Ένα τυπικό απόγευμα του Απριλίου, επικρατούσε δημιουργικός πυρετός στην Αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής, μόλις μία εβδομάδα πριν την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της «Φόνισσας».

Πρόκειται για μια από τις πιο ιδιαίτερες παραγωγές της Λυρικής, βασισμένη σε ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Το στοίχημα μεγάλο και ο σημαντικός συνθέτης Γιώργος Κουμεντάκης, στον οποίο πήρε περίπου δέκα χρόνια για να ολοκληρώσει το έργο, φαίνεται αρκετά ενθουσιασμένος. «Θα ήθελα να κρυφτώ σε ένα μέρος και να εμφανιστώ μετά την πρεμιέρα», λέει με χιούμορ.

Μας μιλά με θέρμη για την δημιουργία της όπερας, μα δεν παραλείπει να αναφερθεί στην παράδοση, που συχνά τροφοδοτεί τις προσωπικές δημιουργίες και την καλλιτεχνική του οπτική: «Υπάρχουν απίστευτοι πυρήνες στην παραδοσιακή μας μουσική. Μέσα στον πόνο, υπάρχει η χαρά και μέσα στη μεγάλη χαρά, μια λυπημένη κραυγή, χωρίς να καταντά μελό. Μου λύνει τα χέρια και φτιάχνω έναν κόσμο βαθύ και ουσιαστικό». Ωστόσο, με το βλέμμα στο μέλλον, αποκαλύπτει τι πρέπει να περιμένουμε στην συνέχεια, τόσο από τον ίδιο, όσο και από την ΕΛΣ, μετά την μεταστέγασή της στο Φαληρικό όρμο.

 Η «Φόνισσα» θα παρουσιαστεί ξανά στη σκηνή της Λυρικής, μετά την τεράστια επιτυχία της πρώτης φοράς. Πώς αισθάνεστε;

Το φετινό ανέβασμα είναι ένα μεγάλο στοίχημα αντίστοιχης βαρύτητας. Μου δημιουργεί μεγάλο άγχος ως προς την αποδοχή του κόσμου. Είναι στον χαρακτήρα μου άλλωστε, να μην είμαι σίγουρος για τίποτα, οπότε η αγωνία μεγαλώνει κάθε μέρα και περισσότερο, μέχρι να έρθει η πρεμιέρα. Και κάτι που κάνει το εγχείρημα ακόμα δυσκολότερο, είναι ότι επαναλαμβάνεται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

 Τι θα λέγατε ότι σας γοήτευσε στο παπαδιαμαντικό αριστούργημα, ώστε να ασχοληθείτε περαιτέρω με αυτό;

Η τεράστια, πολυσύνθετη, πολυεπίπεδη και πυκνή γραφή, η οποία έχει αντίστοιχου βεληνεκούς περιεχόμενο. Επίσης ότι αυτό το πράγμα είχε τη δυνατότητα να μετατραπεί σε μια όπερα, βασισμένη στην ελληνική λογοτεχνία και σε έναν τεράστιο συγγραφέα. Ειδικότερα όμως, πρόκειται για μια ηρωίδα μεγάλου μεγέθους, ιδανική για να αναδειχθεί βάσει των χαρακτηριστικών της, σε κεντρικό πρόσωπο. Αν δεν είχε αυτή τη δυναμική, θα μιλούσαμε για κάτι διαφορετικό. Από κει και πέρα με κέρδισαν πολλές λεπτομέρειες ακόμη που συνθέτουν το έργο και αφορούν τους στόχους που βάζω για τη δημιουργία και γενικότερα για τη ζωή μου.

 Πόσο καιρό δουλέψατε πάνω στη σύνθεση του έργου; Ποιες πτυχές θελήσατε να φωτίσετε ιδιαίτερα ως προς το μουσικό και το δραματουργικό μέρος;

Η περίοδος γραφής του έργου ήταν περίπου τρία χρόνια μετ’ εμποδίων, αλλά η έρευνα κράτησε επτά χρόνια. Και η επόμενη όπερα νομίζω ότι μια πενταετία θα την χρειαστεί. Το λέω γιατί η επόμενη στόχευση θα είναι η μεταφορά όλων αυτών που απεκόμισα από τη διαδικασία, σε κάτι άλλο με πολύ διαφορετικό θέμα… Το δραματουργικό μέρος της «Φόνισσας» είναι σαφές ότι κατευθύνεται από τη μουσική, αλλά αν δεν είχε μια στέρεη δομή, σαν αυτή του λιμπρέτου του Σβώλου και της σκηνοθεσίας του Ευκλείδη, θα μιλούσαμε πιθανόν για άλλο αποτέλεσμα. Όπως επίσης και η εξαιρετική απόδοση του σκηνικού χώρου. Τώρα, το μουσικό μέρος τολμώ να πω πως πιάνει τους κρουνούς της ψυχής και αποτελεί μαχαιριά στο ανθρώπινο συναίσθημα. Μιλάει βαθιά για πράγματα που δε χρειάζεται να πεις με λόγια. Δεν έχει καμία σχέση με ορατοριακή γραφή. Είναι μια καθαρή όπερα, οι ρόλοι είναι σε πλήρη ανάπτυξη και κάθε πρόσωπο του έργου, ακόμα και τα πιο μικρά, έχουν τεράστια σημασία, γιατί πάνω τους καθρεπτίζεται η κεντρική ηρωίδα.

 Εσείς πώς κρίνετε την αινιγματική Φραγκογιαννού ως προσωπικότητα και ως προς τις πράξεις της;

Δεν την κρίνω. Προσπαθώ να την πλησιάσω με άλλους τρόπους. Η μουσική είναι ένας ασφαλής και ήπιος τρόπος. Μιλάμε πάντα για μια τεράστια προσωπικότητα, η οποία στο βάθος της ψυχής της είναι πολύ σκοτεινή και τερατόμορφη. Πρόκειται για δύο κόσμους, δύο πρόσωπα, τα οποία συνομιλούν ακραία μεταξύ τους. Το ένα το βλέπουμε και το άλλο όχι. Αυτός ο διχασμός είναι τρομερά ενδιαφέρων. Στο τέλος αποκαλύπτεται αυτό το άλλο πρόσωπο με μια μεταφυσική, ψυχοακουστική ενέργεια. Έρχεται ένα άλλο σύμπαν, να συγκρουστεί με το δικό της. Όσο και εάν προσπάθησε να εξαπατήσει τους άλλους, στο τέλος την πρόδωσε ο ίδιος της ο εαυτός.

 Τα στοιχεία της παράδοσης πώς εντάσσονται στην συγκεκριμένη όπερα;

Εκεί ήταν η μεγάλη έρευνα. Στα επτά χρόνια, γράφτηκαν πολλά έργα, ακριβώς για να δω σε βάθος το κομμάτι της παραδοσιακής μουσικής. Η Ελλάδα στο χώρο που βρίσκεται καλύπτει μια τεράστια περιοχή που συνδέει στο τοπίο της τρεις ηπείρους. Το να βρεις όμως αυτήν την ενδιαφέρουσα χημεία και να την αποδώσεις είναι πράγμα δύσκολο και δεν γίνεται εγκεφαλικά. Προσωπικά αναπλάθω ένα μουσικό τοπίο το οποίο αναζητώ μέσα από την μνήμη. Δίνει έτσι, την αίσθηση της μεγαλύτερης αυθεντικότητας, αλλιώς αν το αναπαρήγαγα απλά, θα είχε μια πιο φολκλόρ αισθητική, που κατά τη γνώμη μου δε θα είχε αξία.

Γιώργος Κουμεντάκης – Ειρηνη Τσιρακίδου (Φόνισσα) – Φωτό του Βαγγέλη Κύρη

 Η πορεία σας είναι γεμάτη σημαντικές διακρίσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Σκεφτήκατε ποτέ να φύγετε μόνιμα στο εξωτερικό;

Πρώτον, καταλαβαίνω πολύ καλά τις δυσκολίες που υπάρχουν στην χώρα και ωθούν με βίαιο τρόπο χιλιάδες ανθρώπους να την εγκαταλείψουν τρέχοντας. Για μένα προσωπικά, αυτή η τεράστια δυσκολία, είναι πολύ ζωτική. Όχι, δε μπορώ να εγκαταλείψω την Ελλάδα. Ο κεντροευρωπαϊκός χώρος έχει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό μέσα μου μετατοπιστεί.

– Πόσο μπορεί όμως ένας καλλιτέχνης να δημιουργεί και να εξελίσσεται στην Ελλάδα, υπό αυτές τις συνθήκες;

Στην Ελλάδα, απομονώνομαι σε κάποια σημεία της και πάντα βρίσκω λύσεις. Όσα έχω κάνει εδώ, δε θα μπορούσα να τα είχα πραγματοποιήσει έξω. Το «έξω» είναι φοβερά αποσπασματικό για τη δική μου ψυχοσύνθεση. Δεν ήθελα να εγκλωβιστώ σε αυτό που αφορά ένα συγκεκριμένο πράγμα στη μουσική: το ακαδημαϊκό της πρόσωπο. Από αυτό έχω πάρει μόνο κάποια στοιχεία. Στην Ελλάδα αντίθετα, παρότι έχω πολύ καιρό να την γυρίσω όπως έκανα παλιά, έχω επιλέξει ένα νησί που περιέχει τη μνήμη της Κρήτης και όλα τα στοιχεία που εμένα μου αρέσουν, ώστε να τροφοδοτούμαι δημιουργικά. Δυστυχώς δεν έχω τη δυνατότητα να ταξιδεύω όσο θα ήθελα, οπότε περιορίζομαι λίγο σε αυτό.

 Ξαναγυρνώντας στο θέμα της Λυρικής, βλέπουμε το κοινό να ενδιαφέρεται πολύ τα τελευταία χρόνια για την όπερα και να γεμίζει τις αίθουσες. Πώς μπορεί αυτό να έχει μια συνέχεια;

Αυτό που λέτε είναι πολύ σημαντικό και ευχαριστώ πολύ που το ρωτάτε. Δεν έχει γίνει τυχαία. Εκεί που υπήρχε η απαξίωση, βρέθηκε ο διευθυντής της Λυρικής, ο Μύρωνας Μιχαηλίδης, ο οποίος είχε το όραμα και μπόρεσε να το πραγματοποιήσει, να «απομυθοποιήσει» το δυτικότροπο είδος και να το κάνει μια ενδιαφέρουσα πρόκληση για ένα κοινό που είναι πολυπρόσωπο. Οπότε αυτή τη μεγάλη επιτυχία οφείλουμε να του την αναγνωρίσουμε. Τώρα, αν αυτό το πράγμα συνεχιστεί, δεν μπορώ να το γνωρίζω, όμως ελπίζω να μην χαθεί, παρά να ανθίσει ακόμη περισσότερο. Δε σας κρύβω ότι είναι η προσπάθεια που γίνεται στο κομμάτι της μεταστέγασης στο Νιάρχο, στο οποίο και εγώ εμπλέκομαι. Νομίζω ότι θα βρεθεί ο τρόπος ακόμα πιο στοχευμένα, να έρθουν οι Έλληνες στον καινούργιο χώρο και να απολαύσουν τον πλούτο ενός είδους που περιλαμβάνει μέσα του τα πάντα.

 Και το προσωπικό σας όραμα για την Λυρική μετά τη μετεγκατάσταση;

Έχουμε ένα συλλογικό όραμα. Μαζί με τους συνεργάτες μου στο περιβάλλον που μας παρέχει το Ίδρυμα, φτιάχνουμε το κέλυφος που θα μπει μέσα ζωή. Το Νιάρχος με τη δωρεά του, στηρίζει τη μετάβαση και ιδιαίτερα την εναλλακτική σκηνή, γιατί εμείς ξεκινάμε από το μηδέν. Μας δίνει την δυνατότητα να υπάρχουμε μέσα από το ίδιο μας το έργο.

 Η «Φόνισσα» λοιπόν, μας προδιαθέτει πολύ ευχάριστα για το μέλλον της ελληνικής μουσικής δημιουργίας. Από εσάς προσωπικά όμως, τι άλλο πρέπει να περιμένουμε;

Υπάρχει μια ενασχόληση με την εναλλακτική, η οποία θα είναι πολύ στοχευμένη. Έχω διάφορα έργα τα οποία ήδη γράφω και αυτά με τροφοδοτούν και με κρατούν σε ισορροπία στα πολλά προβλήματα που υπάρχουν στην καθημερινότητα. Σκεφτείτε ότι μέσα σε όλη αυτήν την περίοδο, γράφω και την μουσική για το «Προς Δαμασκόν» που ανεβάζει η Πατεράκη στην Στέγη. Γράφω και άλλα έργα για διάφορα φεστιβάλ έξω, με στόχο την καινούργια όπερα που θα ολοκληρωθεί σε περίπου μια πενταετία. Οπότε διανύω μία πολύ δημιουργική φάση, που με αναζωογονεί.

 Κλείνοντας, θα μας κάνετε μία εκτίμηση για το μέλλον;

Οι τέχνες δε φοβούνται τίποτα και οι Έλληνες δημιουργοί, είναι μια ανεξάντλητη δεξαμενή. Συνεχώς εκπλήσσομαι, φέτος είδα και πάρα πολλά πράγματα. Πάντα υπάρχει κάτι που δείχνει πως η τάση είναι προς τα εμπρός. Είναι όμως τόσο δύσκολο το τοπίο γύρω μας και το κοινωνικό και το πολιτικό… Παρόλα αυτά, υπάρχει μια ανεξάντλητη δυναμική, από ανθρώπους κάθε ηλικίας που μπορεί να μας ξαφνιάζει πάντα πολύ ευχάριστα.


Η Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη στις 15, 16, 17, 20 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής, από την Εθνική Λυρική Σκηνή