«Όλα στη ζωή είναι θέατρο και όλα στο θέατρο είναι ζωή», μότο της παράστασης.
Ο συγγραφέας θίγει τις σχέσεις, τα κίνητρα, την ψυχολογία και τις διεκδικήσεις ανθρώπων, που αγαπούν την τέχνη μέσω της συγγραφής και του θεάτρου. Ένα έργο με δραματικά και κωμικά στοιχεία σε τέσσερις πράξεις, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1895.
Μία ομάδα ανθρώπων, μία μικρή κοινότητα, με μοιρασμένη τη δράση ανάμεσά τους, στριμώχνονται συναισθηματικά, παίζοντας ρόλους, διεκδικώντας μερίδιο ζωής. Ο ναρκισσισμός, οι φοβίες, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, ο θάνατος, οι ρήξεις και η άρση των αναστολών, στο φόρτε τους. Διανοούμενοι και καθημερινοί άνθρωποι, εμπλέκονται σε έναν άπελπι αγώνα απεγκλωβισμού από τα αδιέξοδα, χωρίς όμως διαφυγή.
Η ιστορία συμβαίνει στο εξοχικό του Σόριν (Χατζόπουλος), όπου παρίστανται η αδελφή του, Αρκάντινα (Καραμπέτη), με το σύντροφό της δημοφιλή συγγραφέα Τριγκόριν (Καραζήσης). Το παζλ συμπληρώνουν ο γιος της Αρκάντινα, ο Τρέπλιεφ (Κουρής), η Νίνα (Πουλοπούλου), κόρη πλούσιου κτηματία και ο γιατρός Ντόριν(Ήμελλος). Επίσης συμμετέχουν ο δάσκαλος Μεντβεντένκο (Παπανικολάου), ο επιστάτης Σαμράγιεφ (Μπίτος), η γυναίκα του, Πολίνα (Κεκέ) και η κόρη τους Μάσα (Καλαϊτζίδου).
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Είναι ένας θίασος με πολλούς χαρακτήρες, όπως άρεσε στον Τσέχωφ, που χρησιμοποιούσε πολλά πρόσωπα στα θεατρικά του.
Η σκηνοθετική γραμμή του Χουβαρδά υπηρετεί πιστά την ακραία αφαίρεση, κάτι, που έχει ακολουθήσει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Η γεωμετρία του καλλιτεχνικού δημιουργήματος στηρίζεται στα φώτα, τα σκηνικά, την αυλαία και τους μηχανισμούς της. Τα καθίσματα των θεατών και οι είσοδοι/έξοδοι του θεάτρου μαζί με τα παραπάνω, χρησιμοποιούνται ως λειτουργικά εργαλεία με πρωταγωνιστές τους ηθοποιούς. Το κέντρο της πλοκής απλώνεται σε παράλληλα επίπεδα «πράξης», κάνοντας το κοινό να απολαμβάνει μία πολυεδρική διάδραση.
Ο θεματικός πυρήνας περιστρέφεται γύρω από τη λίμνη, που συμβολίζει την ίδια τη ζωή. Οι επιθυμίες, οι υποσχέσεις, τα όνειρα, ο έρωτας και η επιδιωκόμενη ευτυχία απεικονίζονται μέσα από τον εμβληματικό γλάρο.
Ο Τρέπλιεφ τον σκοτώνει, χωρίς λόγο και τον αποθέτει στα πόδια της αγαπημένης του Νίνας, που λατρεύει τη λίμνη και τα θαλασσοπούλια. Η εξέλιξη του θεατρικού ιστού οικοδομεί απρόβλεπτες κωμικοτραγικές διαστάσεις, που θα σφραγίσουν τις ζωές όλων για πάντα.
Μέσα από αλλεπάλληλες εικόνες ποκιλότροπης συμπεριφοράς των ηρώων, εκτυλίσσονται σκηνές, οι οποίες εκφράζουν με σαφήνεια την επιδερμικότητα των σχέσεων. Παιχνίδια παντός είδους επιστρατεύονται για να διαλύσουν τον καπνό της θλίψης, τη μονοτονία και την αφόρητη ανατροπή κάθε ελπίδας για αλλαγή.
Έτσι αναιρούνται οι όποιες ευκαιρίες υπάρχουν εν δυνάμει σε όλους τους παρευρισκόμενους να χαρούν ή να απελευθερωθούν από τις ψευδαισθήσεις τους. Παραμένουν στο δικό τους σκοτάδι, ο καθένας ξεχωριστά. Η διεκδίκηση αρμονίας/ισορροπίας, χάνεται, καθώς το «μοιραίο», παντρεύεται την ψυχική μιζέρια του χαρακτήρα τους και την υπερβολή. Το διαμορφωμένο κολασμένο περιβάλλον αδυνατεί να σεβαστεί το καινούριο και επαναστατικό που προσφέρει το πρώτο θεατρικό έργο του νεαρού Τρέπλιεφ. Τον ακυρώνουν με κυνικό και απαξιωτικό τρόπο και φυσικά και η ίδια του η μητέρα. Ανίκανη να «δει» πέρα από τις κατεστημένες συνθήκες της δικής της πορείας ως καταξιωμένη ηθοποιός, χειρίζεται τους πάντες.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ως Αρκάντινα, σκληρή, ανασφαλής, επίμονη και ωραιοπαθής ερμηνεύει το ρόλο αριστοτεχνικά. Σκιαγραφεί μία περσόνα δέσμια της «εικόνας» της, με την απαραίτητη συναισθηματική αποστείρωση.
Ο Ακύλλας Καραζήσης υποδύεται πειστικότατα το νάρκισσο συγγραφέα, που με μπόλικη δόση γοητευτικής εγωπάθειας, και χωρίς φραγμούς, αρπάζει ό,τι τον εξιτάρει.
Ο απελπισμένος έρωτας του Τρέπλιεφ για τη Νίνα τον πνίγει. Τη συναντά μετά από καιρό τσακισμένη σαν το σκοτωμένο γλάρο και η συνομιλία μαζί της τον φθάνει στα άκρα. Ζώντας κάτω από τη σκιά της άκαμπτης μητέρας του, ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και έναν ασφυκτικό ιδεαλισμό. Ο Νίκος Κουρής ενσαρκώνει τον Κονσταντίν Τρέπλιεφ με δύναμη και σκηνική επιδεξιότητα.
Η Νίνα της Άλκηστις Πουλοπούλου αξιοπρεπής, χωρίς όμως να φανεί το βάθος της επώδυνης εμπειρίας, που της κατέστρεψε ό,τι αγαπούσε. Το συναισθηματικό της τσαλάκωμα αναδύει λιγοστές φορές κάποια λυρική ένταση, αλλά δεν είναι αρκετή να δείξει το εύρος της ωριμότητάς της. Τραύματα και προσωπικές ματαιώσεις θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μία συμπεριφορά πιο συνειδητά εσωτερική.
Οι σωστές κορυφώσεις όλων των άλλων ηθοποιών αξιοπρόσεκτες, η ευστοχία και η απόδοση ικανοποιητικές. Διακρίθηκαν οι Νίκος Χατζόπουλος και Δημήτρης Ήμελλος. Βέβαια καθόλου δεν υστερούν οι υπόλοιποι, οι οποίοι σκιτσάρουν με περισσότερες ή λιγότερες ευκαιρίες τους ρόλους τους.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, μία τεράστια επιφάνεια από νάιλον, για να δηλωθεί η λίμνη, προωθεί το μύθο ανάγλυφα και με γοργότητα. Το διαφανές πλαστικό σηματοδοτεί το εύθραυστο, το πολυκύμαντο και το ρευστό της ζωής, την αβάσταχτη ελαφρότητα του «είναι».
Τα ενδεικτικά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, η μυστηριακή μουσική του Δημοσθένη Γρίβα και οι καλλιτεχνικοί φωτισμοί του Λευτέρη Παπαδόπουλου συμπληρώνουν την πράξη σαν μέρος της δραματουργίας.
Ο ίδιος ο Τσέχωφ χαρακτήρισε το έργο του ως κωμωδία. Αυτό που μας παρουσιάστηκε με τη γνωστή μεταμοντέρνα οπτική του σκηνοθέτη, παραπέμπει σε μία αξιόλογη δουλειά δοσμένη με ένα παιγνιώδες ύφος.
Διαβάστε επίσης:
Νίκος Κουρής: Η επικοινωνία στο θέατρο είναι το δώρο μιας καθημερινής δοκιμασίας
Ο Γλάρος, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά