Ο ήχος της πόλης όσο προβλέψιμος κι αν είναι, πάντα κρύβει εκπλήξεις. Ο flâneur, ο “βοτανολόγος του πεζοδρομίου”, το γνωρίζει καλά. Γι’ αυτό και τριγυρνάει τους δρόμους και τα στενά με μιαν αχόρταγη περιέργεια μικρού παιδιού.
Στην Αθήνα περπατώντας από την πλατεία Μαβίλη ως την Πλάκα δεν ακούω τον αγαπημένο μου ήχο: φωνές παιδιών να παίζουν (ξέρω, πολλοί ανατριχιάζουν στην ιδέα, όμως εγώ πάντα ονειρευόμουν ένα σπίτι δίπλα σε προαύλιο δημοτικού σχολείου). Ο θόρυβος των αυτοκινήτων είναι φυσικά πάντα παρών, ένα πριόνι του δήμου κλαδεύει, κόσμος βγαίνει από το μετρό του Ευαγγελισμού, πιο κάτω τρεις ανυπόμονοι οδηγοί κορνάρουν επίμονα. Αποφασίζω να φορέσω τα ακουστικά. Η φωνή του Chet Baker λειτουργεί αμέσως καταπραϋντικά. Θα συνεχίσω έτσι ως εκεί όπου αρχίζει ο Εθνικός κήπος. Αν κάνω ένα γρήγορο πέρασμα από μέσα, αλλάζει όλο το τοπίο. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα βρίσκομαι στο καταφύγιο μου, το αγαπημένο μου “Γιασεμί” στα σκαλάκια της Μνησικλέους.
Στη Βαρκελώνη είναι αλλιώς: εκεί η πόλη αγαπάει τους πεζούς. Στα φαρδιά πεζοδρόμια της μπορείς να χορογραφήσεις ολόκληρο μπαλέτο.
Στην οδό Joaquín Costa είναι ήσυχα. Γκαλερί, μπαρ, πακιστανικά κουρεία και μανάβικα, όλα το ένα δίπλα στο άλλο στο ίδιο δρομάκι. Λίγοι φοιτητές έξω από τη Lletraferit, ένα πρωτότυπο καφέ- αναγνωστήριο. Στη Granja de Gava, ψυχή! Ο σερβιτόρος μιλά χαμηλόφωνα στο κινητό. Απορώ πώς κρατιέται ανοιχτό ακόμα αυτό το ιστορικό μέρος που φιλοξένησε σ\’ άλλους καιρούς τόσους λογοτέχνες και εικαστικούς.
Το καλοκαίρι στην κακόφημη συνοικία του Raval, η ζέστη και η υγρασία κάνουν τις νύχτες αφόρητες. Το παράθυρο είναι ανοιχτό – μέχρι πέρσι τέτοιο καιρό από κάτω οι πόρνες χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Ύστερα άνοιξε το θέατρο, ήρθαν οι αστοί να απολαύσουν τέχνη… τις έδιωξαν.
Στην κεντρική ράμπλα και τη γοτθική γειτονιά οι τουρίστες χαλούν – ή μήπως φτιάχνουν – μια ολόκληρη ατμόσφαιρα. Ένας αργεντινός παίζει με το μπαντονεόν του …Bach!
Εκεί δεν έχει αδέσποτα σκυλιά. Στη ράμπλα του Raval όμως, πετούν από φοίνικα σε φοίνικα αυτοί οι μικροί πράσινοι παπαγάλοι που δραπέτευσαν κάποτε από το ζωολογικό κήπο και πολλαπλασιάστηκαν. Που και που μαζί με τα τσιρίγματα τους ανακατεύονται οι φωνές των μεταναστών που \’χουν στήσει ένα γενναίο καυγά.
Κι έπειτα λατρεύω τον ήχο των αγορών σ\’ αυτή την πόλη – που δε μοιάζουν καθόλου με τις δικές μας λαϊκές… Η αγορά βιβλίων τις Κυριακές το πρωί στο San Antoni είναι η αγαπημένη μου.
Και για το τέλος, ο καλύτερος ήχος απ\’ όλους… όταν φεύγεις ή έρχεσαι χαράματα από το αεροδρόμιο. Οι δρόμοι είναι άδειοι κι οι σκέψεις στο κεφάλι αντηχούν πιο δυνατά. Τα πεζοδρόμια και τα ψηλά δέντρα μεγεθύνονται…
Το νήμα ενώνεται – πότε θα ξαναβρεθείς στο αεροδρόμιο του Prat της Βαρκελώνης; Πότε στο Ελευθέριος Βενιζέλος;
Όταν δε μπορείς ούτ\’ εσύ ο ίδιος να απαντήσεις, όταν το εισιτήριο είναι πάντοτε one way, ό,τι μπορεί να σε συντροφεύσει καλύτερα είναι ο ήχος της -μιας ή της άλλης- πόλης. Και ξαναπιάνεις το νήμα από την αρχή…
Info: Ο Γιώργης Χριστοδούλου είναι τραγουδοποιός. Δισκογραφεί από το 1998. Ο τελευταίος του δίσκος Flâneur κυκλοφορεί σε τρείς χώρες. Ο ίδιος ζει μεταξύ Αθήνας και Βαρκελώνης. Ιστότοπος: http://www.giorgis.es/