Το έργο «Επαρχία» είναι μια παράξενη μαύρη κωμωδία για μια παρέα νέων που στήνουν το κόλπο της ζωής τους, σχεδιάζοντας την πιο παράδοξη ληστεία τράπεζας, με φόντο τις λάσπες, τις λακκούβες και τα αδιέξοδα των επαρχιακών δρόμων.

Ελληνική επαρχία. Παραμονές Χριστουγέννων. Μια παρέα νέων σχεδιάζουν το κόλπο της ζωής τους. Να ληστέψουν μια τράπεζα. Με έναν τρόπο που δεν το επιχείρησε ποτέ κανείς μέχρι σήμερα. Με έναν τρόπο που φανερώνει τα σημεία των καιρών. Δολοπλοκίες, αρρωστημένοι έρωτες, ναρκωτικά, χρήμα, παιχνίδια εξουσίας… Με φόντο τις λάσπες και τις λακκούβες των επαρχιακών δρόμων, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης (Στην Εθνική με τα μεγάλα, Περί Φύσεως) στήνει τον καμβά μιας παράξενης μαύρης κωμωδίας που διερευνά τις σχέσεις περιθωρίου και κράτους στην ταραγμένη εποχή μας.


-Σκηνοθετείτε την «Επαρχία» του Μιχάλη Βιρβιδάκη, μια μαύρη κωμωδία με επίκεντρο την ελληνική επαρχία και την παθογένεια της σημερινής κοινωνίας. Τι πιστεύετε πως καθιστά το συγκεκριμένο έργο σημαντικό για την εποχή μας;

Το έργο του Βιρβιδάκη αποτυπώνει με ενάργεια την εικόνα της ελληνικής επαρχίας στην εποχή μας. Ο συγγραφέας συνθέτοντας μια θραυσματική τοιχογραφία της επαρχιακής κοινωνίας βάζει μπροστά μας ένα καθρέφτη και μας προτρέπει να κοιτάξουμε προσεκτικά και να προβληματιστούμε με αυτό που αντικρύζουμε.

-Έχετε ζήσει ή έχετε επισκεφθεί την επαρχία; Υπήρξαν πράγματα που σας κέντρισαν το ενδιαφέρον;

Γεννήθηκα και έζησα μέχρι τα δεκαοχτώ μου στην επαρχία. Πολλά απ’ αυτά που συμβαίνουν στο έργο, τα έχω γνωρίσει από πρώτο χέρι. Κυρίως αυτή την αίσθηση αποκλεισμού και αδιεξόδου, την ανάγκη να ξεφύγεις με όποιο τρόπο μπορείς από την πνιγηρή πολλές φορές ατμόσφαιρα που σε περιβάλλει. Δεν το σκέφτεσαι, το μόνο που θες είναι να κάνεις ένα βήμα παραπέρα, μια κίνηση, έστω σπασμωδική, να ταρακουνήσεις λίγο τα λιμνάζοντα νερά, μήπως και συμβεί το θαύμα. Για τους περισσότερους ήρωες του έργου, αυτό το θαύμα περνά μέσα από το λεγόμενο «περιθώριο» και υιοθετεί πράξεις και ενέργειες που ξεπερνούν τα όρια του νόμου. Τα πρόσωπα της «Επαρχίας» φλερτάρουν με τον κίνδυνο, ζουν διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού.

-Η ιδιότητά σας ως σκηνογράφος του έργου, σε συνδυασμό με την σκηνοθετική σας ιδιότητα, πιστεύετε πως συνέβαλε σε ένα πιο συνεκτικό τελικό αποτέλεσμα;

Όταν επιλέγω, παράλληλα με τη σκηνοθεσία, να σκηνογραφήσω μια παράστασή μου, το κάνω γιατί νιώθω μια έντονη ανάγκη οι δύο αυτές ιδιότητες να συμπορευτούν, οδηγώντας ενδεχομένως, σε ένα πιο συνεκτικό αποτέλεσμα.

-Στην Ελλάδα του σήμερα θεωρείτε πως οι νέοι, πόσο μάλλον οι νέοι που ζουν στην επαρχία, έχουν ευκαιρίες να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους;

Περισσότερο απ’ ότι παλαιότερα. Στην εποχή μας, με την τεχνολογική εξέλιξη, το διαδίκτυο και την επικοινωνία, έχουν τουλάχιστον μια καλύτερη πρόσβαση στον κόσμο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Από κει και πέρα, μερικά πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα και φοβάμαι πως δεν θα αλλάξουν ποτέ. Όπως λέει κι ένας ήρωας του έργου στην τελευταία σκηνή της παράστασης: «Η ζωή είναι μικρή και εδώ στην επαρχία ακόμα μικρότερη».

-Θα λέγατε ότι η πόλη προσφέρει απαραίτητα μια καλύτερη ζωή και περισσότερες λύσεις; Ή είναι υπερεκτιμημένη σε έναν βαθμό;

Εξαρτάται. Τι σημαίνει καλύτερη ζωή; Αν μιλάμε για την πρόσβαση στην εργασία και μάλιστα σε τομείς που στην επαρχία δεν υφίστανται καν, τότε ίσως ναι. Αλλά μπορεί να εντοπίσει κανείς και πολλά πράγματα στα οποία η μεγάλη πόλη υπολείπεται.

-Ένα ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης είναι το γεγονός ότι η ληστεία, που αποτελεί κεντρικό θέμα του έργου, σχεδιάζεται από νέους ανθρώπους. Φαίνεται σαν να τους ωθεί η ελπίδα -της διαφυγής, ενδεχομένως;- ή μια επαναστατική διάθεση, περισσότερο από την απελπισία. Πώς επιλέξατε να φωτίσετε αυτήν την πτυχή του έργου;

Ο καθένας από τους τρεις της παρέας έχει διαφορετικό λόγο και κίνητρο για τη συμμετοχή του στη ληστεία. Ο Γαβρίλης, ο ιθύνων νους, προτάσσει την ιδεολογία απέναντι στο σύστημα, απέναντι στην εξουσία και το κεφάλαιο. Για τον Σάκη, τον γιο του τοπικού βουλευτή, η ληστεία είναι η τέλεια ευκαιρία να εναντιωθεί στην εξουσία του πατέρα και να φύγει οριστικά. Ο Ίγκι, το παπαδοπαίδι που ψέλνει και ξέρει όλα τα τροπάρια απ’ έξω, αγαπάει τον κίνδυνο και θέλει να είναι μαζί με τους φίλους του. «Οι τρείς εμείς μαζί και να κάνουμε σχέδια… να τους τα παίρνουμε, κάτω απ’ τη μύτη τους, αυτό μου είναι αρκετό», όπως λέει χαρακτηριστικά.

-Πώς διαχειριστήκατε σκηνοθετικά το δίπολο κωμωδία/δράμα που χαρακτηρίζει το έργο;

Η «Επαρχία» είναι ένα σπονδυλωτό έργο με δεκαπέντε σκηνές και ο τόνος της κάθε σκηνής είναι διαφορετικός. Προσπάθησα σε κάθε σκηνή και κατ’ επέκταση σε όλη την παράσταση, να βρω την ισορροπία σ’ αυτό το δίπολο κωμωδίας/δράματος. Tο δραματικό μπορεί να είναι μαζί και κωμικό, και το κωμικό συγχρόνως και δραματικό.

-Οι χαρακτήρες του έργου είναι αρκετά διαφορετικοί και ο καθένας έχει τη δική του προσωπική ιστορία. Θα λέγατε πως υπάρχει κάτι που τους συνδέει;

Ο τόπος είναι ένα στοιχείο που συνδέει τους χαρακτήρες, ο κοινός τόπος. Επίσης η ανάγκη να ξεφύγουν απ’ αυτόν τον τόπο, ασχέτως αν τα καταφέρνουν ή όχι. Και κυρίως η γλώσσα, η γλώσσα τους, ο τρόπος που μιλούν και εκφράζονται. Αυτός ο προφορικός, καθημερινός λόγος, με στοιχεία ντοπιολαλιάς, που οδηγεί σε μια βαθιά ποιητική έξαρση.

-Πιστεύετε πως η παράσταση μας δίνει περιθώρια να καταλήξουμε σε ξεκάθαρα συμπεράσματα σχετικά με το πού θα έπρεπε να επιρρίψουμε ευθύνες για την κατάσταση της κοινωνίας σήμερα;

Η παράσταση δεν προσπαθεί να δώσει απαντήσεις, ούτε να επιρρίψει ευθύνες. Θέτει ερωτήματα και εκθέτει καταστάσεις.

Photo Credit: Κυριάκος Μακαρονίδης

Διαβάστε επίσης:

Επαρχία, του Μιχάλη Βιρβιδάκη στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων