Πιστεύω ότι αυτή είναι μια «διαχρονική ερώτηση» στα μουσικά δρώμενα της Ελλάδας όσα χρόνια και αν περάσουν ή πέρασαν…
Η πεποίθηση ότι αυτή η μουσική έχει κάτι μυστικό, απόμακρο, ελιτίστικο, ξένο ως προς την ελληνική ιδιοσυγκρασία και τα μουσικά ακούσματα υπάρχει ακόμα. Για αυτό αν κάποιος ασχοληθεί με αυτήν -είτε σαν ακροατής, είτε σαν μουσικός – έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε ένα ξεχωριστό κόσμο, σε ένα διαφορετικό περιβάλλον και τελείως έξω από τα κύρια μουσικά ρεύματα της Ελλάδας. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ στις υποκειμενικές στάσεις και αντιδράσεις που δημιουργούνται – έτσι και αλλιώς διαφέρουν ανάλογα με το άτομο – αλλά να επισημάνω αν τελικά υπάρχει ελληνική σκηνή τζαζ ή ελληνική κοινότητα τζαζ στην Ελλάδα.
Με την λέξη σκηνή εννοώ την συνεχή ύπαρξη, δημιουργία, εμφάνιση, εκπαίδευση, προβολή και παρουσία αυτής της μουσικής ανεξάρτητα από τα εκάστοτε μουσικά ρεύματα ή «μόδες» της εκάστοτε εποχής. Με την λέξη κοινότητα εννοώ μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων που χαρακτηρίζονται μεταξύ τους μέσω αυτής της μουσικής σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μουσικά ρεύματα ή «μόδες» της εκάστοτε εποχής.
Κατά την γνώμη μου η τζαζ στην Ελλάδα είχε κοινοτικό χαρακτήρα στην πρώτη της περίοδο στις δεκαετίες ‘50, ‘60 μέχρι και τα τέλη του ‘70. Οι μουσικοί που έπαιζαν τότε την αισθάνονταν σαν την κρυμμένη αγάπη τους και την μοιράζονταν με «μυημένους» ακροατές. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ περισσότερο σε αυτό το γεγονός γιατί από μόνο του είναι θέμα βαθύτερης αναφοράς και μελέτης. Παρόλα αυτά στοιχεία από τζαζ ακούσματα πέρναγαν στο ευρύ κοινό μέσα από το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο, τα μιούζικαλ και από το έργο κάποιων συνθετών που είχαν επιρροές ή είχαν επισκεφτεί την υπόλοιπη Ευρώπη και Αμερική.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 άνοιξε το πρώτο τζαζ κλαμπ στην Ελλάδα από τον Γιώργο Μπαράκο στην Πλάκα.
Εκεί όλη η κοινότητα της τζαζ μπορούσε να συναντηθεί να ανταλλάξει γνώμες και απόψεις, να αγοράσει δίσκους, να ακούσει τους Έλληνες τζαζ μουσικούς, όπως επίσης και ξένους. Παραδίδονταν μαθήματα τζαζ αυτοσχεδιασμού για πρώτη φορά. Αυτή όλη η κίνηση προσέλκυσε νέους μουσικούς που δεν εύρισκαν τρόπο να ασχοληθούν πριν καθώς και νέους ακροατές που τους προσέλκυε όλη αυτή η δράση. Εκεί δημιουργήθηκε και το συγκρότημα Sphinx και έτσι έγινε η ηχογράφηση του πρώτου «επίσημου» ελληνικού δίσκου τζαζ.
Από εκεί και πέρα άρχισαν οι πρώτες ραδιοφωνικές εκπομπές τζαζ και μέσα στην δεκαετία του ‘80 οι πρώτες συναυλίες με ξένους καλλιτέχνες καθώς και τα πρώτα φεστιβάλ (όπως το praxis του Κώστα Γιαννουλόπουλου) που συμμετείχαν Έλληνες μουσικοί. Πιστεύω ότι εκεί άρχισε να φαίνεται η δημιουργία μια σκηνής τζαζ στην Ελλάδα.
Στην δεκαετία του ‘90 ιδιωτικές μουσικές σχολές και ωδεία άρχισαν να προσφέρουν τζαζ μαθήματα ώστε έτσι πολλοί μουσικοί άρχισαν να ασχολούνται συστηματικότερα με την τζαζ. Επίσης δημιουργήθηκαν χώροι που παιζόταν λάιβ τζαζ και όλο πιο πολλά συγκροτήματα και μουσικοί άρχιζαν να εμφανίζονται. Άρχισε να υπάρχει μια μικρή αλλά σταθερή ελληνική δισκογραφία τζαζ μουσικής καθώς και το πρώτο περιοδικό Jazz&Τζαζ (υπήρχαν προηγούμενες εκδόσεις όπως το ΤΖΑΖ και το Συν και Πλην) καθώς και ο πρώτος ραδιοφωνικός τζαζ σταθμός (Τζαζ FM). Γενικότερα άρχισαν να υπάρχουν σταθερά ερεθίσματα και αναφορές για την ύπαρξη μιας σκηνής τζαζ μέσα από την κοινότητα χωρίς όμως να έχουν γίνει ακόμη συνειδητές οι επιπτώσεις.
Από το 2000 και μετά, με την σχεδόν καθολική χρήση του διαδικτύου, την ευκολότερη μετακίνηση στο εξωτερικό, την προσφορά προγραμμάτων τζαζ σπουδών (όπως του Ιονίου Πανεπιστήμιου) και την μεγαλύτερη ζήτηση τζαζ βραδιών σε διαφόρους χώρους μπορούμε να μιλάμε για ελληνική σκηνή τζαζ. Η εμφάνιση συγκροτημάτων και καλλιτεχνών που κάνουν διεθνή καριέρα είναι γεγονός πλέον. Η δισκογραφική παράγωγη – παρ’ όλες τις δυσκολίες – είναι σταθερή με 6 – 7 δίσκους το χρόνο. Φεστιβάλ, όπως το φεστιβάλ στο Γκάζι, με συμμετοχές από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν μεγάλη συμμετοχή κόσμου, από τους οποίους πολλοί δεν προτιμούν ή ακούν τζαζ.
Μπορεί αρκετές φόρες διάφορες μόδες ή καταστάσεις (το κομμάτι Take Five ή το My baby just cares for me στις αρχές του ‘90 ή η λεγόμενη acid jazz στα τέλη του ‘90, το swing τώρα, η Beat λογοτεχνία) να κάνουν πιο φιλική την Τζαζ στο ευρύ κοινό και να αρχίσει να αναζητά τα τζαζ δρώμενα και ακούσματα στην Ελλάδα.
Όλα αυτά που γράφω είναι πολύ περιληπτικά και χρειάζονται περισσότερη μελέτη και ανάλυση αλλά πιστεύω ότι εκεί βρίσκεται η κεντρική ιδέα.
Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχει ελληνική τζαζ σκηνή αλλά αντιμετωπίζεται αρκετές φορές σαν να μην υπάρχει ή σαν ένα μεμονωμένο μουσικό δρώμενο. Νομίζω όμως ότι στο μέλλον θα αλλάξει και αυτό και η ελληνική τζαζ σκηνή θα αναφέρεται σαν κάτι το αυτονόητο. Όλη η προηγούμενη ιστορία αλλά και τα τωρινά συστατικά συντελούν για αυτό και δεν θα υπάρχει πια η ερώτηση «τι γνώμη έχετε για την τζαζ στη Ελλάδα» με την έννοια που λέγεται σήμερα.
Info: Ο Γιώργος Κοντραφούρης σπούδασε κλασικό πιάνο στο Εθνικό Ωδείο. Στην ηλικία των 16 παρακολούθησε μαθήματα τζαζ αυτοσχεδιασμού με τον Μάρκο Αλεξίου. Παρακολούθησε μαθήματα επίσης με τους Jim Beard και Jarmo Savolainen. Αποφοίτησε με Bachelor’s και Master’s degree in Jazz Performance από την Ακαδημία Sibelius στη Φινλανδία. Έχει συνεργαστεί με πολύ σημαντικούς και σπουδαίους μουσικούς όπως: Mark Johnson, Arild Andersen, Marcus Stockhausen, Louisiana Red κ.α. Έχει διδάξει τζαζ πιάνο και όργανο στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στο Ωδείο Athenaeum στην Ελλάδα και στην Ακαδημία Sibelius στη Φινλανδία.