συλλόγου Ελλήνων Λογοτεχνών (1974), A’ βραβείο διεθνούς εκθέσεως Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες (1976) και Β’ βραβείο της δεύτερης Μπιενάλε Αλεξάνδρειας, βραβείο Ιταλών Δημοσιογράφων (1985), βραβείο του Δήμου Αθηναίων (1988) και το δεύτερο βραβείο της Διεθνούς εκθέσεως Mόντε Κάρλο. Έλαβε ακόμα το βραβείο «Αrte e sport» – Ρώμη (1990), το βραβείο «Fontane di Roma» – Ρώμη (1991) και το χρυσό μετάλλιο της Ιταλικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιστημών της Λιγυρίας (1993). Τιμήθηκε από τους Δήμους Πεύκης και Αμαρουσίου για το σύνολο του έργου του. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών όπου υπήρξε μέλος της επιτροπής κατατάξεων και κρίσεων, και των συλλόγων Γλυπτών και αποφοίτων της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.