Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Κατσής σίγουρα φέτος βρίσκεται σε έναν έντονα δημιουργικό οίστρο καθώς συμμετέχει ήδη σε τρεις ανεξάρτητες θεατρικές παραγωγές: Περιμένοντας τον Γκοντό στο θέατρο Χώρος σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου, Πιο δυνατός από τον Σούπερμαν, σε σκηνοθεσία Βασίλι Κουκαλάνι και Αντώνη Ρέλλα, και Λεόντιος και Λένα σε δική του σκηνοθεσία.
Με αφορμή την παράσταση Περιμένοντας τον Γκοντό, συνομιλήσαμε μαζί του για τον ιδιαίτερο κόσμο του Σάμουελ Μπέκετ. Διαβάζοντας τις απαντήσεις του Γιώργου Κατσή, αμέσως νιώθεις να σε κατακλύζει ένα ορμητικό επαναστατικό κύμα. Ο ηθοποιός μοιράζεται μαζί μας τις απόψεις του για το ελληνικό σχολείο, χάρη στο οποίο όπως λέει “είχε ανθίσει μέσα του ένας βαθύς φόβος για τη ζωή”, αλλά και τις σκέψεις του για τους σύγχρονους ανθρώπους, του οποίους χαρακτηρίζει “Φυτά ποτισμένα να περιμένουν”.
-Τι είναι αυτό που σε οδήγησε να γίνεις ηθοποιός και τελικά να βρεθείς στις πόρτες του Εθνικού;
Τα τελευταία σχολικά μου χρόνια μπορώ να πω ότι ένιωθα αρκετά δυστυχισμένος. Χάρη στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είχε ανθίσει μέσα μου ένας βαθύς φόβος για τη ζωή. «Τι θα κάνεις στη ζωή σου; Διάβασε. Άσε την ποίηση, τις ηλεκτρικές κιθάρες και τις ταινίες. Τι δουλειά έχεις στις διαδηλώσεις για τον Γρηγορόπουλο; Σοβαρέψου. Πρέπει κάτι να κάνεις». Αυτές οι ερωτήσεις με τριβέλιζαν από τον περίγυρο σε καθημερινή βάση. Για λόγους ακατανόητους η παιδική ευαισθησία μου αντιμετωπιζόταν σαν κάποιου είδους παράπτωμα. Σαν να έπρεπε να λογοδοτήσω για τα όνειρά μου και τις ανησυχίες μου. Το μόνο αντίβαρο που υπήρχε για να με κρατά δυνατό ήταν οι φίλοι μου. Και για την ακρίβεια, φίλοι που είχαν την «ίδια μοίρα» με μένα. Παιδιά των τελευταίων θρανίων που αντιστέκονταν στη στείρα γνώση. Σε αναίσθητους και άδειους οικογενειάρχες δημόσιους υπάλληλους. Παιδιά που γνώριζαν ότι η αληθινή γνώση βρίσκεται πολύ περισσότερο στο παιχνίδι και στην αμφισβήτηση.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αφού τέλειωσα σπούδασα ένα χρόνο με υποτροφία σε μια ιδιωτική σχολή Μουσική Τεχνολογία και παράλληλα ανακάλυψα εντελώς από σύμπτωση την Άντωση. Μια θεατρική ομάδα στη Νέα Φιλαδέλφεια, που ζω είκοσι χρόνια τώρα. Χρωστάω πολλά στον Παντελή (δάσκαλο της ομάδας). Αγκάλιασε όλες τις ανασφάλειές μου και μου έδειξε για πρώτη φορά στη ζωή μου έναν χώρο, την σκηνή, όπου εκεί επιτρέπονται όλα. Την επόμενη χρονιά έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Και με πήραν. Εκεί διαψεύσθηκαν όλες οι προσδοκίες μου για το τι θα συναντούσα και έπειτα από τρία χρόνια μεγάλης υπομονής απέναντι σε μια εξίσου στείρα εκπαίδευση με το σχολείο (με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις ωστόσο) προσπαθώ με κάθε δουλειά να αναστήσω εκείνο το μικρό παιδί που ντρεπόταν να πει ότι τον λένε Τζούλιο αλλά για κάποιο λόγο πίστευε ότι έχει να πει πολλά στους άλλους.
–Ασχολείσαι και με την ηθοποιία και με την σκηνοθεσία. Ποιο από τα δύο σε σαγηνεύει περισσότερο; Ποια είναι η βασική τους διαφορά;
Σκηνοθετώ με την ιδιότητα του ηθοποιού όσο παράδοξο κι αν ακούγεται. Ως ηθοποιός αναζητώ σκηνοθέτες που θα’ ναι εκεί για τον ηθοποιό. Που τον αγαπάνε. Που αφήνουν χώρο να δημιουργήσει εκείνος την παράσταση. Οι σκηνοθέτες που γνωρίζουν τι θα κάνουν με ένα έργο πριν καν αρχίσουν οι πρόβες μου φαίνονται ανέμπνευστοι. Η βεβαιότητα στην πρόβα είναι ο θάνατος της πρόβας. Δεν πιστεύω ότι οφείλουν οι ηθοποιοί να μαζεύονται σ’ ένα χώρο για να υλοποιήσουν το προσωπικό όραμα ενός σκηνοθέτη ή να λειτουργούν ως πιόνια ή φορείς για ένα μονοδιάστατο ηθικό επίλογο. Λέξεις όπως «Αλήθεια, Καθαρότητα, Επικοινωνία, Έρευνα, Δραματουργία» τις απεχθάνομαι γιατί επιβιώνουν θολά και εννοούνται αυτονόητα και στείρα. Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να βρίσκεται κανείς στο θέατρο για να πει την «Αλήθεια» αλλά για να υπενθυμίζει κάτι πιο βαθύ και σκοτεινό. Ότι η Αλήθεια δεν υπάρχει.
Βλέπω παραστάσεις που αντιμετωπίζουν το συναίσθημα με τον πιο προφανή τρόπο μανιωδώς. Παραστάσεις που θέλουν να γελάσεις, να διασκεδάσεις, να κλάψεις, να μάθεις, «να καταλάβεις». Λίγοι αναζητούν τις ενδιάμεσες περιοχές για τις οποίες δεν έχει λέξεις η γλώσσα να εκφράσει. Δεν εκφράζεται όλη η συναισθηματική παλέτα ενός ανθρώπινου ψυχισμού με τον Θυμό, το Κλάμα ή το Γέλιο. Υπάρχει ένας ωκεανός ανάμεσα που δεν θα μπει ποτέ σε λέξεις. Αυτό, το κοινό το φοβάται. Κι ως σκηνοθέτης προσπαθώ με την εκάστοτε ομάδα ανθρώπων που συναντιόμαστε να το ξεθάβουμε. Το ίδιο προσπαθώ κι ως ηθοποιός (όταν μου δίνεται ο χώρος).
–Φέτος υποδύεσαι τον Λάκι στην παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει αυτός ο ρόλος;
Ο Λάκι είναι είναι από τις πιο ακριβείς αποτυπώσεις του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου στο θέατρο. Είναι σκλάβος. Έχει εναποθέσει ολόκληρη την ύπαρξή του στο αφεντικό του. Υπακούει εντολές. Τίποτα άλλο. Δεν θα μιλήσει, δεν θα κουνηθεί και δεν θα σκεφτεί τίποτα αν δεν τον διατάξει ο Πότζο. Είναι ο μόνος χαρακτήρας του έργου που έχει εγκαταλείψει την ανθρώπινη πρωτοβουλία και κατ’ επέκταση την ελευθερία του. Η ελευθερία είναι κάτι τρομακτικό. Είναι τεράστια ευθύνη. Πολλοί την αναζητούν χωρίς να έχουν ιδέα τι ακριβώς ζητάνε. Κανείς δεν θέλει στην πραγματικότητα να είναι ελεύθερος. Η ζωή του μπορεί να μοιάζει αβάσταχτη στον παραπλανημένο αναγνώστη ή θεατή του έργου που δεν αντιλαμβάνεται πως βλέπει ένα πορτραίτο του εαυτού του αλλά για τον ίδιο είναι το μόνο που τον αποτρέπει απ’ την τρέλα. Είναι το μόνο που κάνει ανεκτή τη ζωή. Ακόμη και η συμφωνία να τον υποδυθώ ήταν πρόκληση. Ο Lucky (τυχερός), είναι πρόκληση από γραφής.
–Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι θεατρικό έργο του Σάμουελ Μπέκετ, στο οποίο οι χαρακτήρες περιμένουν έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ. Τι συμβολίζει για σένα όλη αυτή η διαδικασία αναμονής;
Ο Γκοντό είτε είναι ο Θεός, είτε η ελπίδα, είτε κάποιος φιλάνθρωπος έχει λήξει και οι άνθρωποι δεν θέλουν να το καταλάβουν. Ο καιρός που μπορούσαμε να ελπίζουμε στην άφιξη του Γκοντό έχει περάσει προ πολλού. Πρέπει να δρας. Όσο αφόρητο, όσο τρομακτικό κι αν είναι. Ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν είναι η προσωποποίηση αυτής της μέγιστης δειλίας. Δεν είναι ήρωες. Οι Ήρωες πέθαναν. Ο Έκτορας πρέπει να βγει να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα κι ας ξέρει ότι θα πεθάνει. Επιλέγει. Όσο οι άλλοι περιμένουν μέσα στα τείχη. Η αναμονή είναι η παντελής απουσία ηρωισμού. Αυτό είμαστε σήμερα. Φυτά ποτισμένα να περιμένουν.
-Ποιος είναι τελικά ο Γκοντό;
Κανείς. Μια φήμη. Ένα ψέμα. Ένας μύθος. Μια ιδεοληψία. Ο φανταστικός σου φίλος. Το ναρκωτικό που παίρνεις για να αποφύγεις τη ζωή.
–Στον Μπέκετ αποδίδεται η φράση «Δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο από τη δυστυχία». Θα ήθελες να μας την σχολιάσεις;
Η έννοια του αστείου είναι ακόμη ένα θύμα της αποστειρωμένης αντιδημιουργικής σκέψης του σημερινού κόσμου. Λέμε αστείο κι εννοούμε αυτό που σε προτρέπει να κάνεις «χαχα». Ο Μπέκετ αναφέρεται στο αστείο ή στο κωμικό με αστείρευτο βάθος. Πολλές φορές μπορεί να γελάσουμε με κάτι τρομακτικό ή θλιβερό. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να μην γελάσουμε ούτε στιγμή με κάτι που βρίσκουμε αστείο. Αναφέρεται σε κάτι πολύ οριακό. Η κωμωδία βασίζεται στην ανθρώπινη δυστυχία. Παρακολουθείς ανθρώπους να υποφέρουν. Ο Τσέχωφ αναφέρεται στα έργα του ως κωμωδίες. Δεν ξεκαρδίζομαι με την δυστυχισμένη ύπαρξη του Τρέμπλιεφ στον Γλάρο ή τον Βάνια στον Θείο Βάνια. Αλλά αν συνειδητοποιήσεις ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε τόσο πολύ, λένε ότι θα κάνουν τόσα πράγματα που δεν τα κάνουν, μετανιώνουν για τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής τους σαν να’ είναι ό,τι σημαντικότερο και εν τέλει όλοι πεθαίνουν και κανείς δεν τους θυμάται, το βρίσκω αστείο. Είναι αστείο. Ο άνθρωπος είναι αστείος. Παρά τα επιτεύγματά του, παρά τις μεγαλύτερες αποτυχίες του, είναι αστείος.
–Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που κάνεις πριν ανέβεις στην σκηνή;
Αναζητώ τους συναδέλφους μου. Μια χειρονομία, ένα κλείσιμο του ματιού, ένα τελευταίο χαβαλέ, ένα χέρι στον ώμο, μια αγκαλιά, μια επιβεβαίωση ότι είμαστε μαζί. Έστω και για αυτές τις ώρες που κρατά η παράσταση. Γιατί όλοι μετά από αυτό, μάλλον μόνοι είμαστε.
–Τι άλλο ετοιμάζεις αυτή την περίοδο;
Παίζω στο Σύγχρονο Θέατρο στο Γκάζι κάθε Κυριακή στο πιο Δυνατός κι απ’τον Σούπερμαν του Roy Kift με τη Συντεχνία του Γέλιου σε σκηνοθεσία Βασίλη Κουκαλάνι και Αντώνη Ρέλλα και είναι μεγάλη μου χαρά. Ταυτόχρονα βρίσκομαι σε περίοδο προβών για τον Λεόντιο και Λένα του Γκέοργκ Μπύχνερ που θα παρουσιαστεί από Φεβρουάριο στο Θέατρο Σφενδόνη σε δική μου σκηνοθεσία με τους: Χαρά – Μάτα Γιαννάτου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Γιάννη Καράμπαμπα, Γιώργο Κατσή, Πάνο Παπαδόπουλο, Γιώργο Τριανταφυλλίδη.
***
Κεντρική Φωτογραφία άρθρου: © Νίκος Πανταζάρας
Info:
Περιμένοντας τον Γκοντό
Θέατρο Χώρος, Πραβίου 6, Βοτανικός
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Πληροφορίες: 21 0342 6736
***
Διαβάστε επίσης:
Περιμένοντας τον Γκοντό, σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου στο Θέατρο Χώρος