Ο Γιώργος Τσακίρης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στη Νεοελληνική Τέχνη. Με τα έργα του καταφέρνει να αυτονομηθεί από το στατικό καλλιτεχνικό αντικείμενο, που προκύπτει από μια οργανική διαδικασία η οποία επιτρέπει στα ίδια του τα έργα να έχουν τη δική τους ζωή σε έναν διάλογο με τον χρόνο.
Τα έργα του είναι άμεσα συνδεδεμένα με την Φύση και την Οικολογία. Χρησιμοποιώντας οργανική και βιολογική ύλη, συνθέτει εικαστικές προτάσεις ως αποτέλεσμα μιας εμμονικής παρατήρησης των φυσικών φαινομένων και της ζωής του φυσικού περιβάλλοντος. Με αυτόν τον τρόπο οξύνει το βλέμμα πάνω σε φαινόμενα και έννοιες που η κοινωνία μας συνήθως θεωρεί ως δεδομένα και είτε αγνοεί είτε αδιαφορεί.
Το έργο του Γ.Τσακίρη με τίτλο «Σαράκι», 1990-2004 που αποτελεί το κεντρικό έργο της έκθεσης, προσκαλεί το θεατή να χρησιμοποιήσει πέραν της όρασης και την ακοή και την αφή μέσω της χειρονομίας, όπως άλλα έργα του αφορούν επίσης την όσφρηση ή τη γεύση, προκειμένου να έρθει σε επαφή με φαινόμενα που εξιστορούν την ζωντανή εμπειρία μιας σχέση ζωής και θανάτου, όπως αυτή ανάμεσα στο ξύλο και το σαράκι.
Ο Τσακίρης είναι ένας καλλιτέχνης, που σφραγίζει τη γενιά του κρατώντας με το έργο και τη στάση του, σοβαρή απόσταση από τον ηθικό και κοινωνικό ξεπεσμό που η κοινωνία των υπηρεσιών επιβάλει σε μία κοινωνία υπερπαραγωγής. Αυτό τον καθιστά έναν ιδιαίτερα σημαντικό καλλιτέχνη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Σαράκι»,1990-2004,οργανική ύλη, σίδερο, γυαλί, νερό, ξύλο, ηλεκτρικό φως, θερμαντικές αντιστάσεις, 300 x 255 x 130εκ.
Στην έκθεση παρουσιάζονται και σχέδια της δεκαετίας του `70 του καλλιτέχνη.
Επιμέλεια έκθεσης: Ντένης Ζαχαρόπουλος
Γιώργος Τσακίρης
Ο Γιώργος Τσακίρης γεννήθηκε στα Γιαννιτσά το 1955. Σπούδασε αρχικά Ανώτερα Ηλεκτρονικά και έπειτα στη σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας διδάχτηκε ζωγραφική με καθηγητή το Faruli και χαρακτική με καθηγητή το Vizzano. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα (1983) κινήθηκε μεταξύ Αθηνών και Θεσσαλονίκης, διατηρώντας εργαστήριο στους πρόποδες του όρους Πάικου. Στο ενεργητικό του καταγράφονται περισσότερες από δεκαέξι ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και την Ιταλία, ενώ οι συμμετοχές του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό υπερβαίνουν τις εικοσιπέντε.
Ανάμεσα στα άλλα συμμετείχε στον Ευρωπαϊκό Πολυδαίδαλο (1993) στα Χανιά, στη XIX Biennale Αλεξανδρείας (1997), στην Athens by art (2004) κ.ά. Το έργο του παρουσιάστηκε συχνότερα στη Θεσσαλονίκη ενώ ο καλλιτέχνης γνώρισε αρκετές διακρίσεις: απέσπασε το Ειδικό βραβείο ζωγραφικής Santa Croce στη Φλωρεντία το 1987 και το 1982, καθώς και το Πρώτο βραβείο χαρακτικής στη Βιλαμάνια το 1981. Έργα του βρίσκονται στο Μουσείο Βορρέ, σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία και Αμερική.
Στα ζωγραφικά και τα χαρακτικά του έργα μέχρι το 1980 εμφανής είναι η επιρροή που δέχθηκε από τη ζωγραφική του Francis Bacon, ενώ αριθμοί και μαθηματικά σύμβολα, στοιχεία ελληνικής και λατινικής γραφής, που σχηματίζουν λέξεις και φράσεις, ενσωματώνονται στις συνθέσεις. Σταδιακά οι επιφάνειες χάνουν το συμβατικό τετράγωνο ή ορθογώνιο σχήμα τους. Τα επιτοίχια έργα συχνά συνδυάζονται με πραγματικά αντικείμενα (κορμούς δέντρων, σχοινιά κ.ά.), αποτελώντας κατασκευαστικές ενότητες.
Τα χρόνια γύρω στο 1980 σηματοδοτούν την οριστική μετάβαση του Τσακίρη σε τρισδιάστατες κατασκευές. Οι περισσότερες έχουν τοτεμική μορφή και η τοποθέτησή τους στο χώρο δημιουργεί την αίσθηση μιας τέχνης που βρίσκεται εγγύτερα στην τελετουργία. Τη λογική αυτή ακολούθησε σε αρκετές σειρές έργων, τα οποία παρουσιάστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της επόμενης. Σημαντική για την εξέλιξη του καλλιτέχνη υπήρξε η εγκατάστασή του στο Πάικο όρος (1986).
Από αυτό προέκυψε μια σειρά επεμβάσεων σε εξωτερικούς χώρους, που βρίσκονταν σε απόλυτη αντιστοιχία με το φυσικό περιβάλλον, χωρίς να διαταράσσουν τη μορφολογία ή τη λειτουργία του. Εκείνο που πρότεινε ο καλλιτέχνης με αυτού του είδους τις επεμβάσεις ήταν μια ιδιαίτερη σχέση της τέχνης με τη φύση, αλλά και ένας τρόπος για να αντιληφθεί το κοινό το έργο σαν μια ζωντανή παρουσία, παρά σαν ένα τεχνητό θέαμα. Αφημένες στις δυνάμεις του χρόνου οι κατασκευές αυτές αλλοιώθηκαν μορφικά, όπως συμβαίνει σε κάθε έμβιο ον.
Στη δεκαετία του 1990, ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζονται μπροστά στους θεατές, σε τεχνητά οικοσυστήματα που δημιουργεί ο Τσακίρης στους εκθεσιακούς χώρους. Αυτή τη φορά η τέχνη δεν μεταφέρεται στο ύπαιθρο, αλλά οι φυσικές λειτουργίες εγκαθίστανται στον εκθεσιακό χώρο.