Η πολυαναμενόμενη κινηματογραφική μεταφορά του Γουλβερίν είναι πλέον γεγονός και θα προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους, από την Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013.
«Πως θα νιώσεις ζωντανός αν δεν πονέσεις;»
Ο πιο ιδιαίτερος χαρακτήρας κόμικ της Μάρβελ, ο ξεχωριστός, αιωνόβιος, ήρωας της παρέας των X–Men ανακαλύπτει τη μαγική, μοντέρνα εκδοχή της Ιαπωνίας και επιχειρεί μια απότομη κατάδυση στα θολά μονοπάτια της κουλτούρας της, μέσα από τους κύκλους της Γιακούζα και των σύγχρονων Σαμουράι.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Εν μέσω γενικευμένης αναταραχής, συναντάμε τον Γουλβερίν (Λόγκαν) στο επίκεντρο των καταιγιστικών ρυθμών της Άπω Ανατολής, συνοδευόμενο από μια μυστηριώδη και πανέμορφη κληρονόμο. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή του που εξερευνά έντονα την προοπτική του θανάτου καθώς δείχνει να δοκιμάζει τα όρια της σωματικής και συναισθηματικής του αντοχής – πιο προκλητικά από κάθε άλλη φορά.
Σ’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι στο οποίο καλείται να ανακαλύψει εκ νέου τον ήρωα που κρύβει μέσα του, δεν αρκεί απλά να παλέψει με ισχυρούς εχθρούς (μεταλλαγμένους και μη), αλλά θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να καταφέρει να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του στοιχειωμένου παρελθόντος του. Καθώς λοιπόν τα αδαμάντινα νύχια του Γουλβερίν διασταυρώνονται με τις ανελέητες κατάνες των σαμουράι σε μια δοκιμασία που δοκιμάζει τις αρετές της πίστης, της αγάπης και της αφοσίωσης, ο αγαπημένος μας ήρωας θα αναγνωρίσει την πραγματική αξία της αιωνιότητας και της άφθαρτης φύσης.
Χαρακτηριστική, της εσωτερικής πάλης του βασικού μας ήρωα, είναι η δήλωση του πρωταγωνιστή και παραγωγού του «Γουλβερίν», Χιού Τζάκμαν: “Η ιστορία μας, τοποθετεί τον Γουλβερίν σε ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό από οτιδήποτε είχαμε δει μέχρι τώρα στη σειρά ταινιών των X–Men. Το αποτέλεσμα είναι εντελώς καινούριο, όχι μόνο οπτικά αλλά και σε ότι αφορά στην αίσθηση και το γενικότερο ύφος της ταινίας. Υπάρχουν πάρα πολλές, εντυπωσιακές, μάχες, ωστόσο μακράν η πιο σημαντική είναι εκείνη που δίνει ο Λόγκαν για να ξεκαθαρίσει αν είναι τελικά άνθρωπος ή τέρας”.
Προέλευση
Ο χαρακτήρας του Γουλβερίν έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1974, όταν σε ένα τεύχος του «TheIncredibleHulk» αποκαλύφθηκε ο τύπος με τα αδαμάντινα νύχια, τις εκρήξεις οργής (berserkerrage) και την ικανότητα της αυτοίασης, ο οποίος θα ενσωματωνόταν, αμέσως μετά, στην ομάδα των X–Men. Η αναγωγή του σε σούπερ σταρ των υπερηρώων ήταν έκτοτε, απλά, θέμα χρόνου.
Το 1980, ο Γουλβερίν ανεξαρτητοποιείται πλέον και αποκτά τη δική του μινι – σειρά, τεσσάρων επεισοδίων, δια χειρός του πατέρα των X–Men, Κρις Κλέρμοντ και του θρυλικού κομίστα Φρανκ Μίλλερ (“Ο Σκοτεινός Ιππότης”, “SinCity”, “300”). Στη σειρά αυτή, ο ήρωάς μας κάνει ένα ταξίδι στην Ιαπωνία, όπου παρασύρεται σε μια δίνη εγκληματικότητας και προδοσίας. Εκεί καλείται να αντιμετωπίσει τόσο τις τρομακτικές του, ανεξέλεγκτες δυνάμεις, όσο και την ανεξερεύνητη, μέχρι πρότινος, ανησυχητική διάσταση της θνητής του πλευράς. Προσπαθώντας να ελιχθεί και να επιβιώσει σε έναν κόσμο που αδυνατεί να κατανοήσει, κατακτά για πρώτη φορά στη ζωή του, σε προσωπικό επίπεδο, την έννοια της εσωτερικής δικαιοσύνης και ισορροπίας.
Ο Γουλβερίν, αλλιώς. Αλλά πως;
“Θέλαμε να δώσουμε μια εντελώς διαφορετική προοπτική στον αγαπημένο μας χαρακτήρα”, αναφέρει ο Χιού Τζάκμαν, “και ξέραμε πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει ιδανικότερος σκηνοθέτης για να το οπτικοποιήσει, από τον Τζέιμς Μάνγκολντ. Εκείνος που μετέτρεψε την ιστορία της ζωής του Τζόνι Κας σε μια καθηλωτική, επαναστατική ιστορία αγάπης και έδωσε μοντέρνα διάσταση σε ένα κλασσικό γουέστερν μετατρέποντάς το σε σύγχρονο παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό… Εκείνος που το προσέγγισε εναλλακτικά τοποθετώντας το ανάμεσα σε, μυθικών διαστάσεων, φιλίες και συνθήκες δοκιμασίας του πεπρωμένου, μέσα από την δοκιμασμένη έννοια του καθήκοντος, θα ήξερε πώς να επιτύχει το διαφορετικό.”
Και συνεχίζει: “Θέλαμε να εξασφαλίσουμε στον αγαπημένο μας υπερήρωα ένα ταξίδι απαλλαγμένο από τις συνήθεις συμβάσεις της ιστορίας των X–Men, οπότε εμπιστευτήκαμε τον Μάνγκολντ με τα μάτια κλειστά, κυρίως επειδή γνωρίζει πώς να δημιουργήσει μια ταινία με απίστευτη δράση και χιούμορ, διατηρώντας πάντοτε τα καλύτερα στοιχεία των εμπλεκόμενων χαρακτήρων και τη μοναδική μαγεία της αφήγησης. Με τη σκηνοθετική του προσέγγιση και τη συνεχή καθοδήγηση με έσπρωξε να πάω σε μονοπάτια βαθιά, ανεξερεύνητα και σκοτεινά, ανακαλύπτοντας οργή και θυμό που δεν ήξερα ότι διέθετα.”
Στο πλαίσιο αυτής της διαφορετικής προσέγγισης που περίμεναν όλοι από τον Μάνγκολντ, ήρθε συμπληρωματικά και η δική του άποψη για το φιλμ, η οποία επιβεβαίωσε τις προσδοκίες όλων:
“Από την πρώτη στιγμή ήθελα να σπάσω το καλούπι του κόμικ και να σκεφτώ τη διάστασή των χαρακτήρων μας εντελώς έξω από την πεπατημένη. Δεν θα με ενδιέφερε η προσέγγιση του φιλμ ως μια τυπική αναπαράσταση της ιστορίας ενός υπερήρωα που προσπαθεί να αποτρέψει τα σατανικά σχέδια του κακού αντιπάλου του”, δηλώνει ο σκηνοθέτης και συνεχίζει: “Σε αυτό το πλούσιο συναισθηματικό μείγμα, έχουμε έντονη δράση και σασπένς χτισμένα επιμελώς πάνω στους χαρακτήρες και όλα τα στοιχεία τους είναι τόσο αρμονικά δεμένα ώστε να συνθέτουν μια κινηματογραφική εμπειρία πιο διαφορετική από οτιδήποτε συνηθισμένο και σίγουρα εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στην ομαδική προσέγγιση των X–Men.”
“Όταν προσεγγίζεις την ιστορία μιας ομάδας, έχεις περιορισμένη δυνατότητα να διεισδύσεις στο μυαλό όλων, αλλά εδώ είχαμε το ελεύθερο να εισβάλουμε στο πολυδαίδαλο μυαλό του Λόγκαν αναλύοντας την οργή και τις εκρήξεις του σε συνδυασμό με την ευρύτερη υπόσταση του μυστηριώδη χαρακτήρα. Μιλάμε για έναν χαρακτήρα που τον έχουν χρησιμοποιήσει από κρατικές και κυβερνητικές υπηρεσίες, μέχρι σατανικούς εχθρούς και κακοποιούς, σε σχέδια που ξεπερνούν κάθε φαντασία, καταφέρνοντας να μεγιστοποιήσουν την οργή και το θυμό του. Ωστόσο μέσα στην πάροδο του χρόνου, εκείνος συνειδητοποίησε πως όλη αυτή η ανεξήγητη ενέργεια μπορεί να φανεί πιο επωφελής από την πιο ισχυρή υπερδύναμη του πλανήτη”.
Ρόνιν: Σαμουράι χωρίς αφέντη
Σημαντικότατος παράγοντας στην επανασύσταση του μοναχικού Λόγκαν – ο οποίος αναζητά την εσωτερική του ταυτότητα και πασχίζει να συνειδητοποιήσει ποιος πραγματικά είναι – στάθηκε το φυσικό περιβάλλον. Αναμεμειγμένο στην πολυσύνθετη έκφανση της Ιαπωνικής κουλτούρας, ο Λόγκαν, στο μυαλό των Τζάκμαν και Μάνγκολντ είναι ένας Ρόνιν.
“Στη φεουδαρχική Ιαπωνία ο κάθε Σαμουράι ανήκε σε έναν αφέντη. Ο Ρόνιν ήταν ο Σαμουράι που δεν είχε κανέναν αφέντη να υπηρετήσει. Κάτι σαν πολεμιστής χωρίς σκοπό και αιτία. Ένας μαχητής χωρίς σαφή προσανατολισμό και κατεύθυνση”, εξηγεί ο Μάνγκολντ και καταλήγει δικαιολογώντας το: “Πολλοί από τους ανθρώπους που έκαναν τον Λόγκαν να αισθάνεται κομμάτι ενός σκοπού και μιας δράσης, δεν υπάρχουν πια. Συνεπώς αυτό τον καθιστά έναν μοναχικό άνδρα, χωρίς υποχρεώσεις και ικανό για τα πάντα. Αυτή είναι μια εικονογράφηση που χωράει εξίσου εύκολα, τόσο σε ένα αμερικάνικο γουέστερν, όσο και σε ένα φιλμ για Σαμουράι. Εμείς εκείνο που θέλαμε να κάνουμε είναι να ενσωματώσουμε σε όλο αυτό έναν ήρωα κόμικ”.
Σκηνοθεσία |
Τζέιμς Μάνγκολντ |
Σενάριο |
Μαρκ Μπόμπακ Σκοτ Φρανκ |
Παραγωγή |
Λόρεν Σούλερ Ντόνερ Χατς Πάρκερ |
Ηθοποιοί |
Χιου Τζάκμαν Χιρογιούκι Σανάντα Τάο Οκαμότο Ρίλα Φουκουσίμα Φάμκε Γιάνσεν Γουίλ Γιούν Λι Σβετλάνα Κοντσένκοβα Χαρουχίκο Γιαμανούτσι |
Μοντάζ |
Μάικλ ΜακΚούσκερ |
Φωτογραφία |
Ρος Έμερι |
Μουσική |
Μάρκο Μπελτράμι |
Διάρκεια |
125’ |
Διανομή |
Οdeon |