Η νουβέλα του Γιώργου Μπλάνα συναντάει την Καλή Μωραΐτη την 28η Μαΐου 1943. Το απόγευμα εκείνης της μέρας, κι ενώ τρεις κατοχικοί στρατοί εργάζονται εντατικά για τη μετατροπή της Ελλάδας σε ένα ακόμα ζωντανό μουσείο ανθρώπινης αθλιότητας, η 22χρονη οικιακή βοηθός επιβεβαιώνει μια οδυνηρή υποψία, που τη συνόδευε από παιδί: ο θεός είναι εντελώς ανήμπορος μπροστά στη συμπαιγνία των ανθρώπων με τον θάνατο.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Αλλά ο έρωτας δεν είναι σπίτι ― εξορία είναι. Και αν τύχει και φτιάξει μια φωλιά, σε τόπο ξένο, μακρινό τη φτιάχνει. Μπορεί κάθε φορά που ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις, όλα γύρω να σου φαίνονται γνωστά, απαράλλακτα· όμως κάθε φορά που μπαίνεις, κάτι στην ατμόσφαιρα ―αθέατο, ασύλληπτο, κρυμμένο στις πιο σκοτεινές γωνιές των δωματίων― σε τυλίγει ψιθυρίζοντας: Πού είσαι; Ποιος τόπος είναι αυτός; Τι κάνεις εδώ; Κι εσύ δεν ακούς. Πότε νομίζεις πως άφησες ανοιχτό το παράθυρο και πότε πως βουίζουν τα αυτιά σου από τη φασαρία του έξω κόσμου. Μόνο μια-δυο φορές στη ζωή τους δυο-τρεις άνθρωποι, εντελώς εξαντλημένοι από τη ματαιότητα των προσπαθειών τους να ευτυχήσουν, τυχαίνει να ακούσουν τα τραγικά ερωτήματα της φωλιάς τους· και από αυτούς ούτε ένας δεν τολμά να απαντήσει.
Είχε φτάσει πια κοντά στον ναό του Αγίου Αντωνίου, προστάτη του προσφυγικού συνοικισμού του Περιστερίου, όταν βρέθηκε μπροστά σε μία ακόμα τρομερή σκέψη. Ο γέροντας είχε βγει από το αναρρωτήριο και όμως ρώτησε την Καλή από πού πηγαίνουν εκεί. Σαν να της ζητούσε την άδεια, την είχε ρωτήσει. Και ύστερα: «Τους ξέφυγα, μου ξέφυγαν… Δεν είναι δα τίποτα σπουδαίο. Παίρνεις, σου παίρνουν. Έτσι είναι η ζωή. Κανείς δεν δίνει χωρίς αντίκρισμα. Ούτε τη ζωή του». […] Έκλαψε η Καλή και ύστερα πήγε στην παράγκα της, άνοιξε την κάμαρά της κι έμεινε εκεί σαν κούτσουρο να βλέπει τη μικρή να κοιμάται ―ίδια ο πατέρας της― δίπλα σε έναν μικρό, γαλήνιο σωρό, από τον οποίο ξεχώριζε ένας κάτασπρος, τρυφερός ώμος… δικός της, της αδελφής της… τι σημασία είχε πια; Ανάποδα πλάσματα οι άνθρωποι. Ανάποδοι άγγελοι κι ανάποδοι δαίμονες. Τι να σου κάνει ένας θεός!
Γιώργος Μπλάνας
Ο Γιώργος Μπλάνας (γεν. 1959) είναι ποιητής και μεταφραστής. Του ιδίου – Ποίηση: Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή (1987) ▪ Νύχτα (1991) ▪ Παράφορο! (1996) ▪ Άννα (1998) ▪ Η απάντησή του (2000) ▪ Επεισόδιο (2002) ▪ Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα (2004) ▪ Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη (2010) ▪ Στασιωτικά 1-50 (2011) ▪ Στασιωτικά 51-100 (2015) ▪ Τερατούργημα (2017) Δοκίμιο: Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας (2012) ▪ Το ποιητικό συμβάν (2015) ▪ Για τη μετάφραση του αρχαίου δράματος (2020).