Ένα κουβάρι σουρωμένες σκιές ήταν κι οι δύο όταν βρήκαν σχεδόν ξημερώματα το δρόμο του γυρισμού. Εκείνη την προχωρημένη μεξικάνικη νύχτα όλα συνωμοτούσαν στο ότι δεν υπάρχουν αθώα θύματα πουθενά πάνω στη γη. Εκείνες οι ώρες, των οποίων η ανάσα έζεχνε κάθε λογής οπιούχα, θα ήταν και οι στερνές τους. Αφού διέσχισαν αγκαζέ μια σειρά διασταυρώσεων με τα οχήματα να φρενάρουν απότομα μπροστά τους, τους οδηγούς να χειρονομούν χυδαία από τα ανοιχτά παράθυρα, κι αφού φιλοδώρησαν αρκετά πεζοδρόμια με ό,τι μπορεί να βγει σε αφθονία από ένα ανακατεμένο ανθρώπινο στομάχι, όρμησαν στο δωμάτιο του ελεεινού πανδοχείου. Η Τζόαν Βόλμερ Άνταμς δεν άφησε τον άνδρα της να πέσει σαν κούτσουρο για ύπνο, παρόλα αυτά. Βρισκόταν σε υπερδιέγερση και του πρότεινε να κάνουν μια τρέλα. Άλλο που δεν ήθελε εκείνος. «Να, τοποθετώ τούτο εδώ το μήλο πάνω στο κεφάλι μου, κι εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το ανοίξεις στα δύο με μια σφαίρα από το πιστόλι σου, Γουίλιαμ. Εμπρός. Σημάδεψε και μπαμ», τον προέτρεψε παίρνοντας ταυτοχρόνως μια απόσταση δύο μέτρων μακριά του. «Κι αν αυτό που θα ανοίξει τελικά στα δύο, είναι το κεφάλι σου, κι όχι το μήλο;» απόρησε αυτός σημαδεύοντας με τρεμάμενα χέρια. «Ε, τότε κακό του δικού σου κεφαλιού, αγάπη μου», τού έκλεισε το μάτι. Και μετά τον πυροβολισμό, έκλεισε και τ’ άλλο.

Ο τριανταεπτάχρονος τότε, εκκεντρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και ζωγράφος, Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ ΙΙ, όπως ήταν φυσικό, αστόχησε. Και συνελήφθη λίγο αργότερα, σε ημιλιπόθυμη κατάσταση, στις 7 Σεπτεμβρίου 1951, για φόνο εξ αμελείας. Δεκατρία μερόνυχτα πέρασε πίσω από τα σίδερα αρνούμενος να φάει και να πιει, μέχρι που ο αδελφός του πλήρωσε την εγγύηση της αποφυλάκισής του, και παρέλαβε ένα ράκος, το οποίο λοιδορούσαν σχεδόν εμμονικά τα ΜΜΕ. Ο σοκαρισμένος συζυγοκτόνος, Μπάροουζ, κλείστηκε σα στρείδι στον εαυτό του έκτοτε, αντιμετωπίζοντας σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και εξαρτήσεων. Γεννημένος στις 5 Φεβρουαρίου 1914 στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι από εύπορη οικογένεια, το παιδί που όλοι χλεύαζαν στο σχολείο επειδή ακροβατούσε σε προκλητικό βαθμό μεταξύ ομοφυλοφιλίας και ετεροφιλοφιλίας, βρήκε καταφύγιο στη συγγραφή. Ή πιο σωστά, στην υποβοηθούμενη από το ταλέντο του, καταγραφή των προσωπικών και καθ’όλα περιθωριακών εμπειριών του. Απόφοιτος Καλών Τεχνών στο Χάρβαρντ, αλλά και μετέπειτα φοιτητής Ιατρικής στη Βιέννη, ο πολυταξιδεμένος κι ένας εκ των σπουδαιότερων εκφραστών της Μπητ Γενιάς, Μπάροουζ, έγραφε γνωρίζοντας ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να σκέφτεται λογικά και να ενεργεί παράλογα. Έγραφε έχοντας πειστεί πως ο κυνισμός είναι ένας δυσάρεστος τρόπος για να λες την αλήθεια, και διατυμπάνιζε ότι το πρόσωπο του Κακού είναι αυτό της απόλυτης ανάγκης.

Με έργα όπως τα «Αδερφή» (1952), «Τζάνκι, εξομολογήσεις ενός απεξαρτηθέντος» (1953), «Γυμνό Γεύμα» (1959), το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της ωμής έκφρασης του δημιουργού του, «Η τριλογία της Νόβα» (1961 – 67), «Οι επιστολές του Γιαχέ» (1963), «Ο Ρούσβελτ πρόεδρος κι άλλες ωμότητες» (1965), «Ο Α Πουκ είναι εδώ» (1979), «Η Τριλογία της Κόκκινης Νύχτας» (1981–87), «Η γάτα μέσα μας» (1986), «Μία στις χίλιες» (1991), «Η εκπαίδευσή μου. Ένα βιβλίο ονείρων» (1995), ο ρηξικέλευθος Γουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ που τού έμελλε να χάσει το γιο του το 1981 από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ήταν ο τυφώνας που σάρωσε τα πάντα στο επίπονο πέρασμά του. Ο Μπάροουζ αναμφιβόλα ήξερε να γράφει. Παρά το χάος στο οποίο ζούσε, παρά τις παραισθήσεις και τα προσωπικά όρια που είχε καταργήσει. Ο Μπάροουζ ήξερε, αν μη τι άλλο, να κάνει με δεξιοτεχνία όλα όσα προκαλούσαν αναφυλαξία στους λογοκριτές του. Οι αναγνώστες του μπορούν να το αντιληφθούν αυτό. Και όχι μόνο αυτό δηλαδή. Αλλά και το ότι είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε σε κοινωνίες θυματοποίησης, όπου πολλοί από εμάς νιώθουν πιο άνετα να γίνονται τα θύματα παρά να ορθώνουν το ανάστημά τους, το ότι κάποιες φορές η απόλυτη παράνοια ισοδυναμεί με την απόλυτη αντίληψη, και ότι ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει κανείς να ρωτά τον κουρέα αν χρειάζεται κούρεμα.

Το avant garde φρικιό της Λογοτεχνίας, όπως τον αποκαλούσαν φίλοι κι εχθροί, έφυγε καλοκαίρι από τη ζωή. Στις 2 Αυγούστου 1997 έκλεισε για πάντα τα μάτια και τα αυτιά του σε έναν κόσμο που είναι έτοιμος συχνά να υποδεχθεί ένα ταλέντο με ανοιχτές αγκάλες, αλλά συχνότερα δεν ξέρει τι να κάνει με μια μεγαλοφυΐα. Σε έναν κόσμο που τρώει χωρίς να πεινάει, πίνει χωρίς να διψάει και δυστυχώς, μιλά χωρίς να έχει τίποτα να πει. Σε έναν κόσμο που έχει μάθει να βάζει τα προνόμια πάνω από τις αρχές του, και σύντομα χάνει και τα δύο. Στον κόσμο αυτόν απευθύνεται ο Μπάροουζ. Και το μήνυμά του θα είναι πάντα το ίδιο, όπως ακριβώς και τα στοιχεία πάνω στην ταφόπλακά του, στο Λόρενς. Ο Μπάροουζ είτε μεθυσμένος είτε νηφάλιος ήξερε ότι το να σκέφτεσαι σημαίνει να λες πού και πού και κανένα ηχηρό «όχι», ότι ο τρελός που επιμένει στην τρέλα του θα γίνει σοφός, κι ότι, όπως θα έλεγε κι ο Φιτζέραλντ, το να έχεις μέσα σου και τις δύο όψεις ενός πράγματος, και παρόλα αυτά, να μπορείς να λειτουργείς, αυτό είναι ευφυΐα. Γι’ αυτό αξίζει να διαβαστεί ο νευρωτικός Μπάροουζ. Γιατί όπως ορθά θα υποστήριζε αυτή τη φορά ο Προυστ, από τους νευρωτικούς δημιουργούνται τα μεγάλα αριστουργήματα.