Στην Ιαπωνία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και στα μετέπειτα χρόνια, εν μέσω πρωτοφανών καταστροφών, ο Κοτσάν έρχεται αντιμέτωπος με τις ορμές του. Στην ασφάλεια του υπνοδωματίου του, ο πόθος ξυπνά μέσα του καθώς ξεφυλλίζει τις σελίδες ενός βιβλίου τέχνης. Η ομορφιά του γυμνού σώματος του αγίου Σεβαστιανού, όπως είναι δεμένο και δαγκωμένο από τα βέλη, τον κυριεύει. Στο δρόμο τον ελκύουν ναύτες και μικροκακοποιοί, στο σχολείο ένας συμμαθητής του με αυτοπεποίθηση και γοητεία που τον αιχμαλωτίζουν. Πώς να είσαι ομοφυλόφιλος σε μια συντηρητική κοινωνία; Από την παιδική του ηλικία ώς την ενηλικίωση, αυτός ο νεαρός αστός θα κατασκευάσει μια κοινωνική μάσκα που θα τη φοράει καθημερινά για τα μάτια του κόσμου. Προσπαθεί με κάθε κόστος να συμμορφωθεί σε αυτό που θεωρείται νόρμα της επιθυμίας. Αλλά η κοροϊδία της ετεροφυλοφιλίας δεν θα τον ξεγελάει για πάντα, και για να μην προδίδει πλέον το εσώτερο είναι του θα πρέπει να βρει τη δύναμη να κοιτάξει κατάματα την έλξη που τον τρώει και να μάθει, επιτέλους, να ζει αρμονικά με τον εαυτό του.

Αληθινό ακατέργαστο διαμάντι, το πρώτο, αυτοβιογραφικό, μυθιστόρημα του Μισίμα σηματοδοτεί τη γέννηση ενός μεγάλου συγγραφέα. Με ύφος φλογερό και με ειλικρίνεια μεγαλειώδη, αυτό το βασανισμένο αφήγημα θέτει ερωτήματα για την καταπίεση του πόθου, τον ίλιγγο της εφηβείας, την προσκόλληση στο θάνατο, για το τί είναι κανονικό και τί ανήθικο.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

« Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου έμαθα να καπνίζω και να πίνω. Δηλαδή, έμαθα να προσποιούμαι ότι καπνίζω και πίνω. Ο πόλεμος είχε δημιουργήσει μέσα μας μια παράξενη συναισθηματική ωριμότητα. Προέκυψε από την αντίληψή μας για τη ζωή σαν κάτι που θα τελείωνε απότομα στα είκοσί μας· δεν σκεφτόμασταν ποτέ την πιθανότητα να υπάρχει κάτι πέρα από τα λίγα χρόνια που μας απέμεναν. Η ζωή μας φαινόταν ένα παράξενα ασταθές πράγμα. Έμοιαζε με αλμυρή λίμνη από την οποία το περισσότερο νερό είχε ξαφνικά εξατμιστεί, αφήνοντας τόσο πυκνή συγκέντρωση αλατιού που τα σώματά μας επέπλεαν νωχελικά στην επιφάνεια. Δεδομένου ότι η στιγμή που θα έπεφτε η αυλαία δεν ήταν τόσο μακριά, θα ήταν αναμενόμενο ότι θα υιοθετούσα με μεγαλύτερη επιμέλεια τη μεταμφίεση που είχα επινοήσει για τον εαυτό μου. Όμως, ακόμη και ενώ έλεγα στον εαυτό μου ότι θα ξεκινούσα αύριο –αύριο, στα σίγουρα– το ταξίδι μου στη ζωή, το αύριο αναβαλλόταν μέρα με τη μέρα και τα χρόνια του πολέμου περνούσαν χωρίς το παραμικρό σημάδι της αναχώρησής μου.
[…]
Μπέρδευα τη σφοδρή, ανέφικτη επιθυμία του να μη θέλω να είμαι ο εαυτός μου με τη σεξουαλική επιθυμία ενός άνδρα με εμπειρίες, με την επιθυμία που προκύπτει από το γεγονός ότι είναι ο εαυτός του».

Γιούκιο Μισίμα – Πληροφορίες για τον συγγραφέα

Ο Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima) γεννήθηκε το 1925. Μεγάλωσε με τη φροντίδα της αριστοκράτισσας γιαγιάς του, που τον κρατούσε μακριά από το φως του ήλιου και του απαγόρευε να παίζει με τα άλλα παιδιά. Επέστρεψε για να ζήσει με την οικογένειά του όταν ήταν δώδεκα χρονών, δημιουργώντας έναν εξαιρετικά στενό δεσμό με τη μητέρα του, η οποία τον ενθάρρυνε να γράφει. Ο πατέρας του, ένας σκληρός άνθρωπος με τάσεις στρατιωτικής πειθαρχίας, θεωρούσε την ακόρεστη αγάπη του γιου του για το διάβασμα δείγμα θηλυπρέπειας και έσκισε τα πρώτα γραπτά του. Παρ’ όλα αυτά, ο Μισίμα συνέχισε να γράφει και σε ηλικία δεκαοκτώ ετών του ανέθεσαν να γράψει ένα διήγημα για το αναγνωρισμένου κύρους λογοτεχνικό περιοδικό Bungei-Bunga. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου απέφυγε τη στράτευση προφασιζόμενος ασθένεια και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, από το οποίο αποφοίτησε το 1946. Το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Τοζούκου (Ληστές), που εκδόθηκε το 1948, τον καθιέρωσε ως σημαντικό συγγραφέα. Καθώς η καριέρα του εξελισσόταν, έκανε πολλά ταξίδια και το όνομά του συζητήθηκε μερικές φορές σε σχέση με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, με το οποίο τιμήθηκε τελικά ο φίλος και μέντοράς του Γιασουνάρι Καουαμπάτα το 1968. Μετά την έκδοση των Εξομολογήσεων μιας μάσκας το 1948, ο Μισίμα εργάστηκε σκληρά για να απαλλαγεί από το μυθιστορηματικό του alter ego, φλερτάροντας και ακολουθώντας την αυστηρή καθημερινότητα ενός μπόντυ μπήλντερ αλλά και τελειοποιώντας την πολεμική τέχνη του κέντο. Υπήρξε αυτόκλητος σαμουράι. Παρά την ομοφυλοφιλία του, ο Μισίμα παντρεύτηκε το 1958 και έκανε έναν γιο και μία κόρη. Το 1967 κατατάχθηκε στη Δύναμη Αυτοάμυνας Εδάφους –τον μεταπολεμικό στρατό της Ιαπωνίας– και αργότερα ίδρυσε την Τατενοκάκι (Εταιρεία της Ασπίδας). Υπό την αιγίδα αυτής της οργάνωσης σχεδίασε και πραγματοποίησε την απόπειρα πραξικοπήματος και την επακόλουθη τελετουργική του αυτοκτονία σε δημόσια θέα στις 25 Νοεμβρίου του 1970 στο επιτελείο του ιαπωνικού στρατού στο Ιτσιγκάγια, που προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση. Η αυτοκτονία του –το ύστατο «έργο τέχνης του»– θεωρείται η απόλυτη υλοποίηση των φαντασιώσεων του πόνου και του θανάτου που έτρεφε.

Ο Μισίμα υπήρξε πολυγραφότατος και άφησε πίσω του ένα έργο που περιλαμβάνει σαράντα μυθιστορήματα, δεκαοκτώ θεατρικά έργα, είκοσι συλλογές διηγημάτων, τουλάχιστον είκοσι βιβλία με δοκίμια, καθώς και ένα λιμπρέτο.