Οι RESIDENTS προέκυψαν από τη σύνθεση “σκηνικών” που φωτογράφησα βλέποντας την πόλη σαν ένα άδειο πλαίσιο, με τις φωτογραφίες αγνώστων που συνέλεξα γυρνώντας σε διάφορα παζάρια.
Τους αγνώστους αυτούς τους αντιμετώπισα σαν ορφανούς -παρατημένους από τους τελευταίους εναπομείναντες συγγενείς τους- ή σαν μετανάστες. Ένα νέο είδος μεταναστών που είχαν ξεριζωθεί από τον τόπο τους (το παζάρι) κουβαλώντας μαζί τους τις μνήμες από την αλλοτινή, πραγματική ζωή τους αποτυπωμένες σε ένα κομμάτι ξεθωριασμένο φωτογραφικό χαρτί, όπως κάθε μετανάστης κουβαλάει στις στοιχειώδεις αποσκευές του κάτι πολύτιμο. Τους φιλοξένησα σπίτι μου σαν να είχαν ψυχή αυτοί οι χάρτινοι άνθρωποι, ανάγκες, επιθυμίες, αισθήματα.
Στα βλέμματά τους διάβαζα τις ιστορίες τους κι ήθελα να τις ξανακούσω σαν μελωδίες ενορχηστρωμένες αλλιώς, κάτω από νέες συνθήκες, μέσα σε περιβάλλοντα του τώρα, σε μια χρονική στιγμή που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ.
Η επιλογή των σκηνικών δεν ήταν τυχαία. Την υπαγόρευσαν οι ίδιοι. Ήθελα να νιώθουν οικείο το περιβάλλον στο οποίο φιλοξενούνται, ικανοποιώντας μάλλον την ανάγκη μου να βλέπω να συνυπάρχουν οι δύο κόσμοι. Το παρελθόν με το παρόν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Κι όλα φάνηκαν να απέκτησαν νέες σημασίες. Σαν να αναδημιουργήθηκε ο κόσμος μέσω του φωτογραφημένου του εαυτού που έντεχνα ξέρει να προσποιείται μια δήθεν αντικειμενική κι αμερόληπτη αποτύπωση της στιγμής. Μια δήθεν αντικειμενική αποτύπωση της αλήθειας. Της ζωής της ίδιας.
– Γιώργος Βογιατζάκης