Με τα Γράμματα στον «Ελικώνα», ένα ποιητικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα της Μαρίνας Τσβετάεβα σε μετάφραση της Δήμητρας Κονδυλάκη εγκαινιάζεται η νέα εποχή της καταξιωμένης σειράς «Μεταφορές», που ξεκινά και πάλι ύστερα από έξι χρόνια πλήρους εκδοτικής απουσίας. Πρώτος σταθμός της δίγλωσσης αυτής σειράς που είχε φιλοξενήσει στις εκδόσεις του ο Σάμης Γαβριηλίδης, ήταν τα Ποιήματα της παλιάς ζωής του Φρανθίσκο Μπρίνες σε μετάφραση του Τάσου Δενέγρη, το 2002, ενώ στην πορεία συμπεριέλαβε έργα κορυφαίων συγγραφέων, από τον Τολστόι ως τον Προυστ και τον Φλωμπέρ και από τον Κάφκα ώς την Τσβετάεβα μεταξύ άλλων.
Η σειρά, που παίρνει νέα πνοή στις Εκδόσεις Νεφέλη, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Αλεξάκη και της Δήμητρας Κονδυλάκη, δεν θα είναι πλέον δίγλωσση αλλά στόχος της παραμένει να γνωρίσει στο ευρύτερο κοινό μικρά, αφανή αριστουργήματα κορυφαίων συγγραφέων – κάτι που ενσαρκώνεται σε κομψές εκδόσεις μικρού σχήματος οι οποίες διασώζουν την αίσθηση του πυκνού και πολύτιμου στην επαφή του βιβλίου με τον αναγνώστη.
Ταυτόχρονα, εμπλουτίζοντας τους σημαντικότερους από τους παλαιούς τίτλους με κείμενα από τη δεξαμενή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, οι «Μεταφορές» στη νέα εποχή τους φιλοδοξούν να αποτέλεσουν φιλόξενη στέγη για την τέχνη και τους τεχνίτες της σύγχρονης λογοτεχνικής μετάφρασης. Επόμενος τίτλος που θα κυκλοφορήσει: Γράμματα στη Φελίτσε του Φράντς Κάφκα, μτφ. Στέλλα Κονδουράκη.
Το έργο
Κατά τη σπουδαία Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάεβα «όλη η ζωή χωρίζεται σε τρεις περιόδους: προαίσθηση του έρωτα, πράξη του έρωτα και ανάμνηση του έρωτα». Αυτά τα γράμματα ανήκουν στη μεσαία – γράφτηκαν στα ρωσικά στη δίνη μιας συνάντησης στο Βερολίνο το 1922. Η μετάφρασή τους όμως από την ποιήτρια στα γαλλικά, όταν δέκα χρόνια αργότερα βρίσκεται αυτοεξόριστη στο Παρίσι, τοποθετείται στην τελευταία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται περισσότερο για μεταγραφή, όπου η Τσβετάεβα ενθέτει σχόλια, ποιητικά της αποσπάσματα αναφερόμενα στην εποχή και κυρίως, δύο συνοψιστικές αφηγήσεις, που «δένουν» τις επιστολές σε μια ολοκληρωμένη ερωτική ιστορία – με νήμα τον χρόνο που έχει μεσολαβήσει.
1922. Η Μαρίνα Τσβετάεβα εγκαταλείπει τη Μόσχα για το Βερολίνο, πρώτο σταθμό των Ρώσων εμιγκρέδων – επικρατεί πνευματικός αναβρασμός. Συναντά τον Αμπραάμ Βισνιάκ (1895-1944), βερολινέζο εκδότη της που είχε εκδώσει πριν την άφιξή της μία από τις ποιητικές συλλογές της. Σε αυτόν απευθύνει, από τις 17 Ιουνίου έως τις 9 Ιουλίου, αυτά τα γράμματα, που μένουν αναπάντητα ή σχεδόν αναπάντητα, έως το ενδέκατο που έλαβε τον Οκτώβριο που ακολούθησε, ενώ είχε οριστικά εγκαταλείψει τη Γερμανία.
1932. Κέντρο των Ρώσων πολιτικών προσφύγων είναι το Παρίσι. Η Τσβετάεβα μένει εκτός Παρισιού, στα προάστια. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ποίησή της. Στρέφεται στην πρόζα και σε αυτοβιογραφικά αφηγήματα. Ξαναβρίσκει αυτά τα παλιά γράμματα που της είχαν επιστραφεί, εκτός από ένα. Τα μεταφράζει, προσθέτει κάποιες παρατηρήσεις, την ιστορία της τελευταίας συνάντησής της με τον παραλήπτη και έναν επίλογο ή εκ των υστέρων όψη των πραγμάτων, που ολοκληρώνοντάς τα κλείνει αυτό το σύντομο «επιστολογραφικό μυθιστόρημα».
Η μετάφραση
Έχοντας κερδίσει την αγάπη των αναγνωστών και των κριτικών στην πρώτη της, δίγλωσση, έκδοση το 2008, αλλά εξαντλημένη εδώ και χρόνια, η μετάφραση του έργου ευτυχεί σήμερα μιας επανέκδοσης που προσέφερε μια πολύτιμη ευκαιρία επανάγνωσης στα Γράμματα στον «Ελικώνα». Η έκδοση συμπληρώνεται από κατατοπιστικό επίμετρο.
«Στη μετάφραση, αντιμετώπισα τα Γράμματα στον “Ελικώνα” ως λόγο θεατρικό, λόγο, δηλαδή, που ορίζεται από την απεγνωσμένη ανάγκη του να φτάσει στον αποδέκτη. Άρα, λόγο που απευθύνεται και πρέπει να απευθύνεται εδώ και τώρα, στο παρόν. Ίσως γι’ αυτό στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη του έκδοση, το κείμενο αγαπήθηκε ιδιαίτερα από ανθρώπους του θεάτρου. Όμως φυσικά, αυτή ήταν μια σύμβαση που συνέβαλε στο να ενεργοποιηθούν περισσότερο οι λέξεις. Το κείμενο της Τσβετάεβα είναι ιδιαίτερα ερμητικό και αυτοαναφορικό, όπως κάθε αυθεντικά ποιητικό κείμενο. Ζητάει στην ίδια τη γλωσσική σύσταση του, την εμπιστευτικότητα και τη συνενοχή μιας ιδιωτικής απεύθυνσης. Πιο πολύ απ’ ό,τι σε μια δημόσια σκηνή, θα ταίριαζε ίσως να ενσαρκωθεί σ’ ένα θέατρο δωματίου, όπου ένας μόνο ερμηνευτής θα ζωντάνευε το κείμενο για έναν μόνο προνομιακό αποδέκτη, με ένα αίτημα μαγευτικό, αντίστοιχο μ’ εκείνο της ποιήτριας: να μεταστρέψει μια πεισματική άρνηση σε κατάφαση ή τουλάχιστον, να θεραπεύσει το αίσθημα της ματαίωσης μέσα από τη δημιουργία».
(Από το σημείωμα της μεταφράστριας)