Μία ενότητα με υβριδικά ζωγραφικά έργα στα οποία ο καλλιτέχνης, με την διακριτή επέμβαση της τεχνολογίας, δημιουργεί μία νέα παραστατικότητα, ρευστή, αβέβαιη, μεταβαλλόμενη και επιδεχόμενη όχι μόνο μία νέα ανάγνωση της ιστορικότητας και της σημερινής καθημερινής πράξης αλλά και μία άλλη σχέση με τον χρόνο και την πραγματικότητα, δημιουργώντας ερωτήματα για την αντιληπτικότητα και βεβαιότητα της δικής μας ενσυναίσθησης.

Ο Γιώργος Σαμψωνίδης έχει σπουδάσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας BFA, 2012 και έχει λάβει Μεταπτυχιακό Τίτλο απο το Ιόνιο Πανεπιστήμιο στο τμήμα Οπτικοοακουστικών Τεχνών της Κέρκυρας MFA το 2019.

ΣΥΝΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΙΣ  ΟΡΙΑΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ

Η έκθεση του Γιώργου Σαμψωνίδη θέτει,  τόσο με τον τίτλο, όσο και με το περιεχόμενό της, το ενδιαφέρον και του θεατή, αλλά και του πιο υποψιασμένου κριτικού, πραγματικά επί τον τύπο των ήλων σε ορισμένες από τις επίκαιρες λειτουργίες και φόρμες της τέχνης. Μέσα σε μία εποχή που κατακλύεται από εικόνες κάθε είδους και εμπειρίες τόσο ακαριαίες, πυκνές μέσα στην ταχύτητα της διάδοσής τους, η τέχνη πλέον καλείται να αναθεωρήσει πολλές από τις καταστατικές οντολογικές και φορμαλιστικές λειτουργίες της και ακριβώς ακροβατώντας σε μία “οριακότητα” (Liminality, για να θυμηθούμε τον τίτλο της έκθεσης), ανάμεσα στο αμιγώς αισθητικό και το καθημερινό, το (“Νέον” κατά τον J-F.Lyotard, που δε σχετίζεται με το πρωτότυπο) “Υψηλόν” και το δεδομένο, την έκσταση μπροστά στο ιδιαίτερο και την περαστική εμπειρία.

Και πραγματικά, η ασύμμετρη παρατακτικότητα των εικόνων και η αντιπαράθεσή τους με τη γραφή που χαρακτηρίζει τον υβριδισμό των έργων του Σαμψωνίδη, παραπέμπει σε μία borderline διαδικασία αποτύπωσης μίας κοινωνικής και εικαστικής εμπειρίας. Η ταυτόχρονη και οιωνεί ταυτόσημη χρήση των τεχνικών μέσων με την παραδοσιακή εικαστική χειρονομία, η επιλογή θεμάτων από την pop κουλτούρα και την αποθεωμένη cult παράδοσή της, η ίδια η πληθώρα των εικόνων που παραπέμπει στη συνύπαρξη και τον συμφυρμό των genres του πολιτισμικού γίγνεσθαι της κοινωνίας (σινεμά, κόμικ, διαφήμιση, γκράφιτι, νέον επιγραφές) δεν εξαντλεί θεματικά το περιεχόμενο των έργων, ακριβώς όπως και μία Μπενγιαμινική πάροδος του flâneur (όπως στo Passagen-werk του) στο περιβάλλον της πόλης δεν εξαντλεί τη διαρκή έκπληξη, αυτό το Schockeffekt του διαρκούς συναισθητικο-αντιληπτικού βομβαρδισμού του σύγχρονου ανθρώπου με εικόνες.

Στο έργο του ο Σαμψωνίδης πλάθει ένα habitus το οποίο περικλείει όλες τις στιγμές, όπως και όλες σχεδόν τις φόρμες και τους συμβολισμούς του αντιληπτικού φαινομένου και της αισθητικής σύλληψης και αποδοχής. Είναι το σύνολο της “αισθητικοποίησης της εμπειρίας” που ναι μεν αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο φαινομενικά, αλλά στη βίωσή του δεν είναι συνεχές και συνεκτικό. Είναι ένα θραυσματικό περιβάλλον, ανάλογο με αυτό που η σύγχρονη καπιταλιστική και καταναλωτική κοινωνία διασπά και ταυτόχρονα τη διαχέει –χάρις στην τεχνική αναπαραγωγιμότητά τους–σε όλην την έκταση του κοινωνικού χρόνου και της αναπαραγωγής του, την διάρκεια (υλική και μορφική) των φετιχοποιημένων προϊόντων στην καθημερινότητα –στα οποία, φευ!, περιλαμβάνονται στο παγκόσμιο χρηματιστήριο της τέχνης και τα εικαστικά έργα καθαυτά. Την τελική, ασταθή και οριακή (liminal) ενότητα του έργου του, που εξασφαλίζει την αναγκαία πυκνότητα για να κατορθώσει ο θεατής να συγκρατήσει τις ασταθείς τούτες εικόνες για να επιτύχει το seeing in, που θα ήθελε και ο R. Wollheim, ο Σαμψωνίδης κατορθώνει να την διατηρήσει χάρις στο μοντάζ.

Ακριβώς τούτο το μοντάζ, σαν συγκρότηση ενός ενιαίου ιστορικού χώρου, που παραπέμπει στην κοινωνική οργάνωση του χρόνου και του χώρου μέσα από την αποτύπωση του πολιτιστικού πλαισίου, επιτρέπει στον Σαμψωνίδη να κάνει ένα καίριο σχόλιο πάνω στην σχέση του έργου τέχνης, του περιεχομένου, της μορφής και της τεχνικής του με τις καθημερινές χρήσεις των εικόνων, των αντικειμένων και της χρήσης τους, τη λειτουργία τους πάνω στο συλλογικό ασυνείδητο και το κοινωνικό υποκείμενο.

Πλέον τα αισθητικά αντικείμενα (κι εδώ εδράζεται η διαφορά της καθημερινής εμπειρίας του Μπένγιαμιν), δεν δημιουργούν ένα απλό Shockeffekt, ούτε και διδάσκουν έναν καινούργιο τρόπο να γίνεται αντιληπτή η πραγματικότητα. Σήμερα τα αντικείμενα της καθημερινής εμπειρίας, που έχουν αναχθεί σε αισθητικά έργα μέσω του design ή της παρωχημένης λειτουργικότητά τους, δημιουργούν ένα “στυλ”. Επιβάλλουν μία στάση και μορφή ζωής, διακηρύσσουν μία κοινωνική και πολιτιστική συμπεριφορά, που ακριβώς καθορίζονται από την “οριακότητα” της διάρκειας και της έντασής τους. Εικόνες, που όπως υπονοεί ο Σαμψωνίδης, μπορούμε να συλλάβουμε και να επεξεργασθούμε μόνο μέσα από το (υποκειμενικό πάντα, αλλά και συνάμα γενικευμένο στην κριτική του ανάλυση) “μοντάζ” τους και περιεκτική σύνοψή τους.

-Δρ. Γιώργης-Βύρων Δάβος